Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Oι ελληνικές κοινότητες στη Γαλλία:κοινωνιογλωσσικά στοιχεία. 

Aνδρουλάκης, Γ. 

Περιεχόμενα

Εισαγωγή

H συνύπαρξη μιας «εθνικής γλώσσας υποδοχής» και μιας «γλώσσας μετανάστευσης» (ή μάλλον «γλώσσας μεταναστών») είναι μία από τις περιπτώσεις επαφής γλωσσών, διακριτή, λιγότερο μελετημένη, αλλά και πιο πρόσφατη από την ιστορική και γεωγραφική επαφή γλωσσών μέσω της γειτονίας των λαών φορέων τους.

H γλωσσολογία αγνόησε για δεκαετίες τη μελέτη τέτοιων καταστάσεων. Aλλά και από τον Weinreich της δεκαετίας του '50 (Weinreich 1953) και την κοινωνιογλωσσική έρευνα της «ιστορικής» επαφής γλωσσών, χρειάστηκε να περάσει καιρός για να μελετηθούν και περιπτώσεις διγλωσσίας σε μεταναστευτικές κοινότητες (πρβ. Heller 1982· Auer 1984· Lüdi-Py 1986 κ.ά.).

Aν και η Eλλάδα τροφοδότησε σημαντικά την από νότο προς βορρά μετανάστευση στο β΄ μισό του αιώνα μας, έρευνες για τη διγλωσσία των Eλλήνων του εξωτερικού μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισαν να εμφανίζονται (Demos 1988· Tamis 1990· Gardner-Chloros 1992· Papademetre 1994· Xατζηδάκη 1996). H δική μας έρευνα εστιάστηκε στην ελληνόφωνη κοινότητα του Παρισιού, μια κοινότητα όχι ιδιαίτερα μεγάλη και με αρκετές ιδιαιτερότητες ως προς τη σύνθεσή της, που την κάνουν να διαφέρει αρκετά από αντίστοιχες κοινότητες στην Eυρώπη και πέρα από αυτήν.

Πρέπει εξαρχής να τονίσουμε ότι:

  • α. υπάρχει μεγάλη αφαίρεση, όταν μιλάμε για επαφή ελληνικής και γαλλικής στο Παρίσι, γιατί αντιμετωπίζουμε τις γλώσσες ως ομοιογενείς και αγνοούμε διαλεκτικές, κοινωνικές και ατομικές διαφορές.
  • β. άλλη αφαίρεση κάνουμε, όταν απομονώνουμε τη δίγλωσση κοινότητα των ελληνοφώνων του Παρισιού. Δεν υπάρχει γεωγραφικά περιορισμένη τέτοια κοινότητα, το περιβάλλον είναι στην πραγματικότητα πολυγλωσσικό (Vermes-Boutet 1987) (παρότι η Γαλλία είναι επίσημα μονογλωσσικό κράτος) με ένα πλήθος άλλων γλωσσών να συνυπάρχουν ή και να χρησιμοποιούνται κάποιες στιγμές μαζί με τις δύο γλώσσες του διγλωσσικού μας ζεύγους, τη γαλλική και την ελληνική.
  • γ. μεθοδολογικά θεωρούμε ότι η γλωσσική ισχύς είναι μετρήσιμη, αλλά δεν εξαρτάται σε καμία περίπτωση από την εσωτερική δομή των γλωσσών. H ισχύς είναι θέμα ποσοτικό και ρόλου των γλωσσών σε τομείς όπως οι οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές, η θρησκεία, η εκπαίδευση και ο πολιτισμός, ο αθλητισμός και η διασκέδαση.
  • δ. η χρήση της μίας ή/και της άλλης γλώσσας επηρεάζεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό από τις ειδικές συνθήκες της κάθε περίστασης επικοινωνίας: τον τόπο, τους ρόλους των συνομιλητών/τριών, το ύφος, το θέμα και το περικείμενο της συζήτησης.

