Ιστοριες της Ελληνικής γλώσσας 

Tonnet, Henri. 1995. Ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας: Η διαμόρφωσή της. 

Αμαλία Μόζερ 

Ο Henri Tonnet (στο εξής Τ.), καθηγητής νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Institut National des Langues et Civilisations Orientales (INALCO, Παρίσι), παράλληλα με τις καθαρώς φιλολογικές του εργασίες(Recherches sur Arrien, μετάφρασι έργων Νεοελλήνων λογοτεχνών κ.ά.), έχει δημοσιεύσει σειρά μελετών για την Νέα Ελληνική, εγχειρίδιο νεοελληνικού τονισμού (Manuel d'accentuation grecque moderne, Παρίσι 1984) και μέθοδο διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής για γαλλόφωνους φοιτητές (Manuel de grec, τόμ. 1, Παρίσι 1995, σε συνεργασία με τον Γιώργο Γαλάνη). Επίσης έχει διδάξει Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, καθώς είναι γνώστης των κλασικών γλωσσών (πβ. την εργασία του στον Αρριανό).

Το βιβλίο του Τ. αποτελεί μετάφρασι της Histoire du grec moderne. La formation d'une langue, Παρίσι 1993, L'Asiatèque, σ. 189, είναι δε, αν συμμετρηθή το αρκετά παλαιό βιβλίο του George Thomson (Η ελληνική γλώσσα, αρχαία και νέα, Αθήνα 1964, β´. έκδ. 1989, Κέδρος), το τέταρτο μεταφρασμένο έργο με αντικείμενο την ιστορία της Ελληνικής. Όπως στο βιβλίο του Robert Browning (Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, β´ έκδ., μτφρ. Μαρίας Μ. Κονομή, Αθήνα 1991, Δημ. Ν. Παπαδήμας - η α´ έκδ. είχε τον τίτλο Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα, μτφρ. Δημήτρη Σωτηρόπουλου, Αθήνα 1972), η έμφασι δίνεται και εδώ στα νεώτερα στάδια της Ελληνικής - ο δεύτερος τόμος της Ιστορίας της ελληνικής γλώσσας των O. Hoffmann - A. Debrunner - A. Scherer, μτφρ. Χαράλαμπου Π. Συμεωνίδη (Θεσσαλονίκη 1983, Αφοί Κυριακίδη) αναφέρεται περιληπτικά στη νεώτερη γλώσσα. Οι εκδόσεις Παπαδήμα είναι αξιέπαινες για την πρωτοβουλία τους να μεταφρασθούν δύο σημαντικά βιβλία για την ιστορία της γλώσσας μας, το βιβλίο του Browning, που μεταφράσθηκε δύο φορές, και το βιβλίο του Τ.

Η Ιστορία της ελληνικής γλώσσας γράφτηκε ως βοήθημα των Γάλλων φοιτητών, αλλά και για να ενημερωθή το ευρύτερο γαλλικό κοινό, καθώς είναι λίγοι οι Γάλλοι που «έχουν συνειδητοποιήσει ότι η ελληνική είναι η παλαιότερη ζωντανή ευρωπαϊκή γλώσσα και αξίζει να μελετηθεί, γιατί αποτελεί ένα από τα θεμέλια του κοινού μας πολιτισμού» (σ. 8). Αν επιτευχθή ο στόχος αυτός, θα είναι πολύ σημαντική η συμβολή του καθηγητή Τ. στην τόνωσι των νεοελληνικών σπουδών στη χώρα του (όσον αφορά στις αρχαιοελληνικές σπουδές, το διεθνές κλίμα σήμερα -πβ. μ.ά., την θεωρία του «αφροκεντρισμού»- δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό για την προώθησί τους). Με την μετάφρασι, το βιβλίο αυτό, γραμμένο από ένα ειδικό με φιλολογική αλλά και γλωσσολογική κατάρτισι, είναι προσιτό και στο μη γαλλομαθές ελληνικό κοινό.

