Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της νέας ελληνικής 

Δωδεκανησιακά ιδιώματα (Σύμη, Τήλος, Νίσυρος, Κάλυμνος, Αστυπάλαια)

Σ
τα κείμενα που παρατίθενται τηρήθηκε το σύστημα μεταγραφής των αντίστοιχων πηγών. Δίνονται οι φωνητικές αντιστοιχίες (IPA) των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

κ [tʃ], χ [ʃ]

Περιεχόμενα

1. Κάλυμνος

α. Διάλογος

Διάλογος Πάρβα Γιάννη Γλυνάτση, μόνιμου κατοίκου του ποιμενικού συνοικισμού «(Ν)εμπορειός» και ιδιοχτήτη του μοναδικού κέντρου του, όπου κόνεβαν οι επισκέπτες να τους περιποιηθεί με ζεστή καρδιά και αφιλόκερδα, μ' ένα από τη συντροφιά που ταχτικά τον χαιρόταν, τον αξέχαστο θυμόσοφο, κάθε καλοκαίρι.

Επισκέπτης: Λοιπό, Πάρβα Γιάννη, πώς τα περνάτε τα πέρα;
Πάρβας Γιάννης: Ε για την ώρα τα λέμε καλά, όλοι οι αθρώπο είναι αγαπημένοι.
Επ.: Φτα τα καλά που περνάτε είντα 'ναι; Πες μας ψο πολλά 'α καταλάβουμε.
Π.Γ.: Όμμα οι αθρώποι είναι καλοί κι ε σε στενοχωρούσι είντα που θέλεις παραπάνω;
Επ.: Φαγιά, κρέατα, ψάρζα έσετε;
Π.Γ.: Κάθε Σάββατο σφάζει πο του ο Νικόλας, ψάρζα 'ε γκαλοβρίσκουνται, είναι λλιοστά.
Επ.: Πώς πα' τα σύκα;
Π.Γ.: λλία, λλία φέτι, 'εθ θα κρατήξουσι πολλύ πέντε, δέκα μέρες και θα 'ποκάμουσι.
Επ.: Δηλαδή της Παναγιάς 'εθ θα 'χουμε σύκα, ή πο τώρα κι όλα 'εβ βρισκούνται;
Π.Γ.: Ε όσι πλιο και τσα, πο το οσυμπέτθερος ο Καραβοκυρός, που ποσερίζει ούλου του κόσμου 'α σας πει.
Καραβοκυρός: βζαστικός είσαι, συμπέτθερε και θέλεις 'α το ποκάμεις μάνι, μάνι το μαξούλι, ίσσα, ίσσα που 'ναι τώρα πάνω στο βάχτι τους.
Επ.: Σωστά είναι, Πάρβα Γιάννη ότι ηγοραστήκασι ούλα τα χωράφσα τα πέρα κ' 'εν ηπόμεινε τίποτις για σας;
Π.Β.: Ηπουληθήκσι, ηπουληθήκασι κάμποσα, μια φορά 'φτη η παράγκα είναι 'ική μου. Τώρα ο Μικές ο Μπολσεβίκος ήβγαλε χαρτσά πως είναι 'ικιά του και μια Τεζαρίνα ήβγαλε κ' ευτή χαρτσ'α. Τώρα είχασι κ' ευτοί μέρος, γιατί μπρι ηζευγαρίσασι ίσ-σαμε κάτω τηθ θάλασ-σα, αλλά η κακωσύνη που 'καμε, τα 'καμε ούλα πλατέα.
Επ.: (Δ)έ μας λέεις τώρα, Πάρβα Γιάννη, για την κλεψά που σου κάμασι;
Π.Γ.: Νά τθυμητικό! 'φτο ηξεχαστήκανε, ψος σας το 'πε;
Επ.: Ηξεχάστηκε, 'εν ηξεχάστηκε, Πάρβα Γιάννη, κι' αμ-μα νεβάλεις στη Πότσα και το Χωρζό τον Εμπορζό, μπιρδές μιλούσι για τη κλεψά. Πες μας λοιπό, 'α μάθουμε και μεις τα σωστά.
Π.Β. Μα, μπέρδεμα! Με το συμπάτσο κιόλα, μα 'εν εμπορώ α το κουβεντιάσω στο καφενείο, γιατι οι παρβάες του είναι αθρώποι καθώς πρέπει κ' 'ε τθέλω 'α τους κάμω 'α χολιάσου, 'α τους στονοχωρέσω. Άλλη φορά που θα 'ναι μοναξά 'α σας την πω την ιστορία. Ε, το μπάσταρδο! Άμα τθυμηθώ τηχ χολόσκαση κείνου του καιρού, μου 'ρσεται α λωλατθώ. Ανάτθεμα να 'ση κεια που βρίσ-σεται ο σκατοκλέφτης.

