Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

Γ2.2. Δομή και θέματα

Από παραδειγματική και συνταγματική άποψη ο Ύμνος στη Δήμητρα δεν παρουσιάζει μεγάλες εκπλήξεις: υπακούει στο τριαδικό σχήμα της "επίκλησης", της "διήγησης" και της "παράκλησης". Η αφήγηση αρθρώνεται σε τρία κεφάλαια: το πρώτο αφιερώνεται στην αρπαγή της Περσεφόνης (στ. 4-32), το δεύτερο στην αναζήτησή της από τη Δήμητρα (στ. 33-437), το τρίτο στην υπό όρους επιστροφή Κόρης και Μητέρας στον Όλυμπο (στ. 438-489). Η ροή της διήγησης παρακολουθεί τον τύπο της επικής οἴμης, δηλαδή του δρόμου, είναι, επομένως, καταρχήν ευθύγραμμη, δίχως χρονολογικές ανακολουθίες. Ωστόσο δεν λείπουν κάποιες προβολές στο μέλλον, που διαταράσσουν προσώρας τη συνέχεια της διήγησης - και, κυρίως, προς την έξοδο του ύμνου, η διηγηματική ευθεία καμπυλώνεται, τείνει να γίνει κύκλος, καθώς πρόσωπα, θέματα και χώροι της αρχής του ποιήματος επανέρχονται στο τέλος του.

Από τα μορφολογικά στοιχεία του ύμνου που τον χαρακτηρίζουν και τον καθιστούν αξιέπαινο ξεχωρίζουν οι διηγητικές περιγραφές, όπου κυριαρχεί η λυρική περιπάθεια. Μάλιστα τα λυρικά στοιχεία διεισδύουν και στην αφήγηση της δράσης, "νοθεύοντας" έτσι το γνωστό μας επικό ύφος. Στατιστική, εξάλλου, έξαρση (πάντα σε σχέση με το έπος) παρουσιάζουν και οι κάθε λογής λόγοι του ύμνου: μονόλογοι και διάλογοι, πλάγιοι και ευθείς. Αν η δράση αντιστοιχεί στην κίνηση και οι περιγραφές στη στάση ή στην ανακοπή της δραστικής αφήγησης, τότε οι λόγοι ορίζουν, μέσα στη σύνταξη του ποιήματος, την "κατάσταση", στον βαθμό που ανοίγουν τον ορίζοντα προς τον εσωτερικό κόσμο των υποκειμένων της διήγησης: στα συναισθήματά τους και στις θυμικές τους αντιδράσεις. "Κίνηση - στάση - κατάσταση", αυτό το τριαδικό σχήμα προβάλλει ήδη καθαρά στον ύμνο και καθιερώνεται (Μαρωνίτης 1990).

Καθώς το ποίημα εξελίσσεται, διασταυρώνονται μεταξύ τους δύο άξονες χώρου και χρόνου: ο ένας είναι κάθετος, ο άλλος οριζόντιος. Ο κάθετος άξονας συνδέει τον ουρανό ή τον Όλυμπο με τον Άδη, ανήκει στους θεούς και αγνοεί τη διαίρεση του χρόνου σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Αντίθετα, ο οριζόντιος άξονας ορίζει για λίγο την επίγεια αποπλάνηση της Περσεφόνης, και κυρίως την επίγεια περιπλάνηση της Δήμητρας, όπου η θεά σμίγει με τους ανθρώπους. Στον ανθρωπολογικό αυτόν άξονα ο χρόνος μερίζεται σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, ευνοώντας έτσι την ανάπτυξη της διήγησης. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι η διήγηση περατώνεται όταν η έκπτωση της Δήμητρας από τον κάθετο, θεολογικό άξονα στον ανθρωπολογικό και οριζόντιο διορθώνεται· όταν η θεά επιστρέφει στον Όλυμπο, όπου κυριαρχεί το αδιαίρετο παρόν, μέσα στο οποίο τίποτε δεν μπορεί πια να συμβεί, εκτός από την αιώνια ευτυχία.

Κατά μία άποψη, οι «Ομηρικοί ύμνοι» καλύπτουν το κενό μεταξύ θεογονικής ποίησης και ηρωικού έπους. Ειδικότερα, η πλοκή του «Ύμνου στη Δήμητρα» μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση των τριών στίχων που ο Ησίοδος αφιερώνει στη θεά (Θεογ. 912-914): η συναίνεση του Δία στην αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη (στ. 3) θέτει την πλοκή σε κίνηση, που οδηγεί στην ενσωμάτωση του Κάτω Κόσμου στο πεδίο κυριαρχίας του Δία· επιπλέον, η σύμφωνη γνώμη του για την εναλλασσόμενη παραμονή της κόρης στον κάτω και πάνω κόσμο (στ. 460-469) παρέχει τη συμβιβαστική λύση που επαναφέρει τη Δήμητρα στην Ολύμπια τάξη. Ο «Ύμνος στη Δήμητρα», αν και προβάλλει το θεμελιώδες χάσμα μεταξύ θεών και θνητών, μοιάζει να μετριάζει την απολυτότητα της ανθρώπινης φθαρτότητας με τη σύσταση από τη θεά της Ελευσίνιας λατρείας της, που προσφέρει στους μυημένους της την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή μετά θάνατον (στ. 480-482).