Ο Τ., όπως συνήθως οι ξένοι ελληνιστές, υποστηρίζει το αυτονόητο, για όποιον δεν φορά παρωπίδες, την ενότητα της Ελληνικής από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ωστόσο, ορισμένοι, προπάντων συμπατριώτες μας, που κακώς πιστεύουν ότι οι υποστηρικτές της ενότητας των διαφόρων μορφών της γλώσσας μας την εννοούν περίπου ως ταυτότητα, προβάλλουν το επιχείρημα ότι κάθε συγχρονικό σύστημα διαφέρει από τα προηγούμενα και τα επόμενα, πολλές φορές σε βαθμό που να γίνεται κάτι άλλο (υποστηρίζουν την απόλυτη αυτονομία της Νεοελληνικής έναντι της Αρχαιοελληνικής· μήπως όμως πρόκειται για μια ακόμη νεοελληνική έμμονη ιδέα;). Πάντως, οι γλωσσολόγοι της Σχολής της Πράγας κ.ά., παρόλο που υιοθέτησαν μεγάλο μέρος της διδασκαλίας του Sausssure, δεν διαχώρισαν με «σινικά τείχη» την διαχρονία από την συγχρονία. Επιπλέον, ακόμη και η συγχρονία είναι δυναμική, όπως τόνιζε ο πρόσφατα εκλιπών André Martinet, αφού κάθε γλώσσα τείνει κατά την διάρκεια ακόμη και μιας συγχρονίας να μεταβληθή, να γίνη κάπως διαφορετική. Με τις μεταβολές όμως που υφίσταται μια γλώσσα δεν γίνεται οπωσδήποτε άλλη, εφόσον κάθε γλώσσα μοιάζει με ζωντανό οργανισμό, που, ενώ μεταβάλλεται με το πέρασμα του χρόνου, δεν θεωρείται σε καμιά περίοδο της ζωής του άλλος. Η ιστορία μιας γλώσσας όπως η Ελληνική, με την μεγάλη ενότητα των μορφών της, καταδεικνύει ότι δεν είναι τόσο εύστοχος ο απόλυτος διαχωρισμός της συγχρονίας από την διαχρονία. Έχει λεχθή προ πολλού από τον Γεώργιο Χατζιδάκι κ.ά. ότι είναι ατυχής η σύγκρισι, εν προκειμένω, της Αρχαίας και της Νέας Ελληνικής με την Λατινική και τις νεολατινικές γλώσσες, οι οποίες εξάλλου προέκυψαν με διάσπασι. Περισσότερο ατυχής θα ήταν η σύγκρισι με την Παλαιά και την Νέα Αγγλική, που εμφανίζουν μεταξύ τους μεγάλες δομικές διαφορές - ορισμένοι αγγλιστές τις θεωρούν ουσιαστικά διαφορετικές γλώσσες, πβ. τον όρο Αγγλοσαξονική αντί Παλαιά Αγγλική.

Πολύ ορθά παρατηρεί ο Τ. ότι με τις μεταβολές που συνέβησαν στην Ελληνική καθ' όλη την μετακλασική περίοδο «δεν εθίγη κανένα ζωτικό μέρος της γλώσσας. Οι φωνολογικές εξελίξεις άλλαξαν την προφορά των λέξεων χωρίς να τις αλλοιώσουν, κυρίως στην ελληνική της Πελοποννήσου που οδήγησε στη σύγχρονη Κοινή. Μέσω των αλλαγών της προφοράς των φωνηέντων και των συμφώνων ο σκελετός των λέξεων παραμένει ανέπαφος, γιατί εξαφανίστηκαν πολύ λίγα φωνήεντα» (σ. 185 - για το ενδεχόμενο να ανάγωνται ήδη στην κλασική εποχή ορισμένες φωνολογικές-φωνητικές μεταβολές βλ. κατωτέρω, σ. 360). Όπως σημειώνει ο επιμελητής της μεταφράσεως, καθηγητής Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, οι συνδετικοί κρίκοι στην εξέλιξι της γλώσσας μας «ενώνουν το παλιό με το καινούριο σε μια εκπληκτική ισορροπία του γλωσσικού συστήματος η οποία εξασφαλίζει την ενότητα και αδιάσπαστη συνοχή της Ελληνικής επί 3500 χρόνια, φαινόμενο μοναδικό στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού» (σ. 10 - η υπογράμμισι είναι δική μου). Πράγματι, η Αρχαία και η Νέα Ελληνική, που διαφέρουν σημαντικά στο φωνητικό και φωνολογικό τους σύστημα, εμφανίζουν μικρότερες διαφορές στην βασική δομή. Αλλά και οι μεταβολές στο λεξιλόγιο από την Αρχαία στην Νέα Ελληνική δεν εντάσσονται στις μεταβολές πρωτεύουσας δομικής σπουδαιότητας. Το λεξιλόγιο, σημαντικός τομέας κάθε γλώσσας, ιδίως από επικοινωνιακής πλευράς, μεταβάλλεται αρκετά γρήγορα και δεν θεωρείται ότι συνιστά δομικό χαρακτηριστικό των γλωσσών, πβ. την Αγγλική, που έχει κατακλυσθή από νορμανδικές (μεσαιωνικές γαλλικές) λέξεις, αλλά είναι γερμανική γλώσσα. Επιπλέον, οι χρήστες της σημερινής Κοινής συναντούν δυσκολίες κατά την επικοινωνία και με τους χρήστες διαλέκτων, λ.χ. της Κυπριακής και της Ποντιακής, δηλ. σε καθαρώς συγχρονικό επίπεδο. Την ενότητα επομένως της γλώσσας μας δεν αδυνατίζουν οι διαφορές στο λεξιλόγιο, είτε αναφέρονται στην διαχρονία είτε στην συγχρονία.

Στο ευσύνοπτο βιβλίο του ο Τ. εξετάζει επί τη βάσει των πηγών τις σημαντικώτερες φάσεις της γλώσσας μας, που από τον 2ο αι. μ.Χ. μέχρι την σύστασι του νεοελληνικού κράτους οδήγησαν στη διαμόρφωσι της Νέας Ελληνικής. Αν εξαιρεθή η «σκοτεινή» περίοδος (βλ. κατωτέρω, σ. 358), κατά την εξέτασι των άλλων περιόδων παρατίθενται αντιπροσωπευτικά κείμενα, που ερευνώνται λεξιλογικά, μορφολογικά, συντακτικά, φωνητικά-φωνολογικά αλλά και ορθογραφικά, αφού ο Τ. δίνει μεγάλη προσοχή στην ορθογραφία της Ελληνικής ανά τους αιώνες για τυχόν ενδείξεις μεταβολής της προφοράς. Ο πολλαπλός αυτός γλωσσ(ολογ)ικός σχολιασμός των ελληνικών κειμένων, που δεν συναντά κανείς σε άλλα παρόμοια έργα, αποτελεί σημαντικώτατη και πρωτότυπη συμβολή του Γάλλου ελληνιστή.

