Ιστορίες της Ελληνικής γλώσσας 

Adrados, Francisco R. 2003. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (από τις απαρχές ως τις μέρες μας) 

Νίκος Παντελίδης 

Adrados, Francisco R. 2003. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (από τις απαρχές ως τις μέρες μας). Μτφρ. A. V. Lecumberri. Επιμ. Γ. Α. Αναστασίου & Χ. Χαραλαμπάκης. Αθήνα: Παπαδήμας. Σελ. 567.

Εξώφυλλο

Το βιβλίο είναι το πιο πρόσφατο από μια σειρά μεταφράσεων σημαντικών ξένων έργων με αντικείμενό τους την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, την έκδοση των οποίων έχουν αναλάβει οι εκδόσεις Παπαδήμα. Συγγραφέας είναι ο διαπρεπής ισπανός φιλόλογος και γλωσσολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και μέλος της Ισπανικής Βασιλικής Ακαδημίας, αλλά και ξένος εταίρος και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Francisco R. Adrados. Το ερευνητικό έργο του Adrados στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, την ιστορία της ελληνικής γλώσσας και την αρχαία ελληνική φιλολογία είναι ανεκτίμητο και τον κατατάσσει ανάμεσα στους κορυφαίους ελληνιστές και ερευνητές (στη βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου έχουν περιληφθεί 90 εργασίες του!). Το παρουσιαζόμενο βιβλίο αποτελεί καταστάλαγμα της μακρόχρονης θητείας του στους παραπάνω ερευνητικούς τομείς, τους οποίους με το έργο του έχει προαγάγει ουσιαστικά.

Στόχος του Adrados με το βιβλίο αυτό είναι, όπως αναφέρεται ρητά στον τίτλο του, να καλύψει το σύνολο της ιστορίας της ελληνικής, να συντάξει, όπως αναφέρει ο ίδιος (σελ. 30) «μια ισορροπημένη ιστορία της ελληνικής γλώσσας, στην οποία δεν υπερισχύουν ούτε τα αρχαία ούτε τα μεσαιωνικά ούτε τα νέα». Ο στόχος αυτός, παρά τις αδιαμφισβήτητες αρετές του βιβλίου και τη σημαντικότατη συνεισφορά του σε αρκετά ζητήματα, επετεύχθη εν μέρει μόνο, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η συγκριτικά μεγαλύτερη εξοικείωση του συγγραφέα με την αρχαία ελληνική φιλολογία και τα ζητήματα της ιστορίας της ελληνικής κυρίως έως το τέλος της περιόδου της αλεξανδρινής κοινής, οδήγησε σε ποσοτικά και ποιοτικά ανισοβαρή πραγμάτευση των περιόδων. Για παράδειγμα, ενώ στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους (γένεση, κατάταξη, σχέσεις και επαφές μεταξύ τους, χαρακτηριστικά) αφιερώνονται πάνω από 50 σελίδες (σελ. 95-126 και 143-166), στις νεοελληνικές διαλέκτους αφιερώνονται μόλις 9 σελίδες (501-509· στο κεφαλαιώδες ζήτημα της γένεσής τους αφιερώνεται μάλιστα συνολικά λιγότερη από μία σελίδα στο μεταφρασμένο κείμενο, σελ. 481 και 504).

Στο βιβλίο μπορούν να παρατηρηθούν τα εξής:

