ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Δέλτα, Πηνελόπη

Παιδικές Σελίδες: Για την Πατρίδα (απόσπασμα)

ΣΤ΄

Ο ΓΑΜΟΣ

Ὁ Ἀλέξιος πῆγε ἴσια στὸ δωμάτιο τῆς Θέκλας, ὅπου τὴν ηὗρε μόνη.

− «Θέκλα», τῆς εἶπε χωρὶς προετοιμασίες, «θὰ φύγω καὶ ἔρχομαι νὰ σ' ἀποχαιρετήσω».

Τὴν ἤξερε παλληκάρι καὶ τὴν μεταχειρίζουνταν ἔτσι, ξέροντας, πὼς θὰ καταλάβαινε αὐτὴ τί θὰ πεῖ καθῆκον, καὶ δὲ θὰ τὸν ἀδυνατοῦσε μὲ κλάματα καὶ ἀπελπισίες γυναίκειες.

− «Ποῦ πηγαίνεις;» ῥώτησε κείνη, κάπως ξαφνισμένη.

− «Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ, εἶνε μυστικό, δὲν πρέπει νὰ ξέρεις».

− «Καὶ πότε φεύγεις ;»

Ἡ Θέκλα σκέφθηκε λίγο, ὕστερα εἶπε.

− «Δὲν θέλεις νὰ γίνει πρῶτα ὁ γάμος μας ;»

− «Πῶς;» ῥώτησε ὁ Ἀλέξιος, «φεύγω ἀπόψε, Θέκλα, τί ὥρα θὰ γίνει γάμος στὸ παλάτι;»

− «Εὐθὺς μπορεῖ νὰ γίνει, φθάνει νὰ θέλεις· καὶ ὅπου κι' ἂν πᾶς θὰ σ' ἀκολουθήσω».

Μιὰ στιγμὴ τοῦ ἦλθε νὰ δεχθῆ τὴ γενναία της πρόταση· ὕστερα ὅμως συλλογίσθηκε ὅλες τὶς δυσκολίες τοῦ δρόμου, τὴν κούραση, τοὺς κινδύνους, καὶ τῆς εἶπε τοὺς φόβους του.

− «Ἐγὼ δὲ φοβοῦμαι», εἶπε ἡ Θέκλα, «μὴ ξεχνᾶς πὼς δὲν ἔζησα πάντα στὸ παλάτι, πὼς ἔμαθα ἀπὸ κούραση καὶ κακοπέραση».

− «Τὸ ξέρω», εἶπε μὲ συγκίνηση ὁ Ἀλέξιος, «καὶ θὰ ἤσουν γιὰ μένα μεγάλη βοήθεια ἴσως, στὴν ἐκτέλεση τοῦ σκοποῦ μου, σὲ ξέρω γυναῖκα μὲ καρδιὰ καὶ κεφάλι· μὰ τὸ ταξίδι εἶνε δύσκολο καὶ… καὶ ἴσως ἐπικίνδυνο, Θέκλα», ἐπρόσθεσε παίρνοντας τὸ χέρι της.

Ἡ Θέκλα χαμογέλασε.

− «Ἀκόμα περισσότερο λοιπόν, σοῦ ζητῶ νὰ μὲ πάρεις μαζί σου», εἶπε.

Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος ἐπέμενε στὴν ἄρνησή του. Ὄχι, ὅσο περισσότερο ἔβλεπε τὴν μεγάλη της ψυχή, τόσο λιγώτερο ἀποφάσιζε νὰ τὴν τραβήξει σὲ τόσους κινδύνους, ποὺ καὶ ὁ ἴδιος δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς λογαριάσει, μὴ γνωρίζοντας τοὺς τόπους ποὺ θὰ περνοῦσε. Ἡ Θέκλα τὸν εἶδε ἀποφασισμένο καὶ δὲν ἐπέμεινε περισσότερο, αλλὰ εἶχε τὸ σκοπό της.