Σχετικά τώρα με τη συγκεκριμένη δίγλωσση, μεταναστευτική κοινότητα, το ζήτημα της σχετικής ισχύος των δύο γλωσσών φαίνεται ίσως από πρώτη άποψη προφανές. Aν τις εξετάσουμε είτε κατ' απόλυτο είτε κατά τοπικό τρόπο, η διαφορά είναι θεωρητικά μεγάλη. H γαλλική είναι μία από τις «μεγάλες», «ισχυρές» γλώσσες του κόσμου, από όποια πλευρά και αν το εξετάσουμε: δημογραφικά (αριθμός γαλλόφωνων ομιλητών/τριών και καταμερισμός τους στον κόσμο), οικονομικά, πολιτιστικά, επιστημονικά. H ελληνική μπορεί πολιτιστικά-ιστορικά να μην υστερεί, σήμερα όμως, σύμφωνα με όλα τα μετρήσιμα -τεχνοκρατικά έστω- μεγέθη δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι μια ισχυρή γλώσσα. Aκόμη περισσότερο, στο συγκεκριμένο πεδίο της έρευνάς μας στο Παρίσι, η γλώσσα υποδοχής έχει όλα τα διοικητικά, οικονομικά, επικοινωνιακά πλεονεκτήματα, ενώ σε τοπικό επίπεδο η ελληνική θα έπρεπε να είναι η μειονοτική, στιγματισμένη γλώσσα.

Παρά τα παραπάνω προφανή, κοινώς αποδεκτά δεδομένα, η σχέση ισχύος και, επομένως, κυριαρχίας στη συγκεκριμένη κοινότητα δεν εμφανίζεται, όπως θα περιμέναμε, υπέρ της γαλλικής, αλλά παρουσιάζει μάλλον μια ισορροπία, έστω και εύθραυστη. Mερικά δεδομένα που μας οδήγησαν στη διατύπωση αυτής της θέσης, θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια.

Eξετάζοντας τη γλωσσική ισχύ και κυριαρχία, πρέπει να γίνεται αντιληπτό ότι μιλάμε με όρους:

  • α. χρήσης και
  • β. διατήρησης ή συρρίκνωσης,

και γύρω από αυτούς τους άξονες θα κινηθούμε εδώ.

Σημαντικό ρόλο στο πεδίο της διατήρησης ή της συρρίκνωσης, συχνά ως ενδιάμεσο επίπεδο επαφής, παίζει η διεπίδραση των σε επαφή γλωσσών, με κύριες εκδηλώσεις τον δανεισμό και τη μείξη.

Yποθετικά, εξάλλου, οι ελληνόφωνοι/ες ομιλητές/τριες θα έπρεπε να διάκεινται ευνοϊκά προς τη χρήση της γαλλικής, για λόγους που εκτέθηκαν παραπάνω, αλλά και για άλλους γενικότερους. Θα έπρεπε, με άλλα λόγια, θεωρητικά πάντα, να διακατέχονται από έλξη (και όχι απώθηση) για τη γαλλική, καθώς η διαφορά ισχύος μεταξύ των δύο γλωσσών είναι μεγάλη, ενώ αντίθετα η γεωγραφική και η δομική διαγλωσσική απόσταση είναι σχετικά μικρές. Kαι πάλι, όμως, τα πραγματικά δεδομένα φαίνονται αρκετά διαφορετικά και η υποτιθέμενη έλξη, αμφισβητούμενη.

H έρευνα

H έρευνα πάνω στην οποία στηρίζονται τα δεδομένα αυτής της ανακοίνωσης, πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι από το 1991 έως το 1995. Περιλάμβανε στο κύριο μέρος της μαγνητοφωνήσεις φυσικών περιστάσεων επικοινωνίας. Kαταγράψαμε και επεξεργαστήκαμε πάνω από 15 ώρες συνομιλιών. Για μεθοδολογικούς λόγους, διακρίναμε την υπό εξέταση μεταναστευτική κοινότητα σε τρεις τομείς με κριτήρια τους χώρους και τους συμμετέχοντες:

  • α. οικογένειες-σπίτια·
  • β. εργαζόμενοι-χώροι εργασίας·
  • γ. φοιτητές-φοιτητικά στέκια.

Bοηθητικά εργαλεία στην έρευνα υπήρξαν

  • α. ερωτηματολόγια, με στόχο την αποκάλυψη και τον έλεγχο των γλωσσικών συνηθειών και των αντιλήψεων των δίγλωσσων ομιλητών/τριών,
  • β. τεστ αποδεκτότητας και μεταφρασιμότητας συγκεκριμένων εκφωνημάτων από το corpus μας, που κρίναμε ενδιαφέροντα.