(α) Είναι οπωσδήποτε θετική η εκτενής αναφορά στην ινδοευρωπαϊκή, την αμάρτυρη προϊστορική γλώσσα-κοινό πρόγονο της ελληνικής και πλήθους άλλων γλωσσών της Ευρώπης και της Ασίας. Πολύ ενδιαφέρουσα και χρήσιμη, αφού γίνεται σπάνια ή δεν γίνεται ποτέ σε έργα που αφορούν την ιστορία αλλά και την ιστορική γραμματική της ελληνικής, είναι η διάκριση της ινδοευρωπαϊκής σε τρία -κατά την άποψη του συγγραφέα- χρονολογικά «στρώματα» (ΙΕ Ι, ΙΙ, ΙΙΙ), από καθένα από τα οποία σταδιακά θα αποχωρίστηκαν οι πρόδρομοι των διαφόρων κλάδων/υπο-οικογενειών της ινδοευρωπαϊκής παίρνοντας μαζί τους νεωτερισμούς που θα είχαν αναπτυχθεί σε καθεμία από αυτές τις εξελικτικές φάσεις, κάτι που συνέβη και με την (πρώιμη) ελληνική (σελ. 33-63). Σε αρκετά σημεία βέβαια ο συγγραφέας φαίνεται να προϋποθέτει ότι ο αναγνώστης είναι επαρκώς ενημερωμένος για διάφορα (ακόμα και πολύ εξειδικευμένα) ζητήματα της ινδοευρωπαϊκής γλωσσολογίας και της ιστορικής γραμματικής της αρχαίας ελληνικής, ενώ σε πλήθος περιπτώσεων απουσιάζουν τα παραδείγματα τα οποία θα διευκόλυναν τον λιγότερο μυημένο στα ζητήματα αυτά. Χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις και παραδείγματα, φράσεις όπως «το αντωνυμικό στοιχείο -σμε» (σελ. 120) ή παράγραφοι όπως η παρακάτω καθίστανται δυσνόητες (σελ. 49): «Υπάρχουν ακόμα και αρχαϊσμοί που απαλείφθηκαν από την Ανατολική (διαφοροποίηση των ονομαστικών [=ονοματικών] θεμάτων στο *-ο, και *-ā, α΄ εν. στο *-ō χωρίς κατάληξη, κλπ.). Επίσης διακρίνονται οι επιλογές: ο. πληθ. σε *-ōs και όχι σε *-es, α΄ εν. μέσ. σε *-(m)ai και όχι σε *-a». Έτσι το βιβλίο, παρά την αδιαμφισβήτητη για τον κλασικό φιλόλογο χρησιμότητά του, καθίσταται τελικά ―σε συνδυασμό με το πυκνότατο σε ορισμένα σημεία ύφος του― ως προς αυτό το σημείο κάπως δύσχρηστο, ενώ παρουσιάζει δυσκολίες ακόμη και για έναν γλωσσολόγο που δεν είναι εξοικειωμένος με τον στενότερο χώρο της ιστορικής-ινδοευρωπαϊκής γλωσσολογίας. Κατά τη γνώμη μου, εφόσον επελέγη από το συγγραφέα μια τόσο εκτενής και αναλυτική αναφορά στη γλωσσική διαστρωμάτωση της ινδοευρωπαϊκής και στις ινδοευρωπαϊκές καταβολές της ελληνικής, δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί η αποφυγή μιας περιληπτικής, έστω, εισαγωγής στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, ειδικά σε ένα έργο που απευθύνεται στο ευρύτερο επιστημονικό κοινό.

(β) Θετική είναι οπωσδήποτε και η εκτενής και εμπεριστατωμένη αναφορά στις διαδικασίες γένεσης της (πρωτο-)ελληνικής, εμφάνισής της στον ελληνικό χώρο, διάσπασής της σε διαλέκτους από τη 2η π.Χ. χιλιετία κ.ε., με βάση συγκεκριμένα δεδομένα, ενδογλωσσικά και εξωγλωσσικά (ιστορικά, αρχαιολογικά, φιλολογικά), καθώς και η αναφορά στις σχέσεις και τις επαφές των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων μεταξύ τους από πρωιμότερες εποχές μέχρι και την κλασική εποχή (σελ. 55-99 και 143-166) αλλά και τη γλώσσα του Ομήρου καθώς και τα σχετιζόμενα με αυτή ζητήματα της αρχαίας ελληνικής διαλεκτολογίας (σελ. 108-118). Η πραγμάτευση των ζητημάτων αυτών από τον συγγραφέα καταδεικνύει την πολυπλοκότητά τους και καθιστά φανερό -παρά τον όγκο και την ποιότητα του ερευνητικού έργου που έχει παραχθεί μέχρι σήμερα- πόσα απομένουν ακόμη να γίνουν. Είναι επίσης ενδεικτική της βαθιάς γνώσης του και του μεγέθους και του επιπέδου της συνεισφοράς του στην έρευνα επί των συγκεκριμένων ζητημάτων.