− «Τοὐλάχιστον νὰ γίνει ὁ γάμος μας», εἶπε πάλι, «αὐτὸ τί σὲ πειράζει; Ὕστερα φεύγεις».

Ὁ Ἀλέξιος δὲν εἶχε κανένα σοβαρὸ λόγο νὰ τῆς ἀρνηθῆ αὐτὴ τὴ χάρη· θὰ τοὺς στεφάνονε ἀμέσως, ἕνας παππᾶς τοῦ παλατιοῦ καὶ θὰ ἔφευγε ὕστερα· ἀλλὰ ἤθελε τὸν Ἀσώτη, νὰ παραβρεθῆ στὸ γάμο του, και πῆγε νὰ τὸν βρεῖ.

Μόλις βγῆκε ὁ Ἀλέξιος, ἡ Θέκλα ἔτρεξε στὰ δωμάτια τῆς Αὐτοκράτειρας, ὅπου ἔμπαινε καὶ ἔβγαινε ἐλεύθερα· ἡ Ἑλένη ἦταν μόνη· καθισμένη στὸ παράθυρό της, κύταζε μελαγχολικὰ τὰ καΐκια ποὺ πήγαιναν καὶ ἤρχουνταν στὰ νερὰ τοῦ Βοσπόρου· ἦταν λυπημένη ἡ Αὐγούστα, γιατὶ ἡ μεγάλη της κόρη, ἡ Εὐδοξία, γύρευε νὰ πάγει στὸ μοναστῆρι, καὶ μὲ ὅλη της τὴν εὐλάβεια, ἡ καρδιά της αἱμάτονε, ὅταν συλλογίζουνταν πὼς θὰ ἔχανε σὲ λίγο τὴ γλυκειά της κόρη, ποὺ ἦταν ἡ ἀγαπημένη της.

Ἡ Θέκλα ῥίχθηκε στὰ πόδια της.

− «Αὐγούστα, βοήθησέ με!» φώναξε μὲ πάθος, «σὲ σένα βάζω ὅλες μου τὶς ἐλπίδες».

Ἡ Βασίλισσα ἀγαποῦσε μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη, τὴ νέα Γαλαξειδιώτισσα· ἁπαλά, ἁπαλὰ πέρασε τὰ ἔμορφα ἄσπρα χέρια της μέσα στὰ σγουρὰ μαλλιὰ τῆς κόρης.

− «Λέγε, παιδί μου», εἶπε μὲ κεῖνο τὸ γλυκὸ χαμόγελό της, ποὺ ἄφησε ἐποχὴ στὸ παλάτι καὶ ποὺ τὴν εἶχε κάμει τόσο ἀγαπητή, ὥστε, ὅταν πέθανε, γιὰ χρόνια ἀκόμη, ὅλοι τὴ θυμοῦνταν σὰν ἁγία, «λέγε, ξέρεις πὼς γιὰ σένα θὰ κάμω ὅ,τι περνᾶ ἀπὸ τὸ χέρι μου».

Γιὰ ν' ἀκούσει τὸ παράπονο τοῦ κοριτσιοῦ, εἶχε παραμερίσει τὶς δικές της σκέψεις καὶ τὶς πίκρες της.

Ἡ Θέκλα κάθησε στὰ πόδια της, πῆρε τὸ χέρι της καὶ τὸ φίλησε, καὶ ἀκούμπησε τὸ κεφάλι της στὰ γόνατα τῆς Ἑλένης.

− «Αὐγούστα… ὁ Ἀλέξιος φεύγει ἀπόψε».

− «Φεύγει; νὰ πάγει ποῦ;» ῥώτησε ξαφνισμένη ἡ Βασίλισσα.

− «Δὲ μοῦ τὸ εἶπε, μὰ φεύγει μὲ διαταγὴ τοῦ Αὐτοκράτορα… Καὶ θέλω νὰ φύγω μαζί του».