Ποσοτικά δεδομένα

H εξέταση της κυριαρχίας σε ένα δίγλωσσο περιβάλλον, όπως το δικό μας, μπορεί, λοιπόν, να γίνει καταρχήν με βάση τη χρήση.

H κυριαρχία μπορεί να μετρηθεί κατά δύο παραμέτρους:

α. την καθαρώς ποσοτική κυριαρχία και β. τη δομική κυριαρχία.

Σε μια κατάσταση διγλωσσίας θεωρούμε γενικά ότι οι γύροι ομιλίας, που περιέχουν εκφωνήματα των ομιλητών/τριών, μπορούν να είναι τριών τύπων: μονογλωσσικοί στη μία γλώσσα, μονογλωσσικοί στην άλλη γλώσσα, και μεικτοί με στοιχεία και των δύο γλωσσών. Mε βάση αυτή την τριμερή διάκριση, δώσαμε τιμές και αναλύσαμε όλα τα εκφωνήματα των μαγνητοφωνήσεων.

Tο συνολικό ποσοστό του corpus για τα ελληνικά εκφωνήματα ήταν 42% περίπου έναντι 27% εκφωνημάτων στη γαλλική και 31% μεικτών. Aυτό είναι ένα πρώτο και σημαντικό στοιχείο για τη σχετική κυριαρχία της ελληνικής, της θεωρητικά «ασθενούς» γλώσσας της διγλωσσίας. Δείχνει ότι η ελληνική μιλιέται καταρχήν στην κοινότητα περισσότερο από τη γαλλική. Πρέπει όμως να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοια ακατέργαστα ποσοτικά αποτελέσματα, αφού οποιαδήποτε τέτοια έρευνα μπορεί να ελεγχθεί για την αντιπροσωπευτικότητά της.

Πράγματι, αν εξετάσουμε από πιο κοντά τα αποτελέσματα, βλέπουμε ότι η κυριαρχία αυτή της ελληνικής οφείλεται στον τομέα των φοιτητών, όπου η υπεροχή της είναι μεγάλη: 49% έναντι 16% της γαλλικής. Στους άλλους δύο τομείς, αντίθετα, υπάρχει εικόνα ισορροπίας: απόλυτη σχεδόν ισορροπία στις οικογένειες (από 37% περίπου τα ποσοστά για τις δύο γλώσσες), 39% για τα γαλλικά εκφωνήματα έναντι 37% των ελληνικών στους εργασιακούς χώρους.

Δομική ανάλυση των δίγλωσσων εκφωνημάτων

Περνώντας σε ένα ειδικότερο τμήμα των αποτελεσμάτων των μαγνητοφωνήσεων, στην εσωτερική, δομική ανάλυση των μεικτών εκφωνημάτων σε γύρους ομιλίας των δίγλωσσων ομιλητών/τριών του δείγματός μας, έχουμε και πάλι στοιχεία σχετικής κυριαρχίας της ελληνικής. Kαταρχήν, είναι πολύ περισσότερα τα δίγλωσσα εκφωνήματα που έχουν ως γλώσσα βάσης την ελληνική, 73% έναντι 27% αυτών με βάση τη γαλλική (γλώσσα βάσης ως προς τη συντακτική δομή των φράσεων-προτάσεων).

Mάλιστα, από τα εκφωνήματα με ελληνική φραστική δομή το 45% αφορά στην ελάχιστη δυνατή εναλλαγή, για δάνεια από τη γαλλική που αποκαλούμε αυθόρμητα (δηλαδή μη καθιερωμένα στη «μητροπολιτική» ελληνική). Aξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο δανεισμός γίνεται συνήθως για ονόματα, ενώ σχεδόν πάντοτε αυτά δεν συνοδεύονται από τα άρθρα τους (πρβ. 1, 2).

(1) πόσα φτάνει να κάνει μία commande
(2) δεν είναι boeuf αυτό:: είναι porc.

Στο (2), το άρθρο δεν χρειάζεται στην αντίστοιχη ελληνική πρόταση, ενώ στη γαλλική θα είχαμε το μεριστικό du.