Στο 1ο κεφ., την εισαγωγή, ο αναγνώστης κατατοπίζεται στην εξωτερική-εξωγλωσσική ιστορία της Ελληνικής και σε διάφορα θεωρητικά προβλήματα, όπως το αναπόφευκτο παράδοξο να εξετάζεται η ομιλουμένη γλώσσα παλαιότερων περιόδων με βάσι τα γραπτά κείμενα, ενώ επισημαίνονται οι ακολουθητέες αρχές που προκύπτουν από την εξέτασι των προβλημάτων. Ακολουθεί στο 2ο κεφ. σύντομη εξιστόρησι των ελληνικών γραφών από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους (γραμμική Β´ και αλφαβητική γραφή). Στο 3ο κεφ. γίνεται σύντομη αναφορά στην αρχαία γλώσσα και τις διαλέκτους της. Το 4ο κεφ. αφιερώνεται στην αναλυτική εξέτασι της Ελληνιστικής Κοινής, για την οποία ο Τ. γράφει ότι «μιλιέται θεωρητικά ως σήμερα» (σ. 37) - άλλοι, όπως οι Debrunner-Scherer, προτιμούν τον «ευρέος φάσματος» όρο μετακλασική Ελληνική για τη γλώσσα τόσο της αλεξανδρινής όσο και των μετέπειτα περιόδων. Ο Τ. διακρίνει την Κοινή σε Αλεξανδρινή και Ρωμαϊκή (βλ. όμως κατωτέρω, σ. 359), δίνοντας έμφασι στην εξέτασι της δεύτερης. Στο κεφάλαιο αυτό θα άξιζε να γίνη λόγος, μ.ά., για το ιδιαίτερα πλούσιο λεξιλόγιο της Κοινής, το οποίο κατά τον A. Meillet (Aperçu d'une histoire de la langue grecque, Παρίσι 1955, Hachette, 254-255) έχει επιδράσει στο λεξιλόγιο όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών όσο δεν μπορεί κανείς να φαντασθή και θα ήταν θεμελιώδης για την ιστορία του ευρωπαϊκού λεξιλογίου ο καθορισμός του πνευματικού (intellectuel) λεξιλογίου των λογίων κατά την περίοδο της Κοινής. Η βαρυσήμαντη αυτή παρατήρησι του Meillet, αν υποστηριχθή με θέρμη από τους ελληνιστές, μπορεί να παρακινήση αρκετούς στην μελέτη της Ελληνικής και να συμβάλη στην ενίσχυσι των ελληνικών σπουδών. Το 5ο κεφ. αναφέρεται στην «σκοτεινή περίοδο» (6ος-11ος αι.), κατά την οποία οι πηγές της δημώδους γλώσσας είναι πολύ λίγες. Στο 6ο κεφ. εξετάζεται η Μεσαιωνική Ελληνική, που διαρκεί, κατά τον Τ., από τον 12ο μέχρι τον 15ο αι. Υπάρχουν πάντως διαφωνίες μεταξύ των ελληνιστών για τα χρονικά όριά της. Έτσι, ο Γ. Μπαμπινιώτης (Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1998, 80) τα τοποθετεί από τον 6ο μέχρι τον 18ο αι., μολονότι την υποπερίοδο του 15ου-17ου αι. χαρακτηρίζει μεταβυζαντινή, ενώ ο Brian D. Joseph (Diachronica XI, 2[1994], 279-280) από τον 11ο μέχρι τον 17ο αι. Για τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες είναι φυσικό η εμφάνισι της μεσαιωνικής μορφής τους να τοποθετείται γύρω στον 12ο αι., επειδή η αρχαιότερη μορφή τους μαρτυρείται, κατά κανόνα, μόλις μερικούς αιώνες πιο πριν. Το 7ο κεφ., που καταλαμβάνει την μεγαλύτερη έκτασι, αναφέρεται στην Ελληνική κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, το 8ο εξετάζει τους λόγους που προκάλεσαν το γλωσσικό ζήτημα, ενώ το 9ο περιλαμβάνει τα συμπεράσματα. Η βιβλιογραφία είναι αρκετά εκτεταμένη, με προτεραιότητα σε γαλλικές πηγές, αλλά χωρίς να παραλείπωνται οι ελληνικές, στις οποίες περιλαμβάνονται και μεταφράσεις εγχειριδίων, λ.χ. του Medieval and Modern Greek του R. Browning. Ως προς τα ευρετήρια, το γαλλικό πρωτότυπο αρκείται στο ευρευτήριο ελληνικών λέξεων, ενώ στην ελληνική έκδοσι υπάρχουν επιπλέον ευρετήριο όρων, τόπων και θεμάτων, λέξεων - με κατάλογο των γραμματικών μορφημάτων στο τέλος - και συγγραφέων. Αντίθετα, δεν μεταφράσθηκαν ο πίνακας των γραμματικών όρων και οι επεξηγήσεις τους, οι οποίες στο πρωτότυπο δίνονται είτε στον πίνακα είτε στο κείμενο.

