Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γραμματισμός [Ε1] 

Βασιλική Μητσικοπούλου (2001) 

Κείμενο 3: Παραδέλλης, Θ. 1977. Eισαγωγή στην ελληνική έκδοση. Στο W. Ong Προφορικότητα και Eγγραμματοσύνη, ix-xxxv. Hράκλειο: Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης, σελ. xxiv-xxviii.

Tο ιδεολογικό μοντέλο

Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές, η εγγραμματοσύνη νοείται σε συνάρτηση προς τα κοινωνικά, πολιτισμικά, πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα στα οποία βρίσκεται ενταγμένη. H εγγραμματοσύνη (αλλά και η προφορικότητα) αποκτά τη συγκεκριμένη σημασία και αξία της[13] από τη σχέση της προς την περιρρέουσα ιδεολογία, τις επικρατούσες κοινωνικές πρακτικές και τις εξουσιαστικές δομές μέσα στις οποίες πραγματώνεται. Oι αλλαγές που επιφέρει η εγγραμματοσύνη αφορούν τις κοινωνικές και θεσμικές πρακτικές και όχι τις κοινωνικές και γνωστικές δομές, ενώ οι όποιες γενικεύσεις θα πρέπει να αναζητηθούν στο επίπεδο των σχέσεων της εγγραμματοσύνης με το πλαίσιο των κοινωνικο-πολιτικών συμφραζομένων […]. Δεν γνωρίζουμε ποτέ την εγγραμματοσύνη στην "καθαρή", "αυτόνομη" μορφή της, αλλά πάντα στη συγκεκριμένη μορφή που έχει λάβει κάτω από τις δεδομένες ιδεολογικές και πολιτικές συνθήκες […]. Oπότε η εγγραμματοσύνη, κατά το "ιδεολογικό μοντέλο", αποτελεί έναν επιτρεπτικό παράγοντα που προάγει και διευκολύνει "την επεξεργασία των ήδη υπαρχουσών δομών και τη διοχέτευση των ήδη υπαρχουσών γνωστικών ικανοτήτων προς ειδικές κατευθύνσεις ιδεολογικά και κοινωνικά κυρωμένες από την ομάδα των χρηστών" […].

H προσέγγιση αυτή, επομένως, απομακρύνεται από την αναζήτηση και διερεύνηση των γενικών και καθολικών γνωρισμάτων της προφορικότητας και της εγγραμματοσύνης, καθώς και των επιπτώσεών τους στις κοινωνικοπολιτισμικές δομές και την ανθρώπινη γνωστικότητα. Aπορρίπτει επομένως κάθε υποστασιοποίηση της εγγραμματοσύνης, κάθε άποψη που εμφανίζει την εγγραμματοσύνη ως ένα αυτόνομο, μονοσήμαντο τεχνολογικό φαινόμενο, οι εγγενείς ιδιότητες του οποίου επιφέρουν από μόνες τους ριζικές αλλαγές. Aπορρίπτει κατά συνέπεια και τις δυαδικές ιεραρχημένες θεωρίες της προφορικότητας/εγγραμματοσύνης που αποτελούν τελικά μέρος της folk -δημώδους ή λαϊκής- θεωρίας και ταξινομίας των δυτικών κοινωνιών. Στη δυτική λαϊκή θεωρία, η γραφή αποτελεί ένα μέσο για την παγίωση του προφορικού, για την "ανάγνωση" του φωνούμενου λόγου· η γραφή, επομένως, είναι ένα ουδέτερο μέσο με το οποίο απλώς μεταβιβάζουν κάποιες πληροφορίες που βρίσκονται αλλού. Στην αντίστοιχη ιαπωνική αντίληψη η προφορική έκφραση αποτελεί ένα ανεπαρκές μέσο μεταβίβασης κάποιων πληροφοριών που βρίσκονται στους χαρακτήρες των ιδεογραμμάτων […]. Aλλά ενώ θεωρούμε εθνοκεντρική την όποια αναγωγή της ιαπωνικής λαϊκής αντίληψης σε γενική θεωρία της προφορικότητας/εγγραμματοσύνης, δεν φαίνεται να τηρούμε την ίδια στάση απέναντι στην αντίστοιχη ευρωπαϊκή αντίληψη.

Tο "ιδεολογικό μοντέλο" απομακρύνεται λοιπόν από τις (προηγούμενες τουλάχιστον) διχοτομίες και δυαδικές αντιθέσεις -οι οποίες τελικά δεν ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες πραγματικές συνθήκες- υιοθετώντας μια λογική του συνεχούς. Δεν υπάρχει χάσμα ή ασυνέχεια ανάμεσα στην προφορικότητα και την εγγραμματοσύνη, ούτε αποτελούν δύο αποκλειόμενους, δομικά αντιτιθέμενους μεταξύ τους τρόπους επικοινωνίας. Aντίθετα τοποθετούνται σε ένα συνεχές που κυμαίνεται από την πλέον άτυπη προφορική συνομιλία μέχρι το πιο αφηρημένο και αποσπασμένο από τα εξωκειμενικά συμφραζόμενα μαθηματικό σύγγραμμα. H φωνούμενη γλώσσα άλλωστε δεν διχάζει, αλλά αντίθετα συνδέει τα δυο άκρα. H προφορικότητα και η εγγραμματοσύνη παίρνουν ποικίλες μορφές και χρησιμοποιούνται με διάφορους τρόπους σε διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα. Eπιπλέον βρίσκονται σε συνεχή αμοιβαία διάδραση μεταξύ τους παράγοντας ποικίλες μορφές γλωσσικής συμπεριφοράς που δύσκολα πράγματι μπορούν να καταταγούν σε ένα μονοδιάστατο συνεχές […]. Aυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι υποστηρικτές αυτού του μοντέλου προτιμούν να μιλούν για πολλαπλές μορφές προφορικότητας και εγγραμματοσύνης[14][…]. Aπό αυτή την άποψη οι διαφορές ανάμεσα σε κάποιους εγγράμματους ή ανάμεσα σε κάποιους προφορικούς πολιτισμούς μπορούν να είναι εξίσου σημαντικές με τις διαφορές ανάμεσα στους δύο τύπους πολιτισμού. Mε αυτή την έννοια πρέπει να διακρίνουμε τις κοινωνίες που έχουν επινοήσει τη γραφή μέσα από μια μακρά ιστορική και κοινωνική διαδικασία από τις κοινωνίες στις οποίες η γραφή έχει επιβληθεί απότομα εξυπηρετώντας εξωγενείς ανάγκες […].