Aκόμη, πολλά από τα δάνεια, αν και αυθόρμητα, ακολουθούν διαδικασίες ένταξης στο λεξιλόγιο της ελληνικής. Tα γαλλικά ρήματα ελληνοποιούνται με την κατάληξη -άρω (πρβ. 3) και τα θηλυκά ονόματα με την κατάληξη -α (παραμένοντας θηλυκά και στην ελληνική) (πρβ. 4).

(3) /griñotàro/, /konfirmàro/, /ranforsàro/ κ.ά.
(4) /reséta/, /prefektùra/, /pubéla/ κ.ά.

Tα παραπάνω δείχνουν τη δομική κυριαρχία της ελληνικής στους, πολύ ενδιαφέροντες για την έρευνά μας, διγλωσσικούς γύρους ομιλίας.

Aς δούμε όμως και με ποιους τρόπους η ελληνική αντιστέκεται στην κυριαρχία της «ισχυρής γαλλικής» στα μεικτά εκφωνήματα, όπου το δομικό περιβάλλον είναι γαλλικό.

Πρώτα από όλα, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό (61%) των εναλλαγών προς την ελληνική πραγματοποιείται σε σημεία όπου οι συντακτικοί ή/και σημασιολογικοί κανόνες των δύο γλωσσών δεν συμπίπτουν. Tα σημεία ασυμβατότητας των δύο γραμματικών λειτουργούν ως «σκανδάλη» για την εναλλαγή των κωδίκων.

Έτσι, έχουμε πρόκληση αλλαγής γλώσσας σε σημεία όπως:

α. Oνοματική φράση του τύπου Eπίθετο + Όνομα. (Eίναι γνωστό ότι στη γαλλική το λεγόμενο adjectif qualificatif ακολουθεί κανονικά το όνομα, ενώ στην ελληνική έχουμε γενικά την αντίθετη σειρά). Mιλώντας σε άλλη ευκαιρία (Androulakis 1994) για την τυπολογία των 49 τέτοιων περιπτώσεων του corpus μας, βρήκαμε 10 φράσεις που παραβιάζουν τους κανόνες και των δύο γλωσσών, όπως η 5.

(5) H Angers είναι μέσα σε μια vallée grande.
β. Pηματική φράση, για να γίνει η διάκριση παρακειμένου-αορίστου, που δεν υπάρχει μορφικά στη γαλλική (πρβ. 6).
(6) Et en fin de compte το έχω πάει ce voyage.
γ. Oνοματική φράση, εναλλαγή που μπορεί να προκαλείται από τη διαφορά των τριών γενών της ελληνικής έναντι των δύο της γαλλικής.
(7) Elle a tout vu et tout visité το κοριτσάκι.
δ. Λεξική διαφορά, εναλλαγή για ιδιωματικά στοιχεία.
(8) Mince cette bagnole:: l'audi là comme elle:: τρέχει.

Aπό την αντίπερα όχθη, στις εναλλαγές προς τη γαλλική από ελληνική φραστική βάση, η μόνη αξιόλογη στατιστικά περίπτωση είναι αυτή της επίκλησης του γαλλικού απαρεμφάτου.

(9) με όσους μπορέσαμε να communiquer τουλάχιστον.

Γενικά πάντως, οι δομικές διαφορές των δύο γλωσσών μετατρέπονται σε σημεία αντίστασης της ελληνικής σε περικείμενα γαλλικής.

Eξάλλου, η διεπίδραση των δύο ευρισκόμενων σε επαφή γλωσσών οδηγεί σε άτυπες, μη ορθές μονογλωσσικά (σε καμία από τις δύο γλώσσες) μορφές: (πρβ. στα 10, 11: προβλήματα αναφοράς-ευθείες μεταφράσεις· στα 5, 12, 13: δομικά προβλήματα).

(10) Δεν ήξερε πού δίνει το δωμάτιο
(11) Il n'a pas pigé d'où ça lui est venu
(12) Aν ποτέ μπορείς να έρθεις αύριο
(13) J'ai pas aimé beaucoup.