Μπολσεβίκος = παρατσούκλι πρόσφυγα από τη Ρωσία, μπρι = παλαιότερα, ηζευγαρίσασι = έσκαβαν με αλέτρι, τθυμητικό = γεγονός που το θυμήθηκαν, νεβάλεις = αναφέρεις, μπιρδές = αμέσως (τούρκ.), παρβάες = μπαρμπάδες, θείοι, χολιάσου = λυπηθούν, χολόσκαση = μεγάλη στενοχώρια, α λωλ-ατθώ = να τρελλαθώ.

Πηγή: Δράκος, Ν. Μ. 1983. Για το γλωσσικό ιδίωμα της Κάλυμνος. 2η έκδ.
Αθήνα: Αναγνωστήριο Καλύμνου «Αι Μούσαι». Σελ. 296-297

β. Παροιμίες

  • Όποιος ξογκιάζει εκατό κι έσει έξοδα τιρζάντα, στη φυλακή τοβ βάλουσι και εν ε ξαίρει γιάντα.
  • Του νοικοκυρού το (μ)μάτι κοπιρζά 'ναι στο χωράφι.
  • Άσπρον (σ)σύλλον, μαύρον (σ)σύλλον, ούλοι γάου, γάου κάμνουσι.
  • Τον ήμαθα να κουλουμπά 'βουλήθη να με πνίξη
  • Ηκαυσήστη το τσουκχάλι πως έσει ασημένιο κώλο κι ηπολοήθη το κουτάλι έννοια σου με γω σε ξαίρω.
  • Πε μου ψους σμίεις να σου πω ψος είσαι.
  • Πού νεκατώνεται με πίτθερα η σκρόφες θα τοφ φάσι.
  • Παρά να κλάψη η μάνα, κάλλιο να κλάψη το παιί.
  • Ολοίς τοδ δέρνου δεκαοχτώ κι εν τον ε δέρνει ο νους του.
  • Ευσή γονιώ αγόρασε και στο βουνό ανέβα.
  • Το μη σε μέλλει, μη ρωτάς.
  • Ήβρες δουλειά, κάμε τη, ήβρες φαΐ, φα το.
  • Ο άρχοντας ηπέθανε, ο κόσμος ημαζεύτη, ο φτωχός ηπέθανε καένας ε ντο 'κούσε.
  • Είντα τα κάμης τα καλά σαν έσης καλά παιτζιά.
  • Ένας λωλλός ρίχνει μια πέτρα μες στο πηάι και δέκα φρόνιμοι εν ε μπορούσι 'α τη βγάλουσι.

Πηγή: Δράκος, Ν. Μ. 1983. Για το γλωσσικό ιδίωμα της Κάλυμνος. 2η έκδ.
Αθήνα: Αναγνωστήριο Καλύμνου «Αι Μούσαι». Σελ. 298-301. Από τη συλλογή παροιμιών του Μιχαήλ Νεοκλέους Καλαβρού (Αρχεία Ιστορικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας).

γ. Παραμύθια

Το Γιαννάκι

Μνια φορά κι ένα γκαιρό ήτον ένας (γ)έρος και μια γιρζά κι είχασιι ένα παιάκι κι ηλέα ντο Γιαννάκι.

Ήτον φτωσοί κι ηπααίννασι στα ξύλα κι ηπουλούσα ντα (ν)α ζήσου. Μια (φ)φορά λοιπό ηπήασι που τους Βοθύνους α φέρουσι ξύλα. Όμμα ηφτάσασι στον Αη Ζαχαρζά, ήστρεψε ο (γ)έρος κάτω κι είε τους αθρώπους κι ηβαστούσασι κρέατα κι ήτρωα ντα κι ηγλεντίζασι. Ηνεστέναξε ο (γ)έρος και τότες ήννοιξε η γης κι ήβζε ένας Αράπης κι ηρώτηξε το (γ)έρο γιάντα 'νεστενάζει. Τότες ο (γ)έρος (δ)εν ήθελε α του πει. Τότες είπε ντου ο Αράπης.

- Πε μου, γιάντα 'νεστενάζεις, γιατί α σε φάω.

Ηφοήθηκε ο (γ)έρος κι είπε ντου.

- Ηνεστέναξα γιατί εία τους αθρώπους που γοράζου κρέατα και μεις κουβαλούμε ξύλα. Ύστερις είπε ντου ο Αράπης του (γ)έρου.

- Εγώ ήμαθα πως έσεις ένα μπαϊί και λέου ντο Γιαννάκι. ο (γ)έρος ηλεέ ντου ότι (δ)έν έσει· ύστερις με τα πολλά είπε ντου πως έσει ένα μπαΐ και λέου ντο Γιαννάκι.

Λέει του λοιπό ο Αράπης.

