Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

Δ1. Εισαγωγή

Ποιά είναι η σχέση των ομηρικών επών με την Ιστορία; Οι ιστορίες που εμπεριέχονται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια είναι πραγματικές ή φανταστικές; Έγινε ο Τρωικός πόλεμος ή τα γεγονότα που αναφέρονται σ' αυτόν αποτελούν αναμνήσεις και συναιρούν τα στοιχεία από άλλους πολέμους της προϊστορίας; Ήταν υπαρκτά πρόσωπα ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και οι άλλοι ήρωες της Ιλιάδας και της Οδύσσειας; Πόλεις όπως η Τροία, οι Μυκήνες, η Ιθάκη υπήρχαν στην πραγματικότητα ή είναι αποκυήματα της φαντασίας μιας ποιητικής ιδιοφυίας ή γενικότερα της αρχαίας ποίησης; Ποιά ιστορική περίοδος αποτελεί το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζονται τα έπη; Είναι μία ή πολλές; Πώς μπορούμε, αν μπορούμε, να συσχετίσουμε αρχαιολογικές και ιστορικές πληροφορίες με τις ομηρικές περιγραφές; Μπορούν οι πληροφορίες αυτές να μας δώσουν μια αξιόπιστη εικόνα για το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρούσαν οι ομηρικοί ήρωες και για τον υλικό και πνευματικό κόσμο, για τις ιδέες, τις αξίες και την καθημερινότητα κάποιας συγκεκριμένης ιστορικά εποχής;

Τα παραπάνω ερωτήματα έχουν απασχολήσει από πολύ παλιά την έρευνα. Ακόμα και σήμερα οι οπαδοί της ιστορικότητας και της μη ιστορικότητας του Ομήρου «συγκρούονται σθεναρά». Ο Γ. Λάτατζ (J. Latacz), κλασικός φιλόλογος και ομηριστής, κλείνει το βιβλίο του H Τροία και Όμηρος: Ο δρόμος για τη λύση ενός παλαιού αινίγματος (Latacz 2005) με την πρόταση ότι «πρέπει να πάρουμε τον Όμηρο στα σοβαρά». Αντίθετα, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της επικρατούσας, σήμερα, φιλολογικά, νεοαναλυτικής σχολής, η οποία θεωρεί τα έπη ως αποκλειστικά λογοτεχνικά δημιουργήματα, ο Β. Κούλμαν (W. Kullmann) σημειώνει χαρακτηριστικά: «το όνειρο του Σλήμαν (σημ. του Γερμανού αρχαιολόγου που «βρήκε την Τροία») ότι είναι δυνατόν να αντληθούν από τα ομηρικά έπη ιστορικές πληροφορίες για έναν Τρωικό Πόλεμο ενταφιάστηκε οριστικά».[1]

Το κείμενο που ακολουθεί διερευνά την ιστορικότητα του Ομήρου προσπαθώντας να συζητήσει και να σκιαγραφήσει την ομηρική εποχή με βάση τα παλαιότερα και νεότερα αρχαιολογικά ευρήματα και τα σχετικά συμπεράσματα των αρχαιολόγων, των φιλόλογων και των ιστορικών ακολουθώντας τις νεότερες κατευθύνσεις της έρευνας σύμφωνα με την οποία

«Ο Όμηρος είχε στραμμένο το βλέμμα του στο παρελθόν. Στα δύο έπη βρίσκονται αναμεμειγμένα στοιχεία από τη μυκηναϊκή εποχή, από τους σκοτεινούς αιώνες που τη διαδέχθηκαν και από την περίοδο της τελικής σύνθεσης των δύο επών τον 8ο αιώνα. Σε αυτά αποτυπώνονται, όμως, επίσης -και μάλιστα με ιδιαίτερη ευκρίνεια- ιδέες, αντιλήψεις και νοοτροπίες που θα σφράγιζαν την αρχαία ελληνική ιστορία στο σύνολό της. Σε θέματα όπως είναι η σχέση των ανθρώπων με τους θεούς, η σημασία της αριστείας, το επισφαλές και απρόβλεπτο της ανθρώπινης ζωής και ο ρόλος της ποίησης στην κοινωνία, το ομηρικό κοσμοείδωλο διατήρησε την αξία του για αιώνες.

Ο Όμηρος ήταν κοινό κτήμα για όλους τους Έλληνες, και ο ιδεατός κόσμος του ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την ταυτότητά τους. Μέσω αυτού οι νέοι διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση έως το τέλος της αρχαιότητας. Αυτόν επικαλούνταν φιλόσοφοι, σοφιστές, πολιτικοί και ρήτορες προκειμένου να περιβάλουν μια θέση τους με το κύρος της παράδοσης και την αίγλη του κοινά αποδεκτού. Ποτέ δεν έπαψαν, μάλιστα, να ερίζουν οι πόλεις που θεωρούσαν τον Όμηρο δικό τους γέννημα και θρέμμα. Ιδιοποίηση του Ομήρου σήμαινε ιδιοποίηση του καθολικότερου στοιχείου του ελληνισμού».[2]

Είναι γεγονός, πάντως, ότι όσο και να το θέλουμε «ποτέ δεν θα καταφέρουμε να αποκομίσουμε πραγματική ιστορία από τα ομηρικά ποιήματα, αλλά μπορούμε να μάθουμε το τί σκέφτονταν οι Έλληνες του όγδοου αιώνα π.Χ. για τον κόσμο και τον εαυτό τους» (Powell 2004: 50).

1 Βλ. Σπ. Μοσκόβου, «Να πάρουμε τον Όμηρο στα σοβαρά;», εφ. Το Βήμα 29/04/2001.

2 Κυρτάτας & Ράγκος 2010, «1.2. Την οργή ψάλλε, θεά, του Αχιλλέα».