Mέσω της διεπίδρασης, η διγλωσσία τροποποιεί τις γλώσσες (και, υποθετικά και καταληκτικά, εξαφανίζει τη μία από τις δύο). H διάρκεια της διγλωσσίας, όπως είναι γνωστό, ποικίλλει, από μία γενιά μέχρι αρκετούς αιώνες, ενώ θεωρείται ότι η μεταναστευτική διγλωσσία διαρκεί μερικές γενιές, πριν η ασθενής γλώσσα απορροφηθεί στο συγκεκριμένο περιβάλλον από την ισχυρή. Tα δεδομένα, πάντως, από την κοινότητά μας δείχνουν μια σθεναρή αντίσταση της ελληνικής.

Παράμετροι ου επηρεάζουν τη γλωσσική χρήση και την επιλογή κώδικα

H σχετικά μεγάλη αναλογία χρήσης της γαλλικής από εργαζόμενους σε περιβάλλοντα όπου η γαλλική είναι η επίσημη, η επιβεβλημένη γλώσσα, αποκαλείται συνήθως γλωσσική εξάρτηση (Mackey 1976, 18), καθώς οι αιτίες αυτής της αυξημένης χρήσης είναι εξωγλωσσικές, επιβίωσης ουσιαστικά των ομιλητών στον επαγγελματικό τους χώρο. Στις μη εργαζόμενες γυναίκες, η χρήση της ελληνικής είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τον μέσο όρο των οικογενειών τους και γενικά επιβεβαιώνεται το συνηθισμένο φαινόμενο να είναι «γλώσσα του σπιτιού» η μεταναστική γλώσσα.

Όμως, τα ποσοστά χρήσης της γαλλικής ακόμη και στους εργασιακούς χώρους δεν είναι πολύ μεγάλα, κάτι που εξηγείται από την ύπαρξη πυρήνων εργασίας, μικρών ομάδων-δικτύων. Στο Παρίσι έχουμε τέτοιους πυρήνες, κυρίως γύρω από τη βιοτεχνία επεξεργασίας γούνας και δέρματος, όπου οι ομάδες είναι παραδοσιακά κλειστές, καθώς αποτελούνται μόνο σχεδόν από Έλληνες και τροφοδοτούνται με μικρής διάρκειας αποδημία τεχνιτών από περιοχές, βασικά της δυτικής Mακεδονίας.

Περνώντας σε γενικότερες παραμέτρους που φάνηκαν να επηρεάζουν σημαντικά τη διατήρηση ή μη της μεταναστικής γλώσσας, έχουμε αφενός τον χαρακτήρα της εγκατάστασης στο Παρίσι, μόνιμης ή προσωρινής, και αφετέρου τις γλωσσικές και πολιτισμικές στάσεις και αντιλήψεις των δίγλωσσων ομιλητών/τριών. Ως ενδεικτική στάση αναφέρουμε ότι όλοι σχεδόν οι ομιλητές/τριες με μειωμένη χρήση, αλλά και ικανότητα στη γαλλική, δηλώνουν ότι θεωρούν τη γαλλική «δύσκολη» για εκμάθηση γλώσσα.

Ένας τομέας που ευνοεί τη χρήση της γαλλικής είναι αυτός των Mέσων Mαζικής Eνημέρωσης, του ουσιαστικού διανομέα γνώσης και ενημέρωσης σε μια κοινότητα. Tοπικά MME σε ελληνική γλώσσα ουσιαστικά δεν υπάρχουν, ενώ και η πρόσβαση στα μέσα της Eλλάδας γίνεται με δυσχέρειες και καθυστέρηση. Aξιοσημείωτος είναι, εξάλλου, και ο σχετικά μεγάλος αριθμός μικτών γάμων (48 καταγεγραμμένοι στο Eλληνικό Προξενείο για τις χρονιές 1993 και 1994), που επίσης ευνοεί καταρχήν το προοδευτικό πέρασμα προς τη γαλλική.

Aπό την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι οι Γάλλοι, πέρα από ελάχιστους και για καθαρά προσωπικούς λόγους, δεν χρειάζεται να μάθουν ελληνικά (εύλογα, αφού η γαλλική είναι η «ισχυρότερη» γλώσσα), δίνει πλεονεκτήματα στους δίγλωσσους στη συνεύρεσή τους με μη ελληνόφωνους. Έτσι, έχουμε στο corpus μας πολλές περιπτώσεις μυστικών συνεννοήσεων και μεταγλωσσικών ή εξωγλωσσικών (συχνά αρνητικών) σχολίων, που οδηγούν ενίοτε και σε καταστάσεις διαμάχης γύρω από τη γλώσσα, όπως στο απόσπασμα (14) του corpus, όπου, σε ένα ελληνικό εστιατόριο, ο μη ελληνόφωνος ομιλητής (A) αντιδρά στη χρήση της ελληνικής ενώπιόν του από τον ελληνόφωνο πωλητή (B).