Παρότι το βιβλίο είναι, γενικά, γραμμένο με σαφήνεια και επιστημοσύνη, σε μερικά σημεία η διατύπωσι δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Στην σ. 33, λ.χ., γράφεται, σχετικά με ορισμένα ονόματα της Νέας Ελληνικής, ότι «στα μονοσύλλαβα, της τρίτης κλίσης, ο τόνος κατεβαίνει στην τελευταία συλλαβή της γενικής: ενός, παντός, φωτός, μηνός». Συγχρονικά, δεν πρέπει να γίνεται λόγος για μονοσύλλαβα τριτόκλιτα στην περίπτωσι των ενός, μηνός (ονομ. ένας, μήνας), όταν και ο ίδιος παρατηρή (σ. 68) ότι τον 9ο αι. η πρώτη και η τρίτη κλίσι συγχωνεύονται (σημειωτέον ότι η γενική μήνα είναι πολύ εύχρηστη σήμερα). Στην σ. 35 ο Τ. γράφει ότι το μακρό α στην Αττική «δεν μένει παρά μετά από ρ και φωνήεν», ενώ το ακριβές θα ήταν «μετά από ε, ι, ρ» (υπάρχουν φαινομενικές εξαιρέσεις, λ.χ. κόρη από κορFα, στοά από στοιά).

Υπάρχουν επίσης σημεία διαφωνίας με τον συγγραφέα ή σημεία που μπορούν να προσεγγισθούν με άλλη οπτική γωνία. Περιορίζομαι κατ' ανάγκην στις επόμενες επισημάνσεις. Κατ' αρχάς, ενώ οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η ελληνική παρουσία στην Αίγυπτο είναι περιορισμένη σήμερα, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι έχει «εξαφανιστεί οριστικά μετά το 1953» (σ. 16). Έπειτα, ο χαρακτηρισμός ως Μακεδονικής και Ρωμαϊκής περιόδου από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) μέχρι την αραβική κάτακτησι της Αιγύπτου (642 μ.Χ.) δεν είναι ασφαλώς ο καταλληλότερος για τους τρεις τελευταίους αιώνες της περιόδου, που θα έπρεπε να ονομασθούν πρώιμη Βυζαντινή / πρώιμη Μεσαιωνική περίοδος. Εξάλλου, ο Τ. (σ. 41) θεωρεί υπερβολική την άποψι του Hubert Pernot, την οποία συμμεριζόταν και ο Μ. Τριανταφυλλίδης, ότι τα Ευαγγέλια είναι ουσιαστικά το πρώτο νεοελληνικό κείμενο που γνωρίζουμε, διότι «στον Ματθαίο και περισσότερο στον Παύλο υπάρχουν αττικιστικά στοιχεία». Ωστόσο, τέτοια στοιχεία στην γραπτή γλώσσα δεν έλλειψαν από καμιά περίοδο της Ελληνικής. Ισχυρότερο επιχείρημα, στηριζόμενο στην γλωσσική δομή, θα ήταν η συχνή ακόμη χρήσι του απαρεμφάτου στην Καινή Διαθήκη, μολονότι σε άλλα σημεία -και μάλιστα ως προς την σύνταξι- η γλώσσα της Καινής Διαθήκης είναι πράγματι πολύ κοντά στην Νεοελληνική (πβ. αρκετά συχνή χρήσι δευτερευουσών προτάσεων αντί απαρεμφ., εμφάνισι αιτιολογικού ίνα = αιτιολ. για να κ.ά.). Οπωσδήποτε, οι αρχές της Νέας Ελληνικής ως προς την προφορά ή μάλλον το φωνολογικό σύστημα είναι πολύ παλιές, ενδεχομένως παλαιότερες του 1ου ή του 2ου αι. μ.Χ., αν έχη δίκιο ο Σουηδός ελληνιστής Sven-Tage Teodorsson, ο οποίος στην δεκαετία του '70 επανέφερε το θέμα της προφοράς της Αρχαίας Ελληνικής κατά τον 4ο αι. π.Χ. και αργότερα (βλ., π.χ. The Phonemic System of the Attic Dialect400-340 B.C., Göteborg 1974), με τις «αιρετικές» ή «ημιαντιερεασμικές» απόψεις του: το σύστημα των φωνηέντων σε σχέσι με αυτό των συμφώνων είχε υποστή μεγάλες απλοποιήσεις, πλησιάζοντας το μετέπειτα εξαμελές της Αλεξανδρινής Κοινής (a, e, i και y/ü [δηλ. οι/υ], ο, u) και το πενταμελές της Νέας Ελληνικής (για περισσότερα βλ. εισαγωγή και σχόλιά μου στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Οικονόμου, Περί της γνησίας προφοράς της ελληνικής γλώσσης, τμήμα Α´, ανατ., Αθήνα 1993, Φιλόμυθος). Μολονότι δεν έχουν υιοθετηθή ευρύτερα οι απόψεις του Teodorsson, διακεκριμένοι γλωσσολόγοι-ελληνιστές όπως ο Claude Brixhe και ο Johannes-Niedhoff Panagiotidis συμφωνούν σε αρκετά σημεία μαζί του. Σημειωτέον ότι ο Teodorsson, όπως ακριβώς ο Τ., στηρίχθηκε, στην μελέτη των ορθογραφικών αποκλίσεων, για να εξαγάγη τα συμπεράσματά του σχετικά με τις μεταβολές στο φωνητικό και φωνολογικό σύστημα της Αρχαίας Ελληνικής. Ούτως ή άλλως, είναι βέβαιο ότι οι μεταβολές που υπέστη η Ελληνική στο φωνητικό και ακόμη περισσότερο στο φωνολογικό της σύστημα από τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους μέχρι σήμερα -περίπου 2000 χρόνια- είναι περιορισμένες και σαφώς λιγότερες από τις μεταβολές στο μορφολογικό και το συντακτικό επίπεδο. Σε τόσο μεγάλο διάστημα παρατηρούνται πολύ μεγαλύτερες μεταβολές στις ευρωπαϊκές και άλλες γλώσσες, πρωτίστως στο φωνητικό-φωνολογικό επίπεδο.