- Φέρε μου το και γω θα το σπουδάξω και θα του δώκω μαϊτζιά. Τότε ήδωκέ του ένα μαντήλι λίρες κι ηπααίννασι.

Άμμα ηπήασι στο σπίτι ηγοράσασι γκρέατα κι ημαερέψασι κι ηφάασι. Τότε ήπηεν ο (γ)έρος κι ηγόρασε μια μπούστα[1] λουκχούμνια κι ήπηε στο σπίτι ντου κι είπε του παιτζιού του (ν)α πορπατήξουσι.

Άμμα ηπήασι στον Άη Ζαχαρζά, ηνεστέναξε ο (γ)έρος κι ήβζε πάνω ο Αράπης, ήπηρε το παιΐ κι ήπηέ ντο κάτω στα βατσά της γης κι ήμαθέ ντου μαϊκά[2] κι ηέννε το[3] άλογο, πέτρα, σφουγγάρι.

Αφού λοιπό το παιΐ ήμαθε ντα ούλα κι ηκόντεβζε[4] α τελειώσει ο χρόνος, ηβαρέθηκε το παιΐ κι ήπάαιννε κατά των ε ματζιώ[5] ντου. Ύστερις είε ένα φως κι ηπάαιννε κατά πάνω του. πάει στο φως, ήτον ένα σπιτάκι κι είσε μέσα μνιά γιρζά. ηχτύπησε κι είπε ντης.

- Ν νοίξε, μάνα, ήννοιξε η μάνα, κι ηρώτηξέ ντο

- κουτσή κουρούνα (δ)ε μπερνά πο τα και συ πως ηπέρασες; ύστερις είπε ντης

- Μην αρωτάς τα πάθη μου, είπε ντης τα πάθητα και λέει του η γιρζά.

- Άχχου, παιΐ μου, πόσα βασιλόπαια και πόσα βεζυρόπαια ήφαε φτος ο Αράπης! λέει: της, το λοιπό.

- και γω πως θα σωθώ;

- λέ,[6] ξαίρεις πως θα κάμεις; λέ, πώς;

-άμα θα σου λέει (ν)α ένεσαι[7] σφουγγάρι, εσύ α το κοτσάζεις,[8] ά ένεσαι πέτρα και άμμα σου λέει α ένεσαι πέτρα, εσύ α ένεσαι σφουγγάρι. Ύστερις κείνος θα θυμώσι και θα σε βγάλει πάνω. Λέ, καλά μάνα. Φτό που του' πε η μάνα, φτό κάθε μέρα ήκαμνε το παιΐ, ώσπου ηβαρυκίστηκεν[9] ο Αράπης, ησείστηκεν η γης κι ήδωκε ντου μνιά κι ήβγαλέ ντο πάνω…

Άμα ήπηε στήμ μάνα του το παιΐ λέει της

- Καλέ μάνα, εγώ ηπαράερνα[10] τόσο καιρό, τώρα πλιο α φύωμε πο ταγά[11] α πάμε αλλού α ζήσωμε.

Λε καλά. Κειά λοιπό που 'πααίννασι, βρίσκουσι σαράντα ένα δράκους. Και ως ηφώναξε το παιΐ «Καλημέρα» σαράντα ένας δράκοι και γω σαράντα τζυό, λέου ντου οι δράκοι. «Αν είμεστε σαράντα ένας α μας φάεις, είτε μη κι είμεστε σαράντα α σε φάμε». Ηκρύψασι λοιπό τον ένα δράκο 'πο κάτω που το αμπάρι κι οι άλλοι ηλιμένασι[12] μέσα στο σπίτι ντως. Βγάλλει τότε το παιΐ το σπαθί του και φωνάζει.

-Εμπρός α μετρηθούμε.

Ηβζαίνασι λοιπό όξω ένας, ένας οι δράκοι και το Γαννάκι ησκότωννέ ντους, ένα, ένα. Άμα τους ησκότωσε ούλους, ηπόμεινε κείνος που' το κρυμμένος μέσα στο αμπάρι. Ηφώναξέ ντου το Γιαννάκι α βγει όξω, μμε[13] φτος ηκαταλαβέ ντο πως τους ησκότωσεν ούλους κι εν ηβζαίννε[14] όξω. Βλέπει τότε το παιΐ ένα καζάνι με σαράντα ένας δράκοι και (ν)α μη μπορούσι α το σηκώσουσι. Το Γιαννάκι όμοι[15] μοναχός του, ήψασε το καζάνι κι ηβαλέ ντο κάτω. Άμμα λοιπό ήκουσεν ο δράκος το γκρότο, 'πο κειά που' το κρυμμένος μέσα στο αμπάρι, ησάστισε κι είπε. "Βρε, εμείς αν ήλειπε ένας, εν το σηκώνναμε το καζάνι, και φτος πως το σήκωσε; μόνο είναι παλληκάρι και πως θα γβω πάνω; Μπιρδές θα με φάει, μόνο α καθομαι κάτω, α γιούμε είντα θα ποένω.

