Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

Δ3.7.1. Η Θήβα

Κάτω από τη σύγχρονη πόλη και στον λεγόμενο λόφο της Καδμείας, όπου και το Αρχαιολογικό Μουσείο, έχουν αποκαλυφθεί τμήματα ενός σημαντικού μυκηναϊκού ανακτόρου (εικ. 4.98). Η ανάπτυξη της σύγχρονης πόλης δεν επέτρεψε μια συνολική ανάδειξη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όπως στην περίπτωση των αντίστοιχων πελοποννησιακών κέντρων, αλλά οι πληροφορίες που αντλήθηκαν και αντλούνται από την περιοχή αυτή για τον μυκηναϊκό πολιτισμό είναι καίριες. Οι μύθοι που συνδέονταν με το θηβαϊκό ανάκτορο αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους τραγικούς ποιητές της αρχαίας Αθήνας, για τις τραγωδίες του λεγόμενου θηβαϊκού κύκλου. Γνώση των μύθων αυτών φαίνεται πως υπήρχε και στα ομηρικά έπη. Στην Οδύσσεια η αναφορά είναι ξεκάθαρη. Ιδρυτές της και κατασκευαστές των μεγαλόπρεπων τειχών της με τις επτά πύλες -είναι πολύ εύκολος ο συσχετισμός με τις πύλες από τις αρχαιολογικά γνωστές μυκηναϊκές ακροπόλεις- ήταν ο Αμφίων και ο Ζήθος (Ραψωδία λ 262-264). Μυθικός ιδρυτής της Θήβας θεωρείται, όμως, από άλλους αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Απολλόδωρος, ο Φοίνικας πρίγκιπας Κάδμος. Ο τελευταίος, αναζητώντας την αδερφή του Ευρώπη, την οποία απήγαγε ο Δίας από τη Φοινίκη, έφτασε στην περιοχή όπου ίδρυσε τη Θήβα στην ακρόπολη της Καδμείας και εισήγαγε, σύμφωνα με τον αρχαίο ιστορικό Ηρόδοτο, το φοινικικό αλφάβητο.

Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή πραγματοποιήθηκαν από το 1906 μέχρι το 1929 από τον αρχαιολόγο Α. Κεραμόπουλλο, ο οποίος δεν δίστασε να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες του αρχαίου περιηγητή Παυσανία που είχε περάσει και από εδώ, και οι οποίες στόχευαν να επαληθεύσουν τους μύθους. Εντοπίστηκε, έτσι, μέρος του τείχους, ενώ ένα συγκρότημα δωματίων ονομάστηκε «Οικία του Κάδμου» ή «Παλαιό Καδμείο» στο πλαίσιο του «τρόμου» της ανωνυμίας των αρχαιολογικών ευρημάτων. Σπαράγματα μιας τοιχογραφίας με πομπή γυναικών από τα μέσα του 14ου αι. π.Χ. και 68 ψευδόστομοι αμφορείς (εικ. 4.99) που έφεραν επιγραφές με Γραμμική Β γραφή ήταν τα σημαντικότερα, επιπλέον, ευρήματα της πρώτης αυτής ανασκαφής.

Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν κατά το 1963-64 από τους Ν. Πλάτωνα και Ε. Τουλούπα οι οποίοι εντόπισαν δυο χώρους στους οποίους έδωσαν τα χαρακτηριστικά για την υποτιθέμενη χρήση τους ονόματα «Δωμάτιο του Θησαυρού» και «Οπλοθήκη» ή «Νέο Καδμείο». Στον πρώτο χώρο εντοπίστηκαν κοσμήματα από πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους, από χρυσό, κύανο και αχάτη, αλλά και από ελεφαντοστό. Βρέθηκαν, επίσης 42 σφραγιδοκύλινδροι μεσοποταμιακής και ανατολικής προέλευσης (εικ. 4.100) που χρονολογήθηκαν, γύρω στο 1225 π.Χ. περίπου και θεωρήθηκαν ως απόδειξη των σχέσεων της μυκηναϊκής Θήβας με την Ανατολή. Τα ευρήματα της «Οπλοθήκης» (14ος-13ος αι. π.Χ.) ήταν χάλκινα όπλα (αιχμές δοράτων, ξίφη, μαχαίρια και εξαρτύσεις αλόγων) και 16 πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής (εικ. 4.101). Στον ίδιο χώρο το 1995 βρέθηκαν μυκηναϊκά ελεφαντουργήματα που ερμηνεύονται ότι χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους της Ακρόπολης ως αντικείμενα γοήτρου και κύρους. Όπως και τα δωμάτια που ανακαλύφτηκαν από τον Α. Κεραμόπουλλο θεωρήθηκαν και αυτά ως τμήματα του ανακτόρου, το οποίο καταστράφηκε από φωτιά στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.

Οι νεότερες ανασκαφές στη δεκαετία του 1990 απέδωσαν ένα σύνολο από 238 φοινικόφυλλες και σελιδόσχημες πινακίδες οι οποίες ανήκαν, προφανώς, σε κάποιο αρχείο του ανακτόρου (Αραβαντινός 2002, 2010: 63-92). Αναφέρονται σε άνδρες και γυναίκες και στη διανομή προϊόντων (κρασιού, σιταριού, ελιών και κριθαριού) σε σχέση με θρησκευτικά αφιερώματα, αλλά και σε συγκριμένα τοπωνύμια (Θήβα, Λακεδαιμόνιος, Μιλήσιος) που σχετίζονται, μάλλον, με πολιτικές και εμπορικές σχέσεις.