Μεταξύ των αραμαϊσμών και των εβραϊσμών που απαντούν στα Ευαγγέλια ο Τ. (σ. 41) αναφέρει τον μέλλοντα «στη θέση της προστακτικής: αγαπήσεις τον (sic) πλησίον σου». Ωστόσο, τέτοια χρήσι του μέλλοντα, που δεν είναι άγνωστη και σήμερα στην Ελληνική, εμφανίζεται ήδη κατά την κλασική εποχή λ.χ. προς ταύτα πράξεις οίον αν θέλεις (Σοφ. Οιδ. Κολ. 956). Αλλά και η χρήσι των μή, μηδείς κ.τ.ό. με μέλλοντα προς δήλωσι απαγορεύσεως (πβ. Φρύνιχο, 2ος αι. μ.Χ.: αυθέντης μηδέποτε χρήσει επί του δεσπότης) απαντά ήδη στους κλασικούς: μηδέν τούτων ερείς κατά πτόλιν (Αισχ. Επτ. Θηβ. 250) -W. W. Goodwin, Syntax of the Moods and Tenses of the Greek Verb, Λονδίνο-Μελβούρνη-Τορόντο 1889, ανατ. 1965, Macmillan, σ. 19-20. Η χρήσι του μέλλοντα ως προστακτικής, κοινή στην Αρχαία Ελληνική, ιδίως την καθημερινή γλώσσα, και σε σημιτικές γλώσσες, θα ήταν διαδεδομένη στην Ελληνική της εποχής και μάλιστα στους εβραιοχριστιανικούς κύκλους, καθώς ήταν ιδιαίτερα οικεία στους ομιλητές της Αραμαϊκής. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με την έναρθρη ονομαστική ο θεός (μου) αντί της κλητικής (ω) θεέ (μου), την οποία οι Debrunner-Scherer (έ.α., σ. 117) θεωρούν εβραϊσμό, παραγνωρίζοντας ότι ανάλογη σύνταξι εμφανίζεται ήδη στον Αριστοφάνη, π.χ. ο παις, ακολουθεί (Βατρ. 621), που φέρνει στον νου το η παις, εγείρου (Λουκάς, η´ 54). Φαίνεται ότι οι ίδιοι ομιλητές συνέβαλαν απλώς στην ευρεία χρήσι και της ονομαστικής ο θεός ως κλητικής (ο τύπος θεέ εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Παλαιά Διαθήκη, βλ. λεξικό LS).

Επίσης, θεωρώ αμφίβολη την άποψι (σ. 77) ότι «το εμβαίνω δεν έγινε ποτέ [emˈveno], όπως στην προσποιητή προφορά της καθαρεύουσας, αλλά παρέμεινε [ˈmbeno] ή [ˈbeno]» (πβ. Ευάγγελο Πετρούνια, Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση, Θεσσαλονίκη 1984, 256), διότι η προφορά αυτή φαίνεται παλαιότερη της καθαρεύουσας - εκτός αν με τον όρο καθαρεύουσα εννοείται κάθε μορφή λόγιας γλώσσας, άσχετα με τον χρόνο εμφανίσεώς της. Θα υπήρχαν ήδη κατά την βυζαντινή περίοδο, αν όχι παλαιότερα, δύο προφορές για διάφορες λέξεις του τύπου αυτού, η καθημερινώτερη ή «φυσικώτερη» και η λογιώτερη, η σύμφωνη με την γραφή: [ˈ (m)beno] (μάλλον [ˈ (m)beno], με προερρινοποιημένο κλειστό) αλλά [emˈveno], κιντινεύω (λ.χ. κιντυνέψη, στο Χρονικόν του Μορέως, τύπο που σχολιάζει ο Τ., σ. 88) αλλά και κινδυνεύω, μπέε αλλά βελάζω.

Ο τύπος του ψωμίου (σ. 127), που χρησιμοποιεί ο Νικόλαος Σοφιανός στην Γραμματική του, δεν πρέπει να οφείλεται στην επιθυμία του να διορθώση την γλώσσα, γιατί παρόμοιοι τύποι ήταν τότε οι συνήθεις στα Επτάνησα, όπως και οι γενικές της γυναικός, της κοπελός κ.ά., εύχρηστες και σήμερα, για τις οποίες και ο ίδιος γράφει: «μας φαίνεται ότι ανήκουν στο επτανησιακό ιδίωμα της εποχής». Χρειάζεται μάλιστα να προστεθούν τα επτανησιακά ιδιώματα στις διαλέκτους όπου δεν συνηθίζεται ή μάλλον δεν συνηθιζόταν η συνίζησι. Επιπλέον, δεν ισχύει απόλυτα η διαπίστωση ότι το φαινόμενο αυτό «στην κοινή νεοελληνική […] δεν παρατηρείται σε αφηρημένες [λέξεις], ακόμα και στις πιο εύχρηστες» (σ. 104), διότι εκτός από το ελευθερία λέγεται και το λευτεριά (πβ. Brian Joseph, έ.α., 280), το οποίο είναι και το μόνο εύχρηστο σε φράσεις όπως καλή λευτεριά, ως ευχή με κυριολεκτική σημασία (για απαλλαγή από εχθρική κατοχή κ.τ.ό.) αλλά και με μεταφορική σε γυναίκα που εγκυμονεί.