Ἡ Ἑλένη πῆρε τὸ πρόσωπο τῆς κόρης στὰ δυό της χέρια, τὸ σήκωσε καὶ τὴν κύταξε.

− «Θέλεις νὰ φύγεις;»

− «Ναί, Αὐγούστα».

Τὰ μάτια τῆς Θέκλας ἔλεγαν θέλησι καὶ θάρρος, καὶ ἡ Βασίλισσα, ὅταν θυμήθηκε τὴ διαγωγή της στὸ Γαλαξεῖδι, τὴ γενναιότητά της καὶ τὴν ἀνδρική της σχεδὸν θέληση, δὲ βρῆκε, στὴ λυπημένη της καρδιά, μιὰ λέξη γιὰ νὰ τὴν σταματήσει.

− «Νὰ φύγης, παιδί μου», τῆς εἶπε, «μὰ νὰ στεφανωθῆς πρῶτα».

Ἡ Θέκλα ἅρπαξε τὰ χέρια της καὶ τὰ φίλησε μὲ συγκίνηση.

− «Αὐγούστα, δὲν τελειόνει ἐκεῖ ἡ χάρη ποὺ σοῦ ζητῶ», εἶπε, «ὁ Ἀλέξιος δὲν δέχεται τὴ πρότασή μου, φοβᾶται τὴν κούραση τοῦ δρόμου γιὰ μένα, γιατὶ εἶμαι γυναῖκα· ξεχνᾶ πῶς εἶμαι Γαλαξειδιώτισσα».

− «Λοιπόν;»

Σήκωσε τὸ κεφάλι της ἡ Θέκλα καὶ κύταξε τὴ Βασίλισσα στὸ πρόσωπο.

− «Λοιπόν, θὰ φύγω μυστικά», εἶπε ἥσυχα, μὰ μὲ τέτοια ἀπόφαση ποὺ ἡ Βασίλισσα ταράχθηκε. Γιὰ ἕνα λεπτὸ κύταξε τὸ χλωμὸ κορίτσι καὶ ἀπόρησε, πῶς τόσο δυνατὴ ψυχὴ μποροῦσε νὰ βρίσκεται σ' αὐτὸ τὸ λεπτὸ κοριτσίστικο κορμί. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ τὴν φίλησε στὸ μέτωπο.

− «Φώναξε τὴ πιστὴ μου Ἀναστάσω», εἶπε, «κ' ἔννοια σου. Πήγαινε νὰ ἑτοιμασθῆς, θὰ ἔλθω σὲ λίγο στὰ δωμάτιά σου, ὅπου θὰ σὲ στεφανώσω ἐγώ».

Τὴν κύταξε ἡ Θέκλα μὲ κάποια ἀνησυχία.

Ἡ Αὐγούστα γέλασε καὶ χάϊδεψε τὸ μάγουλό της.

− «Ἔννοια σου, ἡ Ἀναστάσω θὰ κάμη μὲ τρόπο, ὥστε ὅταν ἀνέβει ὁ Ἀλέξιος στὸ πλοῖο, νὰ βρεῖ ἔξαφνα ἕνα σύντροφο, ποὺ δὲν περιμένει. Πήγαινε καὶ ἔχε ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια μου».

Ἡ Ἀναστάσω ἦταν ἡ παραμάνα τῆς Αὐτοκράτειρας καὶ ὡς τὸ θάνατο ἀφωσιωμένη σ' αὐτήν. Ἡ Θέκλα τὸ ἤξερε, καὶ ἥσυχη τώρα, ποὺ εἶχε τὴν ὑπόσχεση τῆς Ἑλένης, πῆγε νὰ ἑτοιμασθῆ γιὰ τὴ βιαστικὴ καὶ κρυφή της ἀναχώρηση.

Στὸ μεταξύ, ὁ Ἀλέξιος εἶχε βρεῖ τὸν Ἀσώτη στὸ ἰδιαίτερό του δωμάτιο.