(γ) Η αναφορά στη μυκηναϊκή ελληνική (σελ. 100-107) δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, όσο εκτεταμένη θα άρμοζε στα αρχαιότερα σωζόμενα γραπτά μνημεία της ελληνικής, τα οποία μετέθεσαν πέντε αιώνες παλαιότερα την αρχή της ιστορίας της και μας διέσωσαν, παρά τις ατέλειες του συστήματος γραφής, πολύτιμα στοιχεία που άλλαξαν ουσιαστικά την εικόνα την οποία είχαμε για την πρώιμη ιστορία της ελληνικής. Ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει βέβαια ότι η εκτενής αναφορά στη μυκηναϊκή δεν ήταν στις προθέσεις του ―χωρίς ωστόσο να καθίσταται απολύτως σαφές τί τον οδήγησε στη στάση αυτή― και ότι εστιάζει περισσότερο την προσοχή του στο ζήτημα της θέσης της μυκηναϊκής στο πλαίσιο της ελληνικής της 2ης π.Χ. χιλιετίας (σελ. 100). Παρ' όλα αυτά, το πλήθος των πληροφοριών που περιέχονται και σε αυτό το τμήμα του βιβλίου είναι σημαντικό, ενώ θέτει αρκετά πράγματα στη σωστή τους διάσταση δίνοντας εναύσματα για περαιτέρω έρευνα.

(δ) Θετική είναι επίσης η εκτενής αναφορά στον ελληνικό αποικισμό και γενικότερα τις πληθυσμιακές μετακινήσεις των λεγόμενων «σκοτεινών αιώνων» (12ος-8ος π.Χ. αι.) και της αρχαϊκής εποχής (7ος-6ος π.Χ.), καθώς και στη διαλεκτική πολυδιάσπαση που συνδέεται με αυτές (σελ. 123-130).

(ε) Συγκρινόμενο με έργα που αφορούν συνολικά την ιστορία της ελληνικής, το βιβλίο περιλαμβάνει μία από τις μέχρι σήμερα εκτενέστερες, αναλυτικότερες και πληρέστερες αναφορές στο ζήτημα των λογοτεχνικών γλωσσών (γλώσσα της ποίησης, της πεζογραφίας, ιδιαίτερα της επιστήμης: ιστορίας, ιατρικής, φιλοσοφίας κλπ.· σελ. 167-296) καθώς και των διαφόρων επιπέδων του αττικού πεζού λόγου. Πρόκειται για ευπρόσδεκτη συμβολή σε ένα τομέα ο οποίος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον ειδικά για τον φιλόλογο, ο οποίος έχει έτσι τη δυνατότητα να ενημερωθεί σε βάθος για τη γλωσσική χρήση των κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ενδιαφέρουσα και χρήσιμη κρίνεται η επισήμανση για τον ενοποιητικό από γλωσσικής πλευράς ρόλο της ποίησης (σελ. 139), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το τμήμα του βιβλίου που αναφέρεται στον ρόλο και τη χρήση της γραφής στην αρχαία Ελλάδα, ιδιαίτερα σε σχέση με τη λογοτεχνία (σελ. 135-143).

(στ) Η πραγμάτευση της περιόδου της αλεξανδρινής κοινής (300 π.Χ.-300 μ.Χ., στις σελ. 299-378) είναι επίσης αρκετά πλήρης και αναλυτική ως προς τα περισσότερα ζητήματα (γένεση της κοινής, επίπεδα χρήσης και παραλλαγές της κοινής -λογοτεχνικής, καθομιλουμένης-, επίδραση άλλων γλωσσών στην κοινή). Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πραγμάτευση του ζητήματος της επίδρασης της λατινικής στην κοινή (ένα ζήτημα που σπάνια γίνεται αντικείμενο έρευνας), αλλά και η εκτενής αναφορά στον εμπλουτισμό του ελληνικού λεξιλογίου την εποχή αυτή στους τομείς της διανόησης και της επιστήμης μέσω των παραγωγικών δυνατοτήτων που προσφέρει η ελληνική, αφού στην εξελικτική αυτή φάση της τελευταίας και με τη διαμεσολάβηση σε μεγάλο βαθμό της λατινικής ανάγεται η λεξιλογική επίδρασή της στις μεταγενέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ο οποίος με τον τρόπο αυτό συμβάλλει στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για ένα ζήτημα για το οποίο κυριαρχεί γενικά η αίσθηση ότι είναι κορεσμένο (σελ. 343-369).

