Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

1.2. Την οργή ψάλλε, θεά, του Αχιλλέα

Η ελληνική ιστορία και ο ελληνικός πολιτισμός ξεκινούν ποιητικά. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, δημιουργίες της πρώιμης αρχαϊκής εποχής, είναι οι αρχαιότερες ολοκληρωμένες μαρτυρίες που διαθέτουμε για τον ελληνικό πολιτισμό. Σαν την Αθηνά που γεννήθηκε οπλισμένη από το κεφάλι του Δία, ο δομημένος κόσμος του Ομήρου αναδύεται στα μάτια μας ώριμος. Τα δύο αυτά έπη που η αρχαιότητα απέδωσε στον ίδιο ποιητή, τον θρυλικό Όμηρο, κατορθώνουν μέσα από χιλιάδες στίχους να διατηρήσουν μια αξιοθαύμαστη ενότητα αφηγηματικής πλοκής (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 2.1-2.2 [σ. 31-42]). Τέσσερις αιώνες αργότερα, ο Αριστοτέλης, στο πρώτο θεωρητικό σύγγραμμα περί ποιητικής τέχνης που μας διέσωσε η αρχαιότητα, θα μνημονεύσει πολλές φορές τα δύο έπη ως αξεπέραστα πρότυπα. Είχαν επιτύχει την ύψιστη αρετή κάθε καλλιτεχνικού έργου: την ενότητα του μύθου.

Με τον πρώτο στίχο της αρχαιοπρεπέστερης Ιλιάδας ο ποιητής ζητούσε από τη Μούσα να υμνήσει την οργή (μῆνιν) του Αχιλλέα. Ο ελληνικός λόγος, στην πρώτη του εμφάνιση, δόξαζε τον δίκαιο θυμό του ἀρίστου. Ξεκινώντας ποιητικά, ο ελληνικός πολιτισμός εκκινούσε με έναν ύμνο στον πόλεμο και την αριστεία.

 

Ο Όμηρος είχε στραμμένο το βλέμμα του στο παρελθόν. Στα δύο έπη βρίσκονται αναμεμειγμένα στοιχεία από τη μυκηναϊκή εποχή, από τους σκοτεινούς αιώνες που τη διαδέχθηκαν και από την περίοδο της τελικής σύνθεσης των δύο επών τον 8ο αιώνα. Σε αυτά αποτυπώνονται όμως επίσης -και μάλιστα με ιδιαίτερη ευκρίνεια- ιδέες, αντιλήψεις και νοοτροπίες που θα σφράγιζαν την αρχαία ελληνική ιστορία στο σύνολό της. Σε θέματα όπως είναι η σχέση των ανθρώπων με τους θεούς, η σημασία της αριστείας, το επισφαλές και απρόβλεπτο της ανθρώπινης ζωής και ο ρόλος της ποίησης στην κοινωνία, το ομηρικό κοσμοείδωλο διατήρησε την αξία του για αιώνες.

Ο Όμηρος ήταν κοινό κτήμα για όλους τους Έλληνες, και ο ιδεατός κόσμος του ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την ταυτότητά τους. Μέσω αυτού οι νέοι διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση έως το τέλος της αρχαιότητας. Αυτόν επικαλούνταν φιλόσοφοι, σοφιστές, πολιτικοί και ρήτορες προκειμένου να περιβάλουν μια θέση τους με το κύρος της παράδοσης και την αίγλη του κοινά αποδεκτού. Ποτέ δεν έπαψαν, μάλιστα, να ερίζουν οι πόλεις που θεωρούσαν τον Όμηρο δικό τους γέννημα και θρέμμα. Ιδιοποίηση του Ομήρου σήμαινε ιδιοποίηση του καθολικότερου στοιχείου του ελληνισμού.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο πρώτος ποιητής της Ελλάδας έβλεπε τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο εντοπίζεται στη σχέση της θνητής με την αθάνατη φύση (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 11.10, 11.11, 11.12 [σ. 213-228]). Οι άνθρωποι παρουσιάζονται να θαυμάζουν, να σέβονται και να φοβούνται τους θεούς. Τους λατρεύουν με θυσίες και κάθε λογής προσφορές, τους υπενθυμίζουν σε δύσκολες στιγμές την έμπρακτη ευσέβεια που τους έχουν δείξει στο παρελθόν και τους ζητούν, με προσευχές και ικεσίες, την ευόδωση των νέων τους σχεδίων. Οι θεοί άλλοτε συναινούσαν και άλλοτε έδειχναν να αδιαφορούν. Ούτως ή άλλως η δική τους μακάρια κατάσταση δεν μπορούσε να απειληθεί από την επιτυχία ή την αποτυχία των ανθρώπινων προσπαθειών. Αν το ήθελαν, μπορούσαν επίσης να επέμβουν οικειοθελώς για να σώσουν έναν αγαπημένο τους άνδρα ή για να πλήξουν κάποιον μισητό εχθρό. Γενικά στον ομηρικό κόσμο πίσω από οποιαδήποτε ανθρώπινη ενέργεια κρυβόταν η επέμβαση, θετική ή αρνητική, μιας θεότητας ή η υπεροπτική αδιαφορία των θεών στο σύνολό τους.