Ένα θέμα σοβαρής διαφωνίας είναι η κριτική που ασκεί ο Τ. στον Κοραή, τον οποίο, ακολουθώντας τον Vinzenzo Rotolo, χαρακτηρίζει «διχασμένο, αντιφατικό και τελικά 'ασυνάρτητο'» (σ. 168), επειδή στον Κοραή, κατά τον R., «in fondo manca un sistema razionale e chiaro». Φοβούμαι ότι οι γλωσσικές απόψεις του Κοραή κατακρίνονται από πολλούς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψι η εποχή που διατυπώθηκαν και η μακρά παράδοσι που είχε διαμορφωθή με τον αττικισμό, το κλασικισμό κ.ά. Ο μεγάλος αυτός φιλόλογος δεν ήταν γλωσσολόγος, εφόσον η γλωσσολογία, ως ιστορικοσυγκριτική γραμματική, εμφανίσθηκε μόλις στις αρχές του 19ου αι. Εξάλλου, ακόμη και μέχρι το 1870 περίπου επικρατούσαν οι απόψεις μεγάλων γλωσσολόγων, όπως του Franz Bopp και του August Schleicher, οι οποίοι πίστευαν πράγματα που στην συνέχεια απορρίφθηκαν: γλωσσική μεταβολή σημαίνει γλωσσική φθορά, μια γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, κατά κυριολεξία, κ.ά. Και το σημαντικώτερο: οι γλωσσικές ιδέες του Κοραή δεν αποτελούν κάτι το σχεδόν μοναδικό στην ιστορία των γλωσσών. Πολύ μετά τον Κοραή, δημιουργήθηκε η κίνησι για να υιοθετήσουν οι Εβραίοι, αντί της Εβραιογερμανικής (Jiddisch) και της Εβραιοϊσπανικής (Ladino), την προ πολλού «νεκρή» αρχαΐζουσα Εβραϊκή ορισμένων ραβίνων. Δεν «ξεσηκώθηκαν» όμως γλωσσολόγοι κ.ά. για το «αφύσικο» του εγχειρήματος, όπως δεν γνωρίζω να κατακεραύνωσαν όσους διεμόρφωσαν την Γερμανική (Hochdeutsch), μεταμορφώνοντάς την σε τεχνητή, «πεποιημένη», γλώσσα, ως προς την μορφολογία (πβ. διάφορους ρηματικούς χρόνους, άγνωστους στην Μεσαιωνική Γερμανική) και πρωτίστως την σύνταξι, που μιμείται εν πολλοίς λατινικά πρότυπα, εμμέσως δε και ελληνικά. «Μέχρι σήμερα η Γερμανική δεν ομιλείται πουθενά με τρόπο απολύτως αυθόρμητο: είναι φιλολογική γλώσσα που έγινε κοινή γλώσσα, επεβλήθη δε ως προφορική γλώσσα τον περασμένο αι.» (Franziska Raynaud, Histoire de la langue allemande, Παρίσι 1982, PUF, σειρά «Que sais-je?», αρ. 1952, 79). Ούτε ο Mikhail Lomonosov, από τους διαμορφωτές της νεώτερης Ρωσικής, παρά το ότι υιοθέτησε σημαντικό αριθμό γραμματικών και λεξιλογικών στοιχείων της Παλαιάς ή Εκκλησιαστικής Σλαβ(ον)ικής, κατηγορήθηκε για «νόθευσι» και «εξαρχαϊσμό» της Ρωσικής. Επομένως, οφείλουμε να κρίνουμε τις γλωσσικές απόψεις του Κοραή αν όχι με συμπάθεια τουλάχιστον με επιείκεια και κατανόησι (πβ. όσα νηφάλια γράφει επί του θέματος ο Γ. Μπαμπινιώτης, έ.α., 177-184).