(ζ) Αντιθέτως, το τμήμα του βιβλίου που αφορά τις μεταβολές που σημειώθηκαν την εποχή της κοινής δεν είναι ανάλογο της σημασίας τους. Επτά σελίδες περιληπτικής αναφοράς στο σύνολο των μεταβολών οι οποίες άλλαξαν τη φυσιογνωμία της ελληνικής και σηματοδοτούν στην ουσία τη μετάβαση από την αρχαία στη νέα ελληνική, αφήνουν τον απαιτητικό αναγνώστη μάλλον ανικανοποίητο (σελ. 325-332).

(η) Τα κεφάλαια που αφορούν τη βυζαντινή και τη νέα ελληνική (σελ. 379-518) υστερούν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά σε σχέση με τα προηγούμενα και γενικά δεν εμφανίζουν (εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων, βλ. πιο κάτω) ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Οι γλωσσικές μεταβολές της (δημώδους) βυζαντινής ελληνικής περιγράφονται σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τρόπο μάλλον «τηλεγραφικό» (σελ. 396-400 και 403-408) ενώ στη βυζαντινή λόγια και δημώδη γραμματεία αφιερώνονται λίγες μόνο γραμμές, εκτός από τη σύντομη γλωσσική ανάλυση λίγων επιλεγμένων δειγμάτων μεσαιωνικών κειμένων. Ως θετική κρίνεται όμως η εκτενής αναφορά στην εξέλιξη του βυζαντινού λεξιλογίου και στον λεξιλογικό δανεισμό από διάφορες γλώσσες (της λατινικής συμπεριλαμβανομένης· σελ. 412-424). Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά στον λεξιλογικό δανεισμό από την ελληνική προς άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και ιδιαίτερα η επισήμανση ότι το όχημα για τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου αυτών των γλωσσών με ελληνικές ρίζες και σχηματιστικά στοιχεία υπήρξε (έως κάποια εποχή τουλάχιστον) εν πολλοίς η λατινόγλωσση γραμματεία. Μια τόσο εκτενής αναφορά, βέβαια (σελ. 424-445), ίσως θα ταίριαζε περισσότερο σε εγχειρίδια που αφορούν στην ιστορία των γλωσσών εκείνων.

(ι) Στη νέα ελληνική ο συγγραφέας επιφυλάσσει δυστυχώς άνιση μεταχείριση. Της αφιερώνει μόλις 32 σελίδες (σελ. 481-512, επί συνόλου 497 σελίδων καθαρού κειμένου στο τυπωμένο κείμενο της μετάφρασης). Στις σελίδες αυτές χώρεσαν η Τουρκοκρατία και η μετέπειτα εποχή μέχρι σήμερα, η γραμματεία και γενικότερα οι γλωσσικές πηγές των τελευταίων 5-6 αιώνων, οι γλωσσικές μεταβολές, ο λεξιλογικός δανεισμός από άλλες γλώσσες (π.χ. στον τόσο καθοριστικό για τη δομή και την εξέλιξη του νεοελληνικού λεξιλογίου δανεισμό από την τουρκική αφιερώνονται συνολικά μόλις 6 γραμμές στη σελ. 424 και 7 γραμμές στις σελ. 498-499!), οι νεοελληνικές διάλεκτοι (γένεση και χαρακτηριστικά), το γλωσσικό ζήτημα και η γένεση της κοινής νεοελληνικής.

Στα αρνητικά του βιβλίου, εκτός από βιβλιογραφικές ελλείψεις σε σχέση με συγκεκριμένα ζητήματα (π.χ. το ζήτημα της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου ή τις μεταγενέστερες φάσεις της ιστορίας της ελληνικής) και τη συχνότατη απουσία παραδειγμάτων που θα αποσαφήνιζαν την αναφορά στα καθαρώς γλωσσικά δεδομένα, πρέπει να συγκαταλεχθούν και τα εξής:

α. Λάθη όπως π.χ. ο χαρακτηρισμός της (αρχαίας) λακωνικής ως βορειοδυτικής διαλέκτου (σελ. 159) ή η αναφορά στην «Τσακωνική στη Μεσσηνία» (σελ. 203).

β. Παρά την καλή οργάνωση της ύλης του βιβλίου, η διαρκής παραπομπή σε κάτι που ειπώθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο ή προηγούμενη παράγραφο χωρίς να προσδιορίζεται η ακριβής θέση, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες γίνεται παραπομπή σε ανύπαρκτη προηγούμενη αναφορά στο ίδιο ζήτημα.