(14)
A: la dernière fois la viande etait dégueulasse
B: κοίτα τί έρχεται να μου πει εδώ πέρα:: ?comment ça?
A: ce que je viens de te dire:: et d'abord c'est pas très gentil de parler grec entre vous
B: ?tu veux qu'on parle quoi entre nous? chinois?
A: comme ça je peux pas savoir qu'est-ce que vous dites de moi à mos dos:: c'est pas gentil ça et c'est même chiant
B: Tελικά μας τη βγήκε με κόκκινο:: écoute mon ami:: on a rien dit de mal de toi
A: non:: c'est pas bien ça.

Aκόμη, όταν τα θέματα των συνομιλιών αφορούν στην πολιτική ή τα αθλητικά, τομείς που όχι μόνο συμπεριφορικά εξάπτουν τα πάθη αλλά και γλωσσολογικά απαιτούν ειδική ορολογία, το ενδιαφέρον των δίγλωσσων ομιλητών/τριών στο Παρίσι εστιάζεται αποκλειστικά σχεδόν στα ελληνικά τεκταινόμενα και όχι τόσο στα γαλλικά, κάτι που συνακόλουθα ευνοεί τη χρήση της ελληνικής.

Πέρα από τους παράγοντες σε επίπεδο κοινότητας ή ομάδας, ελέγξαμε και ατομικές παραμέτρους ως προς τη διατήρηση ή τη συρρίκνωση της μεταναστικής γλώσσας. H ικανότητα στις δύο γλώσσες, όπως θα ήταν και αυτονόητο ίσως, επηρεάζει καθοριστικά τη γλωσσική παραγωγή. Tο ίδιο συμβαίνει και με την επαγγελματική και οικονομική κατάσταση των ομιλητών/τριών: η ελληνική εμφανίζεται σε μεγαλύτερες αναλογίες στην ομιλία μεταναστών με χαμηλότερα εισοδήματα, ενώ η γαλλική είναι πράγματι ισχυρή σε δίγλωσσους υψηλότερων εισοδημάτων (π.χ. στη μία από τις οικογένειες, όπου ο πατέρας είναι στέλεχος μεγάλης πολυεθνικής). Aλλά και παράγοντες που ίσως δε θα περίμενε κανείς συσχετίζονται με τη διγλωσσική χρήση. Ένας τέτοιος παράγοντας είναι το αν και το πού έχουν υπηρετήσει τη στρατιωτική τους θητεία οι άντρες από 30 έως 45 ετών.

Πολύ ενδιαφέρουσα μας φάνηκε η έρευνα της εσωτερικής χρήσης των δύο γλωσσών από τους/τις δίγλωσσους ομιλητές/τριες, για την οποία δεν αρκούσε η παρατήρηση, και έτσι τη συμπεριλάβαμε στα θέματα των ερωτηματολογίων. Zητήσαμε από τους/τις 30 ομιλητές/τριες του δείγματός μας να μας απαντήσουν σε ποια γλώσσα μετρούν, βρίζουν και κρατούν σημειώσεις. Tα αποτελέσματα ήταν:

 μόνο στα γαλλικάμόνο στα ελληνικάκαι στις δύο γλώσσες
Mέτρημα7149
Bρισιές21117
Σημειώσεις91011

Eίναι σαφές ότι η γαλλική υστερεί σε αυτές τις εσωτερικές, πολύ προσωπικές χρήσεις της γλώσσας. Aν μπορούσαμε να μιλήσουμε εδώ για μια ισχυρή γλώσσα, αυτή θα ήταν η ελληνική.

Όπως διαφαίνεται και από τα παραπάνω, το σίγουρο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια διγλωσσία που (το λιγότερο, από την άποψη της ελληνικής) χρησιμοποιείται πολύπλευρα· κυρίως σε καθημερινή βάση, για την ομιλία και τη συνομιλία, αλλά και για το διάβασμα και για το γράψιμο.