Ηξημέρωσεν ο θεός την ημέρα και το Γιαννάκι ήφυε α πάει στο άβι. Ο δράκος λοιπό ο Αράπης ήρτε ντου α βήξει κι εν ημπόρει α κρατηχτεί.

Είντα (ν)α κάμει; ηξερόβηξε όσον ημπόρει ψό σιγά κι ηλίμενε. Κούει λοιπό τη μάνα του παιτζιού (ν)α λέει

- Μούκχαλης,[16] όψος και να' σαι εν ε βζαίνεις πάνω; Με τα πολλά ο δράκος ήβζε πάνω κι ηκάμα ντα καλά με τη μάνα του παιτζιού, ήδωκε ντου κι όλα, κι ήφαε που 'το λιμοπεινασμένος.

Πηγή: Δράκος, Ν. Μ. 1983. Για το γλωσσικό ιδίωμα της Κάλυμνος. 2η έκδ. Αθήνα: Αναγνωστήριο Καλύμνου «Αι Μούσαι». Σελ. 308-310. Από τη συλλογή του Γιάννη Κλ. Ζερβού.

δ. Ποιήματα -Τραγούδια

Διαλογικά βοσκαρουΐσματα (παινέματα για τους νεαρούς βοσκούς)

Αγάπα, κόρη, τοβ βοσκό και μήγ γαπάς τόρ ράφτη
γιατ' η αγάπη του βοσκού σαν το καμίνι (ν)νάφτει
βοσσέ μου, την αγάπη σου βάλε τη στο ζεμπίλλι
και κρέμασέ τη στη συκιά να μην τη φαν οι ψύλλοι
είντα το γκάμω τοβ βοσκό που (δ)εν ξαίρει χάτζια[17]
και μπαίνει μες στην εκκλησσά και (ν)νάφτει τα ποκάτζια,[18]

- Εγώ κι αν είμαι ενάς βοσκός, μια όμορφη γαπά με
περνά κι' από τημ μάντρα μου και (δ)ιπλοσαιρετά με
- Είντα το γκάμω το βοσκό που (δ)εν είναι πο σόι
και μπαίνει μες στον καφενέ και λεν του όξω βό(δ)ϊ
είντα το γκάμω τοβ βοσκό, να τρώω να σφυρίζω;
εγώ θα πάρω σφουγγαρά να το γκαλημερίζω
μουζών-νω τις μυζήθρες σου σταχτών-νω τα τυρζά σου
οπού θα βρέσει, θα βροντά, να βόσσω γω τ' αρνιά σου
- Μουτζώννεις τις μηζήθρες μου, σταχτώννεις τα τυρζά μου
και ντός θα φτάσει η Λαμπρή, τότε θέλεις τ' αρνιά μου
αγάπα, κόρη, το βοσκό και μήγ γαπάς κολλάρο
γιατ' έσει το φιλότιμο σαν τοδ (δ)ικό μας γάρο.

Πηγή: Δράκος, Ν. Μ. 1983. Για το γλωσσικό ιδίωμα της Κάλυμνος. 2η έκδ.
Αθήνα: Αναγνωστήριο Καλύμνου «Αι Μούσαι». Σελ. 305. Από τη συλλογή του Γιάννη Κλ. Ζερβού.

Παινέματα του γαμπρού

Γαμπρέ, σας σε στολίζασε κι ηννάφτα το κερζά σου ούλοι ηκαμαρώννασι, χαρά στην ομορφιά σου

Γαμπρέ μου το σακχάκι αγγέλοι σου το ράψα, και στη δεξά του τη μερζά τη φρενιμά σου γράψα

Ένα κομμάτι μάλαμα ήβραμε στην αυλή μας, ηπήραμε ντο το γαμπρό με την απομονή μας

Πηγή: Δράκος, Ν. Μ. 1983. Για το γλωσσικό ιδίωμα της Κάλυμνος. 2η έκδ.
Αθήνα: Αναγνωστήριο Καλύμνου «Αι Μούσαι». Σελ. 306. Από τη συλλογή του Γιάννη Κλ. Ζερβού.

1 κουτί

2 μαγικά

3 γινόταν

4 πλησίαζε

5 κατά των εμματιώ του

6 λέγει του, της

7 γίνεσαι

8 να' χεις το νου σου

9 αηδιάζω, χάνω την υπομονή μου

10 περιπλανιόμουνα

11 από δω

12 περίμεναν

13 αλλά

14 αυτί

15 αν και

16 βρισιά «σκάσε»

17 χάδια

18 ποκαΐδια

Τελευταία Ενημέρωση: 11 Ιαν 2007, 15:20