γ. Η μετάφραση, της οποίας η ποιότητα δεν μπορεί φυσικά να προσαφθεί στον συγγραφέα και η οποία έγινε από πρόσωπο που δεν έχει ως μητρική του γλώσσα την ελληνική. Η πρακτική αυτή είναι προτιμότερο να αποφεύγεται, όσο καλή γνώση της γλώσσας και αν διαθέτει ο μεταφραστής. Ορισμένα τμήματα του κειμένου κατέστησαν στη μετάφραση δυσνόητα έως και ακατανόητα λόγω της χρήσης αδόκιμων εκφράσεων, παρεμβολών της μητρικής γλώσσας της μεταφράστριας (της ισπανικής), αλλά και μεταφραστικών και γλωσσικών λαθών. Το πρόβλημα σε ορισμένες περιπτώσεις επιτείνεται από την απουσία παραδειγμάτων. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα λαθών: Μάζευε διάφορα φρούτα αντί συνέλεγε καρπούς (σελ. 42). Έβενος ο Πάριος αντί Εύηνος ο Πάριος (προφανώς από ισπανική μεταγραφή Eveno, σελ. 191). Πίνακες προσδιορισμού ως μετάφραση του λατινικού όρου tabellae defixionis αντί του ορθού κατάδεσμος. Επιθέματα αντί του ορθού επιθήματα (!) (σελ. 295). Σύμφωνα με τις διαλέκτους αντί ανάλογα με την διάλεκτο (σελ. 66). Μελετιούνται αντί μελετώνται. Τον Αλκμάν αντί τον Αλκμάνα (σελ. 202). Ίωνες από την Κείο αντί την Κέω (σελ. 203). Ελληνική της ΒΔ (προφανώς από ισπαν. griego del Νoroeste) αντί βορειοδυτική ελληνική (σελ. 158). Συχνή χρήση της λέξης μορφή (αντί της λέξης τύπος) ως μετάφρασης προφανώς του ισπανικού forma 'μορφή, τύπος'. Χρήση του επιθέτου χυδαίος αντί του δημώδης, ως απόδοσης προφανώς του όρου vulgar (σε σχέση με μορφές γλώσσας). Σύγχυση των όρων γλωσσικός και γλωσσολογικός κλπ. Παραδείγματα δυσνόητων προτάσεων: Πάντως η προσθήκη των λαρυγγικών χανόταν σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα (σελ. 61). (Αναφορά στους μορφολογικούς αρχαϊσμούς του ρήματος της ελληνικής σε σχέση με την ινδοευρωπαϊκή): …διατηρείται … το σύστημα αμετάβλητων (όσον αφορά το γένος) καταλήξεων στα τέσσερα θέματα (σελ .62).

Συνολικά, παρά τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του, πρόκειται για ένα βιβλίο υψηλού επιπέδου, αντάξιο στο μεγαλύτερο μέρος του ενός επιστήμονα του μεγέθους του καθηγητή Adrados, το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως πραγματικό έργο αναφοράς για αρκετά ζητήματα, τα οποία αντιμετωπίζονται με τη δέουσα προσοχή και με ακρίβεια, ενώ ορισμένα τμήματά του παρουσιάζουν αυξημένο θεωρητικό-μεθοδολογικό ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας έχει δομήσει το βιβλίο με προσοχή, αντιμετωπίζει κριτικά διάφορες θεωρίες, αντιπαραθέτοντας παράλληλα τις δικές του πρωτότυπες απόψεις, και δίνει σε αρκετά σημεία το έναυσμα για περαιτέρω έρευνα. Η βιβλιογραφία είναι πλουσιότατη, αν και όχι χωρίς κάποια μονομέρεια και ελλείψεις. Ευχής έργο θα ήταν βέβαια να εμφάνιζε και το μέρος του βιβλίου που αναφέρεται στην εξέλιξη της βυζαντινής και ιδιαίτερα της νέας ελληνικής την πληρότητα, την πρωτοτυπία, τον πλούτο των πληροφοριών και το επιστημονικό βάθος που προσέδωσε στο πρώτο μέρος η επιστημοσύνη του Adrados, κάτι που για τις αυτές τις φάσεις της ελληνικής γλωσσικής ιστορίας παραμένει επιτακτική ανάγκη, παρά τη δημοσίευση σημαντικών έργων τις τελευταίες δεκαετίες.

Τελευταία Ενημέρωση: 09 Μάϊ 2008, 10:43