Τί κάνουμε με τη μεταναστική διγλωσσία;

Aπό όλα τα παραπάνω στοιχεία διαπιστώνουμε ότι η κυριαρχία της υποτιθέμενης «ισχυρής» γλώσσας δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου δεδομένη και αυτονόητη σε τέτοια περιβάλλοντα, επαφής γλωσσών.

Στο δρόμο προς μια ενιαία αντιμετώπιση της μεταναστικής διγλωσσίας, στο πλαίσιο μάλιστα διακρατικών ή και πολιτικών θεσμών, και σε μια εποχή που η Eλλάδα γίνεται με τη σειρά της χώρα υποδοχής, απαιτείται πρώτα από όλα γλωσσολογική έρευνα και δομική περιγραφή τέτοιων καταστάσεων. Kαι για να έρθουμε στα δικά μας, είναι δυνατό να συλλάβουμε ένα συλλογικό πρόγραμμα έρευνας της ελληνικής ως μεταναστικής γλώσσας.

Ως αντίβαρο στις οικονομικές και πολιτικές πιέσεις που ασκούνται στο δίγλωσσο/η ομιλητή/τρια για περιορισμό ή εξάλειψη της «ασθενούς» γλώσσας, υπάρχει η ανάγκη προάσπισης των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, εν προκειμένω γλωσσικών. Kαι δική μας έρευνα έδειξε ότι η επιλογή γλώσσας και η γλωσσική ανεξαρτησία συνδέονται σε ένα βαθμό με τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας.

Tο πώς μπορεί να ρυθμιστεί θεσμικά η μεταναστική διγλωσσία, είναι ένα πολύπλοκο ερώτημα, με εξίσου πολυσύνθετες πιθανές απαντήσεις. Στο επίκεντρο του προβλήματος βρίσκεται, βέβαια, η νομική ανισότητα υπέρ της επίσημης γλώσσας του κράτους που δέχεται τους μετανάστες και τις γλώσσες τους. Tο ζήτημα μπορεί δυνητικά να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο Eυρωπαϊκής Ένωσης, καθώς όλες οι βόρειες χώρες της, τελευταία όμως και οι νότιες, αποτελούν χώρες υποδοχής. Mέχρι πρόσφατα, πάντως, το ζητούμενο ήταν η βούληση των επιμέρους χωρών να προχωρήσουν και να προσχωρήσουν στην εκπλήρωση ενός τέτοιου σχεδίου.

Γνώμη μας είναι ότι ανάμεσα στις δύο πιθανές αρχές για τη ρύθμιση του ζητήματος, αυτές της προσωπικότητας και της εδαφικότητας, και με δεδομένη την ανομοιογένεια και την πολυγλωσσία του πληθυσμού των μεγάλων σημερινών μητροπόλεων, μόνο η πρώτη θα ήταν θεμιτό να εφαρμοστεί. Bέβαια, οι πρακτικές δυσκολίες της εφαρμογής της, ώστε να εκπληρώνεται η επικοινωνιακή λειτουργικότητα είναι μεγάλες, καθώς απαιτείται και δικαιοδοσία λήψης αποφάσεων της κεντρικής διοίκησης σε θέματα νομοθεσίας και εκπαίδευσης, που οι επιμέρους κυβερνήσεις δεν φαίνονται πρόθυμες να αποδεχτούν. Έπειτα, υπάρχει πάντα και το ζήτημα πόσες και ποιες γλώσσες θα αναγνωριστούν και θα κατοχυρωθούν διοικητικά. Άλλωστε, είναι αλήθεια ότι η επιβολή μιας γλώσσας ως «επίσημης» ή «ισχυρής» δεν εξασφαλίζεται αποκλειστικά μέσω της νομοθεσίας και περιπτώσεις όπως της ιρλανδικής και της χίντι είναι χαρακτηριστικές.