Κείμενα

(α) Η αρπαγή της Περσεφόνης, στ. 1-87 (μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)

Τη Δήμητρα -θεά καλλίκομη, σεμνή- θα υμνήσω,

την ίδια και την κόρη της με τα λεπτά σφυρά·

ο Αϊδωνεύς την άρπαξε, ο Ζευς τού την εχάρισε,

βαρύχτυπος, βροντόφωνος· κι από τη Δήμητρα, οπού κρατεί

χρυσό σπαθί κι ωραίους καρπούς,

τη χώρισε, την ώρα που έπαιζε με τις βαθύκολπες Ωκεανίδες.

Μαζεύοντας λουλούδια, ρόδα και κρόκο,

όμορφους μενεξέδες σε μαλακό λιβάδι,

κρίνα, υάκινθο και νάρκισσο - η Γη τον έσπειρε τον νάρκισσο,

δόλο της Κόρης με το πρόσωπο ανθισμένο,

γιατί ο Δίας το θέλησε, κάνοντας χάρη στον Πολυδέκτη.

Έλαμπε ο νάρκισσος, θαύμα και θέαμα σε όλους όσοι τον είδαν,

αθάνατοι θεοί και άνθρωποι θνητοί·

από την ίδια ρίζα φύτρωναν μοσχομυρίζοντας άνθη εκατό -

γέλασε τότε ο ουρανός απέραντος από ψηλά,

η γη ολάκερη και τ' αλμυρό το κύμα της θαλάσσης.

Θαμπώθηκεν κι η Κόρη κι έσκυψε, απλώνοντας τα δυο της χέρια,

να πιάσει του κόσμου αυτό το χάρμα.

Ξάφνου ανοίγει η γη, στο Νύσιο πεδίο,

από βαθιά έγινε πλατιά, κι ανέβηκε ο βασιλιάς του κάτω κόσμου

με τα άλογά του αθάνατα, ο πολυώνυμος του Κρόνου γιος.

Βίαια την άρπαξε, την έσυρε επάνω στο χρυσό του άρμα, ολοφυρόμενη,

ενώ η φωνή της κατακόρυφη αντηχούσε,

καλώντας τον πατέρα της Κρονίδη, μέγα και πρώτον.

Κι όμως κανείς δεν βρέθηκε, αθάνατος ή και θνητός,

ν' ακούσει την κραυγή της,

μήτε λαμπρόκαρπες οι Ελιές.

Μόνον η θυγατέρα του Περσαίου -φίλη καλή, φίλη πιστή- αυτή

την άκουσε μες στη σπηλιά της, η Εκάτη με το μαγνάδι της πυκνό.

Κι ο Ήλιος βασιλεύοντας, ο γιος του Υπερίονα λαμπρός,

συνάκουσε κι αυτός της Κόρης την επίκληση,

καθώς παρακαλούσε τον πατέρα της Κρονίδη -

απόμακρος απ' τους λοιπούς θεούς, καθόταν

σε κατάμεστο ναό και τις καλές θυσίες των πιστών χαιρόταν.

Όμως εκείνην, με του Διός τη συγκατάθεση, την έσερνε άθελά της,

πολυσημάντορας και πολυδέκτης, μ' άλογα αθάνατα,

ο πολυώνυμος του Κρόνου γιος.

Όσο θωρούσε η Κόρη έναστρο τον ουρανό και το βαθύ ψαρίσιο πέλαγος,

όσο τη λάμψη έβλεπε του ήλιου· ελπίζοντας

να ξαναδεί τη σεβαστή της μάνα, το γένος των αθάνατων θεών·

η ελπίδα ζέσταινε τον σκοτισμένο μεγαλόψυχό της νου,

κι αντήχησαν βουνοκορφές και βάθη της θαλάσσης

απ' την αθάνατη φωνή της.

Ώσπου την άκουσε η σεμνή μητέρα της -σφάζει

την άμοιρη καρδιά της πόνος,

τον κεφαλόδεσμο, που τα θεσπέσια στόλιζε μαλλιά της,

τον σχίζει με τα χέρια της,

ρίχνει στους ώμους της τον μαύρο πέπλο, σαν το πουλί

ορμά γυρεύοντας, στεριά και θάλασσα, την Κόρη.

