Παράλληλη Αναζήτηση
Αναζήτηση για: "προϋπολογίζω"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προϋπολογίσει (1) [προϋπολογίζω - V:F3s:S3s]
-
N1928 P005 L012 … επιπλέον. Η "Αθήνα 2004" έχει προϋπολογίσει το έργο αποκομιδής των σκουπιδ…