Ένα σημείο όπου δεν υπάρχει διαφωνία, αλλά το οποίο χρήζει περαιτέρω σχολιασμού, είναι οι σχέσεις της Ελληνικής με τις άλλες βαλκανικές γλώσσες, ειδικώτερα ως προς την απώλεια του απαρεμφάτου. Ο Τ. αναφέρεται μόνο στα ελληνικά δεδομένα. Αντίθετα ο Brian Joseph (βλ. Synchrony and Diachrony of the Balkan Infinitive, Cambridge 1983, (CUP και Diachronica, έ.α., 280) θεωρεί ότι η επαφή Ελληνικής, Σλαβικής και πιθανώς Αλβανικής θα έπαιξε βασικό ρόλο (key role) στην υποχώρησι του απαρεμφάτου στις γλώσσες αυτές. Ο Joseph αναγνωρίζει ότι αυτό είχε αρχίσει να συμβαίνει στην Ελληνική πριν από την περίοδο επαφής· στην πραγματικότητα πρόκειται για φαινόμενο πολύ παλαιό, οι πρώτες μαρτυρίες του οποίου απαντούν ήδη στον Όμηρο, λ.χ. δοάσσατο κέρδιον εἶναι ὄφρ' ὤσαιτο (Π 652) «θεώρησε προτιμότερο να τον απωθήσει», όπου το ὄφρ' ὤσαιτοείναι αντί του ὤσασθαι. Η συγχρονική αντίληψι περί των γλωσσικών φαινομένων αποδίδει τα κοινά γνωρίσματα μεταξύ γλωσσών του ίδιου γλωσσικού συνασπισμού (Sprachbund) στην αλληλεπίδρασί τους (πβ. βαλτοσλαβικές γλώσσες). Λ.χ. η Tat'jana Vladimirovna Civ'jan (στους Robert J. Jeffers - Ilse Lehiste, Principles and Methods for Historical Linguistics, Cambridge, Mass.-London 1984, The MIT Press, 146) υπεστήριξε ότι οι βαλκανισμοί δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως εξελίξεις που συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά μάλλον ως τάσι για κοινή δομή στο μέλλον, δηλ. ότι οι βαλκανικές γλώσσες συγκλίνουν ολοένα και περισσότερο. Έτσι όμως παραγνωρίζεται η αρχική πηγή ενός φαινομένου (διαχρονική διάστασι των γλωσσών), που στην συγκεκριμένη περίπτωσι είναι γνωστή, η Ελληνική, η γλώσσα με την παλαιότερη παράδοσι και με την σημαντικώτερη επίδρασι στην περιοχή. Η μακρόχρονη επαφή της με τις άλλες βαλκανικές γλώσσες θα δημιούργησε ή θα ενίσχυσε την τάσι να αντικατασταθή σε αρκετές από αυτές το απαρέμφατο με περίφρασι (αναλυτική σύνταξι). Στην συνέχεια, ενδέχεται να είχαν και αυτές κάποιο ρόλο στο να εδραιωθή η αναλυτική σύνταξι στην Ελληνική, χωρίς όμως το ενδεχόμενο αυτό να συνιστά απαραίτητη προϋπόθεσι για να επικρατήση η σύνταξι αυτή στα νεώτερα στάδια της γλώσσας μας.

Όσον αφορά στην μετάφρασι είναι περισσότερο ελεύθερη παρά πιστή, πράγμα που δεν αποτελεί, κατ' αρχήν, μειονέκτημα. Πάντως, σε ορισμένα σημεία δεν αποδόθηκε πολύ καλά το γαλλικό κείμενο, ενώ σε άλλα επανελήφθησαν σφάλματά του. Έτσι, στην σ. 16, σημ. 4, γίνεται λόγος για «επανέκδοση», χωρίς να προσδιορίζεται ότι αφορά σε άρθρα (στο πρωτότυπο, σ. 3, σημ. 4: réédition d'articles). Στην σ. 22 γράφεται ότι η ιταλική μεταγραφή της Ερωφίλης «μας αποκαλύπτει τα 'ουρανισκόφωνα' μετά το κ και ν μπροστά από (e) και (i)», όπου και πρέπει να διαγραφούν το μετά το και το (e) και (για την παραδρομή αυτή είναι υπεύθυνο κάπως και το πρωτότυπο, σ. 8: «… des 'mouillures' après κ et ν devant [e] et [i]»). Στο κρητικό ιδίωμα όπως και στην κοινή γλώσσα τα ν, λ δεν γίνονται ουρανικά προ του [e], ενώ η ουρανική προφορά τους προ του [i], όταν αυτό είναι φωνήεν, συνήθως σχολιάζεται ειρωνικά. Το «noms propres» (σ. 11-12) μεταφράσθηκε «κύρια ονόματα» (σ. 26) αντί κατάλληλα ονόματα, όπως απαιτείται εδώ - ο Τ. υπονοεί τις σημιτικές ονομασίες των γραμμάτων: 'aleph «κεφάλι βοδιού», beth «σπίτι» κ.λπ. Το emprunté par le latin (σ. 16) μεταφράσθηκε «δάνειο από τη Λατινική» (σ. 32) αντί «δάνειο/ δανεισμένο στη Λ.» (πρόκεται για την λέξι ώρα). Στην σ. 42 γράφεται για τα φωνήεντα της Κοινής ότι «στην αρχή λέξεων παύουν να είναι μακρά ή βραχέα καθεαυτά», όπου η προσθήκη του «στην αρχή λέξεων» δημιουργεί σύγχυσι. Επίσης μια τελεία στην σ. 118 αλλάζει τελείως το νόημα, αναιρώντας τα προηγούμενα λόγια του Τ.: «δεν υπάρχει κανένα τέτοιο δάνειο [ενν. τουρκικό ή άλλο] σ' αυτό το απόσπασμα και σ' ολόκληρο το κείμενο […]. Ο εκδότης σημειώνει 6 μόνο τουρκικές λέξεις». Το γαλλικό κείμενο γράφει: «[…] et dans l'ensemble du texte […] l'éditeur ne note que 6 mots turcs» (σ. 100). Τέλος, στην σ. 126 το γλωσσολογικές συνέπειες πρέπει να διορθωθή σε γλωσσικές συνέπειες, καθώς το conséquences linguistiques (σ. 103) αναφέρεται στην γλώσσα - πρόκειται για τις γλωσσικές συνέπειες της αντιλήψεως των Ελλήνων του 16ου αι. ότι η εθνική αναγέννησι θα επιτευχθή με την επανενσωμάτωσι (réintégration) της αρχαίας κληρονομιάς.