Όμως κανείς δεν ήθελε να της προδώσει την αλήθεια,

ούτε θεός ούτε θνητός,

κανείς δεν φανερώθηκε οιωνός,

για να της φέρει αληθινό μαντάτο.

Μέρες εννιά, νύχτες εννιά περιπλανήθηκε στη γη η σεβαστή Δηώ,

στα χέρια της βαστώντας αναμμένες δάδες·

την αμβροσία δεν γεύτηκε, το νέκταρ το γλυκό δεν το δοκίμασε,

δεν έλουσε το σώμα της, στη θλίψη βουτηγμένη.

Κι έφεξε η μέρα η δέκατη, προβάλλοντας λαμπρή η Αυγή·

τότε την συναπάντησε, κρατώντας το δικό της φως

στα χέρια της η Εκάτη,

έτοιμη να της πει την είδηση,

και την προσφώνησε μιλώντας·

«Δήμητρα σεβαστή, που φέρνεις και χαρίζεις στου κύκλου τα γυρίσματα

τους ώριμους καρπούς,

ποιός τάχα ουράνιος θεός, ποιός άνθρωπος θνητός

την Περσεφόνη σου άρπαξε, μαυρίζοντας τον νου σου;

Αν τη φωνή της άκουσα, όμως τα μάτια μου τον ένοχο ποιός ήταν δεν τον είδαν.

Βιάστηκα να σου πω την πάσα αλήθεια».

Έτσι της μίλησε η Εκάτη, εκείνη δεν της αποκρίθηκε,

καλλίκομη της Ρέας η θυγατέρα·

μόνον μαζί της χίμηξε, κρατώντας με τα χέρια της δαδιά αναμμένα,

ώσπου πλησίασαν τον Ήλιο, επόπτη ανθρώπων και θεών,

σταμάτησαν αντίκρυ στ' άλογά του,

και τότε ρώτησε η σεμνή θεά:

«Ήλιε σεβάσου με, εσύ τουλάχιστον, μια θεά·

αν κάποτε, με λόγο ή έργο, γιάτρεψα την καρδιά και την ψυχή σου·

έχω μια κόρη σπλάχνο μου, γλυκό λουλούδι, ομορφιά αξεπέραστη·

την άκουσα, φωνή σπαρακτική να σχίζει τον λαμπρό αιθέρα,

σαν να τη βίαζαν, μόνον που δεν την είδα με τα μάτια μου·

ωστόσο εσύ, που όλη τη γη και τα βαθιά πελάγη

με τις ακτίνες σου τα πάντα βλέπεις πεντακάθαρα,

μίλα και πες μου ειλικρινά,

ποιός, αν ίσως είδες, το κορίτσι μου το χώρισε

από μένα; ποιός, δίχως να τον θέλει,

το πήρε με τη βία,

κι έγινε αμέσως άφαντος,

θεός ή άνθρωπος θνητός;».

Έτσι τού μίλησε, κι εκείνος την προσφώνησε μιλώντας,

ο γιος του Υπερίονα·

«Δήμητρα Άνασσα, θυγατέρα της καλλίκομης Ρέας,

ό,τι ζητάς θα μάθεις·

γιατί πολύ σε σέβομαι και σε λυπάμαι,

καθώς βαριά η θλίψη σε σκοτίζει

για την καλλίσφυρή σου κόρη.

Άλλος κανείς δεν είναι ο ένοχος, εξόν ο Δίας που τα νέφη συννεφιάζει,

αυτός την έδωσε γυναίκα στον αυτάδελφό του,

να την κοιμάται και να τον ζεσταίνει·

εκείνος την κατέβασε στο ζοφερό σκοτάδι,

την άρπαξε με τ' άρμα του, την έσυρε με τ' άλογά του,

κι ας έβγαλε κραυγή μεγάλη εκείνη.

Όμως θεά, τον γοερό σου θρήνο τώρα πάψε,

δεν ωφελεί σε τίποτε να δίνεσαι έτσι στην άμετρή σου οργή.

Δεν είναι εξάλλου αταίριαστος γαμπρός

ένας αθάνατος πολυσημάντορας ο Αϊδωνεύς, ο αδελφός σου,

φύτρα της ίδιας μάνας, σπόρος του πατέρα σου.

Το ξέρεις, όταν ο κόσμος στην αρχή στα τρία μοιράστηκε,

εκείνου του 'πρεπε αυτή η τιμή, του έλαχε

ο κάτω κόσμος, νά 'ναι ο ένοικος κι ο άρχοντάς του».