− «Ἀσώτη», εἶπε, «φεύγω ἀπόψε».

− «Φεύγεις; γιὰ ποῦ;»

− Δὲ σοῦ εἶπε τίποτε ὁ Αὐτοκράτορας;»

Ὁ Ἀσώτης τὸν κύταξε μιὰ στιγμὴ καὶ κατάλαβε.

− «Πᾶς στὸ Δυρράχιο!»

− «Ναί· ἦλθα νὰ σοῦ ζητήσω τὸ δαχτυλίδι τοῦ Χρυσήλιου».

Πῆρε ὁ Ἀσώτης τὸ δαχτυλίδι ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ τὸ πέρασε στὸ δάχτυλο τοῦ φίλου του· μὲ συγκίνηση ἔσφιξε τὸ χέρι του.

− «Θὰ ἤθελα νὰ ἤμουν στὴ θέση σου», εἶπε ἁπλά.

Ὁ Ἀλέξιος ἦταν ὁ ἴδιος πολὺ συγκινημένος.

− «Δὲν εἶνε μόνο αὐτὸ ποὺ ἔχω νὰ σοῦ πῶ· ἦλθα καὶ νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ παραβρεθῆς στὸ γάμο μου· παντρεύομαι ἀπόψε».

− «Πῶς αὐτό;» ῥώτησε σαστισμένος ὁ Ἀσώτης.

− «Τὸ ζήτησε ἡ Θέκλα καὶ δὲν μπόρεσα νὰ τῆς τὸ ἀρνηθῶ. Θὰ ἔλθεις;»

− «Ἐννοεῖται!»

− «Θὰ μὲ βρεῖς στὰ δωμάτια τῆς Θέκλας», εἶπε ὁ Ἀλέξιος, «ἀμέσως μετὰ τὸ γάμο, θὰ φύγω».

− «Ὁ Θεὸς μαζί σου, Ἀλέξιε! καὶ καλὴ ἀντάμωση πάλι».

Λίγη ὥρα ἀργότερα, βρίσκουνταν ὅλοι μαζεμένοι στὴ φωτισμένη κάμαρα τῆς Θέκλας. Ἡ Αὐτοκράτειρα ἡ ἴδια, βάσταξε τὰ χρυσὰ στέφανα στὸ κεφάλι τοῦ γαμπροῦ καὶ τῆς νύφης καὶ ἀντάλλαξε τὰ δαχτυλίδια τους. Ὁ Ἀσώτης καὶ ἡ γυναῖκα του ἄκουαν μὲ εὐλάβεια τὶς εὐχές, ποὺ διάβαζε ἀργά, μὲ συγκινημένη φωνή, ὁ ἰδιαίτερος πνευματικὸς τῆς Βασίλισσας· ποτὲ ἀκόμα στὸ παλάτι, δὲν εἶχε γίνει πιὸ ἁπλὸς καὶ πιὸ συγκινητικὸς γάμος.

Ἀφοῦ τελείωσε τὸ μυστήριο, ἡ Αὐτοκράτειρα φίλησε σφιχτὰ τὴ νύφη· πῆρε ἀπὸ τὸ λαιμό της μιὰ χρυσῆ ἀλυσίδα, ὅπου κρέμουνταν ἕνας σταυρὸς στολισμένος μὲ πολύτιμα μαργαριτάρια καὶ τὴν πέρασε στὸ λαιμὸ τῆς Θέκλας.

− «Ἔχει Τίμιο Ξύλο μέσα», εἶπε, «θὰ σὲ φυλάγει ἀπὸ κάθε κακό».

Ὁ Ἀσώτης, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἔσφιξε τὸ φίλο του στὴν ἀγκαλιά του· τοῦ ἔδωσε τὸ πολύτιμο μαχαῖρι, ποὺ πεθαίνοντας, εἶχε συλλογιστῆ νὰ τοῦ στείλη ὁ πατέρας του, μὲ τὴν τελευταία του εὐχή.