Ως προς τα σφάλματα σημειώνω τα εξής. Ο Γάλλος διαλεκτολόγος της Αρχαίας ονομάζεται C.[laude] Brixhe και όχι O. Brixhe (σ. 16, σημ. 5 - γαλλ. κείμ. σ. 3, σημ. 5). Στην σ. 21, σημ. 10, γράφεται «ό.π., σ. 35», αλλά λείπει η προηγούμενη σημείωσι, που στο πρωτότυπο (σ. 7, σημ. 10) παραπέμπει στο χρήσιμο αλλά και πεπαλαιωμένο Lexique de terminologie linguistique του J. Marouzeau, ενώ στην σημ. 11 (γαλλ. κείμ. σ. 7, σημ. 12) γράφεται Chantraine, αντί Lejeune. Επίσης το όνομα του Vendryes (βλ., π.χ., βιβλιογραφία, σ. 192 - γαλλ. κείμ. σ. 175) είναι Joseph και όχι Jules. Στην σ. 125 μετά τον παρακείμενο -στην γραμματική του Σοφιανού- εμφανίζονται οι τύποι του υπερσυντέλικου, επειδή παραλείφθηκαν από την μετάφρασι οι λέξεις «γραμμένον έχω ή έχω γράψει, υπερσυντέλικος». Και μια παράλειψι σχετικά με την Τέχνη Γραμματική του Διονυσίου του Θρακός (σ. 120, σημ. 56 - γαλλ. κείμ. σ. 102, σημ. 56): αναφέρεται η παλαιά έκδοσί της από τον G. Uhlig και όχι η πρόσφατη, με μετάφρασι και σχόλια, από τον Jean Lallot (La grammaire de Denys le Thrace. Παρίσι 1989, CNRS, βλ. βιβλιοκρισία μου, Γλωσσολογία 9-10 [1990-1991], 245-257).

Τέλος, από πλευράς τυπογραφικών λαθών, αν εξαιρεθούν κάποιοι αρχαιοελληνικοί τύποι, κυρίως μεταγενέστεροι, που τονίσθηκαν με το μονοτονικό, επισημάνθηκαν στην μετάφρασι τα γείνονα (γείτονα, σ. 76 - γαλλ. κείμ. σ. 59), Επέ (ειπέ, σ. 51), συρριστικούς (σ. 156), και στο γαλλικό κείμενο: ère géographique αντί aire g. (σ. 1), prononcée [æ] αντί p. [æ] (σ. 27 - η δίφθογγος αι δεν προφερόταν ακόμη, κατά την επικρατούσα άποψι, ως ε ανοικτό, δηλ. [æ], λειμονάριον (σ. 31), κουστοδία (σ. 35), la synizèse apparaissent αντί apparaît, un profonde influence αντί une (σ. 142), un importante activité αντί une (σ. 152) και Δαμασκήνου αντί Δαμασκηνού (σ. 171).

Οι προηγούμενες διορθώσεις και παρατηρήσεις δεν έχουν φυσικά στόχο να μειώσουν την αξία του σημαντικού αυτού βιβλίου του καθηγητή Henri Tonnet. Διάφορες απόψεις που διατυπώνονται σε αυτό, το πλούσιο υλικό και ο διεξοδικός, κυρίως γλωσσ(ολογ)ικός, σχολιασμός το καθιστούν όχι μόνο απαραίτητο βοήθημα στους μη ειδικούς αλλά και βιβλίο αναφοράς πρωτίστως για τους νεοελληνιστές («a must for several scholarly audiences», Brian Joseph, έ.α, 281). Είναι επίσης πολύ χρήσιμο στους ιστορικούς γλωσσολόγους όπως και στους κλασικούς φιλολόγους, τους οποίους κατατοπίζει στην σημερινή γλώσσα, η γνώσι της οποίας συνιστά άριστο εφόδιο για την κατανόησι και την καλύτερη ερμηνεία πολλών στοιχείων της Αρχαίας Ελληνικής, ιδίως εκείνων που είναι εύχρηστα και στην σημερινή γλώσσα. Το υπογραμμίζει ο Johannes Niehoff-Panagiotidis στο σημαντικώτατο έργο του Koine und Diglossie (Wiesbaden 1994, Harrassowitz, σειρά Mediterranean Language and Culture, Monograph Series, τόμ. 10ος, σ. 646): η καλή γνώσι της σημερινής γλώσσας, ιδιαιτέρως δε διαλέκτων και ιδιωμάτων της (Κυπριακής, Ποντιακής, δωδεκανησιακών ιδιωμάτων κ.ά.) που, σύμφωνα και με τους υποστηρικτές της «Νεοαιολοδωρικής θεωρίας», έχουν διασώσει σημαντικό αριθμό στοιχείων των αρχαίων διαλέκτων, βοηθεί περισσότερο απ' όσο συχνά πιστεύεται στην ερμηνεία πολλών φαινομένων των παλαιότερων φάσεων της Ελληνικής.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Ιούν 2007, 13:45