(β) Η ίδρυση των Ελευσινίων μυστηρίων, στ. 459-495 (μετ. Δ. Κοπανίτσας)

Κι η Ρέα με το λαμπρό πέπλο αυτά της είπε:

Έλα, παιδί μου. Σε καλεί ο Ζευς, που βαριά χτυπάει

και το βλέμμα του πέρα για πέρα απλώνει,

στη συντροφιά των θεών να 'ρθείς, και τιμές υποσχέθηκε

να σου δώσει ανάμεσα στους αθάνατους θεούς όποιες θα 'θελες

και με ένα νεύμα του δέχτηκε, για χάρη σου,

η κόρη κάθε χρόνο, στο γύρισμά του,

το τρίτο μέρος να περνάει στο θολό σκοτάδι,

τα δυο όμως κοντά σε σένα και τους άλλους αθανάτους.

… Και συμφώνησε με του κεφαλιού του ένα νεύμα.

Αλλ' εμπρός, παιδί μου, κοίτα να υπακούσεις και μην πολύ

το τραβάς στο θυμό σου με τον μαυροσύννεφο γιο του Κρόνου.

Και γρήγορα κάνε να ξεπεταχτεί καρπός

που ζωή δίνει στους ανθρώπους. Αυτά είπε

και δεν παράκουσε η καλλιστέφανη Δήμητρα, αλλά γρήγορα

τον καρπό έκανε να ξεπροβάλει απ' τα παχιά χωράφια.

Και όλη η πλατιά γη από φύλλα και άνθη ξεχείλισε.

Κι αυτή στους βασιλιάδες πήγε που με το νόμο κυβερνάνε,

και στον Τριπτόλεμο έδειξε και στον Διοκλή τον αλογατάρη

και στον Εύμολπο

και στο παλικάρι τον Κελεό, του λαού τον ηγέτη,

πώς σωστά τις ιερουργίες να κάνουν

και τους δίδαξε λατρείες εξευμενιστικές, όργια καλά, σεβαστά.

Και το πώς είναι αυτά, θα το προσπεράσουμε.

Ούτε θα το μάθουμε ούτε θα το διαλαλήσουμε.

Φραγμό βάζει στη λαλιά το μέγα προς τους θεούς σέβας.

Μακάριος από τους γήινους ανθρώπους όποιος τά 'χει αυτά δει.

Και όποιος με τις ιερουργίες σχέση δεν έχει,

αυτός που αμέτοχος είναι, ποτέ με εκείνους όμοια

τύχη δεν θά 'χει, όταν θα χάνεται στων σκοταδιών τη σαπίλα.

Αφού λοιπόν όλ' αυτά ταχτοποίησε η μεγάλη θεά, κίνησε

κι έφτασε στον Όλυμπο, στη συντροφιά των άλλων θεών.

Και κατοικούνε εκεί, κοντά στο Δία που χαίρεται τον κεραυνό,

επιβλητικές και σεβαστές. Και ευτυχισμένος είναι

από τους γήινους ανθρώπους,

όποιος τη χάρη εκείνες τού κάνουν να τον αγαπάνε,

και γρήγορα στο τζάκι πλάι να κάθεται, στο μεγάλο σπίτι,

του στέλνουν τον Πλούτο,

που στους ανθρώπους τούς θνητούς την αφθονία δίνει.

Αλλά σεις τώρα,

της μυρωμένης Ελευσίνας που ορίζετε τη χώρα

και την Πάρο την περίβρεχτη και τον Άντρωνα με τα βράχια,

δέσποινα σεπτή, που λαμπρά δώρα και τις εποχές του χρόνου

φέρνεις, Δηώ, βασίλισσα,

κι εσύ η κόρη, η πανέμορφη Περσεφόνη,

γι' αυτή μου την ωδή, αξιώστε με ζωή νά 'χω

όπως η καρδιά μου την επιθυμεί.

Κι εγώ και σ' άλλο πάλι για σας τις δυο θα μιλήσω τραγούδι.

Βιβλιογραφία

Foley, H. 1994. The Homeric "Hymn to Demeter". Translation, Commentary, and Interpretive Essays. Princeton.

Κοπανίτσας, Δ. 2005. Ομηρικοί Ύμνοι: "Στη Δήμητρα", "Στον Απόλλωνα". Μετ. Δημήτρης Κοπανίτσας. Επιμ. Λίνα Κάσδαγλη. Εικονογράφηση Μαρία Κοπανίτσα. Αθήνα: Ροδακιό.

Μαρωνίτης, Δ.Ν. 1990. «Από τη φράση στη μετάφραση». εφ. Το Βήμα 04/03/1990.

Παπαδίτσας, ∆.Π. - Λαδιά, Ε. 1997. Οµηρικοί Ύµνοι. 2η έκδ. Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια. Αθήνα: Εστία. [1η έκδ. Αθήνα: Καρδαμίτσα 1985.]

Parker, R. 1991. «The "Hymn to Demeter" and the Homeric Hymns». G&R n.s. 38.1: 1-17.

Richardson, N.J. 1974. The Homeric "Hymn to Demeter". Οξφόρδη.