− «Πάρε το, εἶνε τὸ πολυτιμότερο πρᾶμα ποὺ ἔχω», εἶπε, «στὴ δύσκολη ἀποστολή, ποὺ ἀνάλαβες νὰ ἐκτελέσεις, θὰ ἔλθει καμιὰ ὥρα, ποὺ θὰ χρειαστῆς ἕνα τέτοιο φίλο. Αὐτὸς ξέρει νὰ σὲ προστατεύσει, νὰ σ' ἐκδικήσει, καὶ στὴν ἀνάγκη, νὰ σώσει καὶ τὴν τιμή σου».

Ἕνας ἀξιωματικὸς σήκωσε τὴ χρυσοκέντητη κουρτίνα τῆς πόρτας καὶ χαιρέτησε τὸν Ἀλέξιο.

− «Τὸ ἄλογο εἶνε ἕτοιμο», εἶπε.

Ὁ Ἀλέξιος γονάτισε μπροστὰ στὴν Αὐτοκράτειρα καὶ φίλησε τὸ χέρι της· ὕστερα ἀποχαιρέτησε τὸν Ἀσώτη καὶ τη γυναῖκα του· τὰ χείλια του ἔτρεμαν, ἦταν κατάχλωμος. Ὅλοι στὸ γύρω του ἦταν ἐπίσης συγκινημένοι, μόνη ἡ Θέκλα ἔμοιαζε ἥσυχη.

Τὴν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του, τὴν φίλησε σφιχτά, καὶ χωρὶς νὰ πεῖ λέξη, βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο μὲ τὸν ἀξιωματικό, ποὺ τὸν συνόδευσε ὡς ἔξω, ὅπου ἕνας σταυλίτης περίμενε μὲ τὸ ἄλογο.

Ὁ Ἀλέξιος καβαλίκεψε, ἔσφιξε τὸ χέρι τοῦ ἀξιωματικοῦ καὶ κέντησε τὰ πλευρὰ τοῦ ζώου του. Περνώντας κάτω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα τῆς Θέκλας, σήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ κύταξε ἀπάνω· δάκρυα θόλοναν τὰ μάτια του. «Ἆραγε θὰ ξανάβλεπε ποτὲ τὸ παλάτι αὐτό, ὅπου τώρα τὸν περίμενε ἡ Θέκλα, ἡ γυναῖκα του;…»

− «Πῆγε στὸ ἀρχηγεῖο, ὅπου παράλαβε τὰ γράμματα, ποὺ τὸν ἔδειχναν δῆθεν Βούλγαρο, καὶ τὸ πιστοποιητικὸ ἔγγραφο μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ βούλα, ποὺ θὰ τοῦ χρησίμευε νὰ περνᾶ ἐλεύθερα ἀπὸ κάθε Βυζαντινὸ σταθμό, ποὺ θ' ἀπαντοῦσε στὸ δρόμο του. Παράλαβε καὶ μιὰ ζώνη πέτσινη, γεμάτη χρήματα γιὰ τὸ ταξίδι καὶ τὴν ἔζωσε κάτω ἀπὸ τὰ ῥοῦχα του.

Ἀπὸ κεῖ κατέβηκε στὸν Κεράτιο ὅπου, στὸ περιγιάλι, τὸν περίμενε ἕνα καΐκι. Μελαγχολικὰ καὶ σιωπηλά, τράβηξε γιὰ τὸ βασιλικὸ δρόμονα.[1] Τὰ κουπιὰ βουτοῦσαν σιγαλὰ στὰ ἥσυχα νερὰ καὶ ὁ Ἀλέξιος γύρευε νὰ πάρει μέσα του μὲ μιὰ ματιά, τὴν εἰκόνα ὅλη τῆς Ἑπταλόφου.