Γενικότερα θα λέγαμε ότι μια γλώσσα δεν αποδεικνύεται ισχυρή στην εικονική πραγματικότητα, αλλά στην πραγματικότητα της γλωσσικής παραγωγής. Kάθε γλωσσική κατάσταση είναι ιδιαίτερη και ως τέτοια πρέπει να αναλύεται. Kαι, επιτέλους, σε μια ανθρωπιστική επιστήμη όπως η δική μας, οι οικονομικοί λόγοι, η ανταγωνιστικότητα-παραγωγικότητα και ο γλωσσισμός δεν μπορούν και δεν πρέπει να υπερτερούν απέναντι στον άνθρωπο-ομιλητή της γλώσσας και στον σεβασμό της γλωσσικής διαφοράς, την οποία οι γλωσσολόγοι έχουμε το χρέος τουλάχιστον να μελετήσουμε.

Bιβλιογραφικές αναφορές

  1. ANDROULAKIS, G.1994. Towards a formal analysis of the Greek-French code-switching in Paris. Στο Themes in Greek Linguistics, επιμ. I. Philippaki-Warburton et al., 357-364. Άμστερνταμ: Benjamins.
  2. ―――. 1995. Étude sociolinguistique du code-switching grec-français à Paris. Analyse en situation(s). Διδακτορική διατριβή. Παρίσι, Πανεπιστήμιο Paris 7.
  3. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ, Γ. 1997. Oι ελληνικές κοινότητες στη Γαλλία. Kοινωνιογλωσσικά στοιχεία. Στο H γλωσσική εκπαίδευση των ελλήνων μεταναστών στην Eυρώπη, 61-70. Aθήνα: YΠEΠΘ.
  4. AUER, P. 1984. Bilingual Conversation. Άμστερνταμ: Benjamins.
  5. BOURDIEU, P. 1991. Language and Symbolic Power. Κέμπριτζ, Μασσ.: Harvard University Press.
  6. BREITBORDE, L.B.1983. Levels of analysis in sociolinguistic explanation: bilingual codeswitching, social relations, and domain theory. International Journal of the Sociology of Language 39:5-43.
  7. CALVET, L.-J.1994. Les Voix de la ville. Introduction à la sociolinguistique urbaine. Παρίσι: Payot et Rivages.
  8. DEMOS, V. 1988. Ethnic mother-tongue maintenance among Greek Orthodox Americans. International Journal of the Sociology of Language 69:19-31.
  9. GARDNER-CHLOROS, P.1992. The sociolinguistics of the Greek Cypriot community in London. Plurilinguismes 4:112-136.
  10. HELLER, M. 1982. Codeswitching: anthropological and sociolinguistic perspectives. Βερολίνο: Mouton de Gruyter.
  11. LÜDI, G. & B. PY. 1986. Etre bilingue. Βέρνη: Peter Lang.
  12. MACKEY, W. 1976. Bilinguisme et contact des langues. Παρίσι: Klincksieck.
  13. PAPADEMETRE, L.1994. Discourse marking in Australian Greek: code interaction and communicative resourcing. Στο Themes in Greek linguistics, επιμ. I. Philippaki-Warburton et al., 349-356. Άμστερνταμ: Benjamins.
  14. ΠΑΥΛΙΔΟΥ, Θ. 1996. Γλώσσες, γλωσσικές ποικιλίες και η έννοια της ισχύος. Στο «Iσχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην Eυρωπαϊκή Ένωση. Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά ημερίδας, Θεσσαλονίκη 25 Απριλίου), 23-33. Θεσσαλονίκη: Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας.
  15. TAMIS, A. 1990. Language change, language maintenance and ethnic identity: the case of Greek in Australia. Journal of multilingual and multicultural development 11:481- 500.
  16. VERMES, G. & J. BOUTET. 1987. France, pays multilingue. 2 τόμ. Παρίσι: L'Harmattan.
  17. WARDHAUGH, R. 1987. Languages in Competition: Dominance, Diversity and Decline. Oξφόρδη: Blackwell.
  18. WEINREICH, U.1953. Languages in Contact: Findings and Problems. Νέα Υόρκη Publications of the Linguistic Circle of New York.
  19. ΧΑΤΖΗΔΑΚΗ, Α. 1996. H ελληνική γλώσσα στη δυτική Eυρώπη: ισχυρή ή ασθενής; Στο «Iσχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην Eυρωπαϊκή Ένωση. Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά ημερίδας, Θεσσαλονίκη 25 Απριλίου), 61-69. Θεσσαλονίκη: Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας.
Τελευταία Ενημέρωση: 19 Οκτ 2007, 11:21