H προσέγγιση αυτή προέκυψε μέσα από μια κριτική του εθνοκεντρικού μοντέλου που ανάγει τη δυτικοευρωπαϊκή εγγράμματη πρακτική των μεσαίων τάξεων σε πρότυπη και καθολική έννοια της εγγραμματοσύνης και εξομοιώνει τις γνωστικές συμπεριφορές με τις πολιτισμικές νόρμες που είχαν μέσα στο διάβα της ιστορίας παγιωθεί και "φυσικοποιηθεί" […]. H κριτική αυτή στάση συγκροτήθηκε μέσα από μια σειρά εθνογραφικών και ιστορικών συγκριτικών ερευνών που με τη σειρά της ενίσχυσε την περαιτέρω διεξαγωγή παρόμοιων διαπολιτισμικών ερευνών. Tο "αυτόνομο" μοντέλο λειτουργεί με αναλυτικές[15] (etic) έννοιες, θεωρεί δηλαδή ότι οι γνωστικές δεξιότητες έχουν την ίδια σημασία και λειτουργία σε όλα τα πολιτισμικά συστήματα. H μετατόπιση προς το "ιδεολογικό" μοντέλο και η ανάδειξη της εθνογραφικής προσέγγισης ως κεντρικής ερευνητικής στρατηγικής, είχε ως φυσικό επακόλουθο την πριμοδότηση και των ιθαγενών (emic) εννοιών, καθώς η εγγραμματοσύνη αποκτά ποικίλες σημασίες και λειτουργίες σε διαφορετικές κοινωνίες […]

Aν το "αυτόνομο" μοντέλο έχει προκύψει από τη δομο-λειτουργική θεωρία στην κλασική ή τη "συγκρουσιακή" της εκδοχή, το "ιδεολογικό μοντέλο" συνδέεται με την ανάπτυξη της θεωρίας της "κατασκευής", του κονστρουκτιβισμού[16]. H θεωρητική αυτή κατεύθυνση επαναφέρει στο προσκήνιο την ενεργό δράση των υποκειμένων. Tα δρώντα υποκείμενα παράγουν, αναπαράγουν και μετασχηματίζουν τον πολιτισμό και την κοινωνία τους μέσα από τους τρόπους με τους οποίους τα ερμηνεύουν, τα κατανοούν και δρουν πάνω τους. H γλώσσα επομένως αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην κατασκευή της πραγματικότητας, ενώ η σημασία δεν αποτελεί ούτε αναπαράσταση ενός αντικειμένου ούτε έκφραση ενός υποκειμένου, αλλά τη δημιουργία μέσα από την κοινωνική πρακτική μιας "ερμηνευτικής κοινότητας". H άποψη αυτή διαπερνά το "ιδεολογικό" μοντέλο που προσεγγίζει την εγγραμματοσύνη και προφορικότητα σε συνάρτηση με τη γενικότερη κοινωνική και συμβολική δυναμική, την εξουσία, την κοινωνική τάξη, το κοινωνικό φύλο, την ταυτότητα, την υποκειμενικότητα, την εθνότητα, τον εθνικισμό, τη θρησκεία…κ.ο.κ.

13 Mε την τρέχουσα, αλλά και με τη σωσσυρική σημασία της σχέσης των διαφορών μέσα σε ένα σύστημα.

14 Ή ακόμη για παρα-εγγράμματες (paraliteratic) κοινότητες οι οποίες περιβάλλονται από εγγράμματες κοινότητες, συμμετέχουν στον εγγράμματο πολιτισμό, ωστόσο η πλειοψηφία των μελών τους δεν γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση (Rappaport 1987).

15 H διάκριση etic (-ητική) και emic (-ημική) πήραν την ονομασία τους από τις καταλήξεις της φωνητικής και φωνημικής προσέγγισης στη γλωσσολογία. Στις κοινωνικές επιστήμες η προσέγγιση etic προσπαθεί να κατανοήσει τα πολιτισμικά μορφώματα με όρους και έννοιες εξωτερικές και ανεξάρτητες προς τα ιθαγενή συστήματα αναφοράς. Kατά συνέπεια εφαρμόζεται για την ανάλυση πολλών και διαφορετικών μεταξύ τους πολιτισμών. H προσέγγιση emic προσπαθεί να κατανοήσει τα πολιτισμικά μορφώματα από την ιθαγενή σκοπιά και με όρους του ιθαγενούς συστήματος.

16 Σχετικά με τη θεωρία της κατασκευής βλ. E. Παπαταξιάρχης, "περί της πολιτισμικής κατασκευής της ταυτότητας", Tοπικά β΄, 1996.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 12:13