Τὸ φεγγάρι μόλις σηκόνουνταν ἐκείνην τὴν ὥρα καὶ ἡ πρῶτες του ἀχτίδες λοξόπεφταν στὸν ὁλόχρυσο τροῦλλο τῆς Ἅγιας Σοφιᾶς, ὅπου δέσποζε ὁ χρυσὸς σταυρὸς μὲ τ' ἁπλωμένα χέρια του, σὰν νὰ εὐλογοῦσε τὴν Πρωτεύουσα· τοῦ φάνηκε τοῦ Ἀλέξιου μιὰ φωτεινὴ ἐλπίδα, ποὺ ἔλαμπε στὴ σκοτεινὴ νύχτα τῆς ἀποστολῆς του. Ἔκαμε τὸ σταυρό του και ψιθύρισε, «Μὲ τὴ βοήθειά Σου, Κύριε, θὰ φθάσω.» Καὶ τὰ μάτια του ἐπέστρεφαν πάντα στὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντος, στὸ φωτισμένο παράθυρο τῆς ἀγαπημένης του. «Θὰ τὴν ξανάβλεπε πιὰ ἆραγε;»

Ἀπομακρύνονταν τὸ καΐκι καὶ ὁ Ἀλέξιος κύταζε μὲ ἀγάπη τὴ χώρα, τὰ ἄπειρα σπίτια σκαρβελωμένα στοὺς λόφους μὲ τὰ ἀμέτρητά τους φῶτα, ποὺ τρεμούλιαζαν στὰ κοιμισμένα νερὰ τοῦ Κεράτιου κόλπου, σὰν χίλια μύρια ἄστρα πεσμένα ἀπὸ τὸν οὐρανό. «Πατρίδα!» ψυθύρισε, «γλυκειὰ πατρίδα, τί ἔμορφη ποὺ εἶσαι!»

Τὴν ἄφηνε γιὰ μιὰ μεγάλη καὶ ἱερὴ ἀποστολή, ἤξερε πὼς ἴσως δὲ θὰ ἐπέστρεφε ποτέ! Ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ πέρα, οἱ δρόμοι βρίσκουνταν στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν, οἱ Βούλγαροι ἦταν παντοῦ, ἐδῶ μιὰ μέρα, ἐκεῖ τὴν ἄλλη, φεύγοντας ὅπου παρουσιάζουνταν οἱ Βυζαντινοὶ καὶ ξεμυτίζοντας πάλι μόλις εἶχαν γυρίσει τὴ ράχη τους. Ἡ ἰδέα τοῦ κινδύνου ἔξαφνα ἄναψε τὸν Ἀλέξιο· τὸν ἔπιασε ἀνυπομονησία νὰ φθάσει στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου θὰ ξεμπαρκάριζε γιὰ νὰ ἐξακολουθήσει, ἀπὸ τὴ ξηρά, τὸ ταξίδι του· ἤθελε νὰ κουνηθῆ, νὰ ἐνεργήσει, νὰ δεῖ τὸν κίνδυνο κατὰ πρόσωπο καὶ νὰ τὸν νικήσει.

− «Πρέπει νὰ φθάσω!» σκέφθηκε, «καὶ θὰ φθάσω. Ἀλλοιῶς δὲν ἀξίζω τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Βασιλιᾶ μου».

Σίμωσε τὸ καΐκι στὸ δρόμονα καὶ ὁ Ἀλέξιος πήδησε γοργὰ στὸ πλοῖο· δυνατά, εὐγενικὰ αἰσθήματα φούσκοναν τὴν καρδιὰ του. «Ἡ Θέκλα θὰ εἶναι τόσο ὑπερήφανη σὰν ἐπιστρέψω», σκέφθηκε, καὶ ὅλη ἡ μελαγχολία του ἔσβυσε, ἡ ἐπιτυχία τοῦ φάνηκε ἀσφαλισμένη, ἀφοῦ τόσο τὴν ἤθελε.

Γύρισε νὰ δώσει τὴ διαταγὴ νὰ σηκώσουν τὸ καΐκι στὸ δρόμονα, ὅταν ἔξαφνα, δυὸ χέρια τὸν ἀγκάλιασαν κ' ἕνα γυναίκειο γέλοιο κελάϊδησε στ' αὐτί του. Ξαφνίστηκε, ἔκαμε ἕνα βῆμα πίσω, μὰ τὰ χέρια δὲν τὸν ἄφηναν καὶ τὸ γλυκὸ γέλοιο ἐξακολουθοῦσε.

− «Θέκλα!» φώναξε καθὼς ἀναγνώρισε τὸ πρόσωπό της, στὸ φῶς τῆς σελήνης, ποὺ λίγο λίγο ἀνέβαινε.

− «Δέ μοῦ ξεφεύγεις πιά! Βλέπεις, ὅ,τι θέλει ἡ γυναῖκα, τὸ καταφέρνει πάντα», εἶπε χαρούμενη ἡ Θέκλα, «τώρα διῶξε με, ἂν μπορεῖς».

− «Ὄχι δέ σε διώχνω», εἶπε μὲ συγκίνηση ὁ Ἀλέξιος, «μὰ ξέρεις τί κάνεις;»

− «Τὸ ξέρω καὶ τὸ θέλω».

− «Συλλογίσου τὸ δρόμο ποὺ ἔχομε νὰ περάσομε… » καὶ σταμάτησε χωρὶς νὰ πεῖ ὄνομα χώρας.

− «Ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ὡς τὸ Δυρράχιο», ψιθύρισε ἡ Θέκλα στ' αὐτί του, γιὰ νὰ μὴν τ' ἀκούσει ἄλλος κανένας, «βλέπεις, τὸ κατάλαβα!»

− «Μὰ εἶσαι γυναῖκα, νέα, ἀδύνατη, πὼς θὰ περάσεις ἀπὸ τόση κούραση…»

− «Εἶμαι Γαλαξειδιώτισσα», εἶπε ζωηρὰ ἡ Θέκλα, «ἡ Γαλαξειδιώτισσες δὲ φοβοῦνται ἀπὸ τέτοια· ἔλα, δῶσε τὶς διαταγές σου· κύταξε, ὁ πλοίαρχος περιμένει γιὰ νὰ κάνει πανιά».

− «Μὰ ἡ Αὐγούστα, τί θὰ πεῖ;» ῥώτησε πάλι ὁ Ἀλέξιος, καταφεύγοντας στὸ τελευταῖο του ἐπιχείρημα.

Ξέσπασε πάλι τὸ γλυκὸ γέλοιο τῆς Θέκλας.

− «Ἡ Αὐγούστα; ἐκείνη μ' ἔστειλε κρυφὰ ἐδώ, καὶ ἐπειδὴ δὲ θὰ μὲ δέχουνταν ὁ πλοίαρχος, ἔστειλε μαζί μου τὴν πιστὴ Ἀναστάσω κ' ἕναν ἀξιωματικό, ποὺ φρόντισε τὸ διαβατήριό μου. Ἔχεις καμιὰν ἄλλην ἀντίρρηση;»

Καὶ γελοῦσε, γελοῦσε μ' ὅλη της τὴν καρδιά. Ὁ Ἀλέξιος δὲ βάσταξε πιά.

− «Ἔρριφθ' ὁ κύβος!» εἶπε νικημένος. «Ἴσως εἶνε γιὰ καλλίτερο».

Κ' ἔδωσε στὸν πλοίαρχο τὴ διαταγὴ νὰ ἰσάρουν τὰ πανιά.

1 [1] Δρόμων: πλοῖο Βυζαντινὸ μὲ 220−250 ναῦτες, μὲ δύο καταστρώματα καὶ τέσσερεις σειρὲς κουπιά.