Οι άνθρωποι επέρριπταν συχνά στους θεούς την ευθύνη για τις αντιξοότητες που συναντούσαν. Δεν ήταν όμως άγνωστη στον Όμηρο η ηθική υπαιτιότητα του ατόμου. Η συμφορά που έπληττε έναν θνητό λογιζόταν ως συνέπεια τόσο των δικών του επιλογών, για τις οποίες ήταν πλήρως υπεύθυνος, όσο και της θείας δράσης. Η θεϊκή και η ανθρώπινη γραμμή αιτιότητας έβαιναν παράλληλα και αποσκοπούσαν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα της ζωής με τρόπο που να μην υποτιμά ούτε την αυτεξουσιότητα των ανθρώπων ούτε την υπεροχή των θεών. Με τον τρόπο αυτό ο ατομικός ανθρώπινος βίος εγγραφόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο θεϊκής και κοσμικής τάξης.

 

Στον ομηρικό κόσμο ἄριστος ήταν εκείνος που έπραττε σωστά και μιλούσε όμορφα. Λόγος και πράξη αποτελούσαν τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής. Η εναρμόνιση λόγων και έργων ήταν «η μόνη αληθινά ελληνική μουσική», θα έγραφε πολύ αργότερα ο Πλάτων. Στην όμορφη ομιλία περιλαμβάνονταν τόσο η δύναμη νοητικής ανάλυσης των περιστάσεων με στόχο την εύρεση καίριας λύσης όσο και η ικανότητα να παρουσιαστεί η λύση με τρόπο κατάλληλο για ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, δηλαδή πειστικά. Η ορθή πράξη, από την άλλη μεριά, σήμαινε τη δύναμη να τεθεί η λύση που βρέθηκε σε πρακτική εφαρμογή. Στον πολεμικό κόσμο της Ιλιάδας σπουδαιότερη από όλες τις πράξεις ήταν η νίκη σε μια μονομαχία και σπουδαιότερη από όλες τις αρετές η ανδρεία. Ἄριστος ήταν, κατά κύριο λόγο, ο θαρραλέος και ισχυρός στη μάχη.

Ο Όμηρος παρουσίαζε ως ιδανικό τον τύπο ανθρώπου στον οποίο σκέψη, απόφαση, λόγος και πράξη αποτελούν διακριτές στιγμές σε ένα συνεχές φάσμα, που ορίζεται στο ένα άκρο του από τις εσωτερικές, ψυχικές διεργασίες και στο άλλο από τις εξωτερικές, φανερές ενέργειες. Οι φάσεις αυτού του συνεχούς αποσκοπούσαν στην επιτυχία και τη διάκριση. Η ομηρική επιταγή αφορούσε την πρωτιά: «να είσαι ο πρώτος και ο καλύτερος από όλους τους άλλους» (αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων), συμβούλευε τον Αχιλλέα ο δάσκαλός του.

Υπήρχαν ωστόσο όρια. Το αξεπέραστο όριο της ανθρώπινης δράσης ήταν βεβαίως το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου. Οι ήρωες του Ομήρου επιδίωκαν την υπεροχή και την επιτυχία, γνώριζαν όμως ότι δεν ήταν θεοί.

Η διαφορά ανάμεσα στους θνητούς και τους αθανάτους υπήρξε, στην ελληνική νοοτροπία, καθοριστική και αγεφύρωτη. Η θνητότητα των ανθρώπων δεν σήμαινε μόνο το αναγκαστικό πέρας του βίου τους. Σήμαινε επίσης ότι η ζωή τους ήταν γεμάτη κόπους, φροντίδες και μέριμνες, σε αντίθεση με την ξένοιαστη ύπαρξη των αθανάτων. Σήμαινε ακόμη ότι ο γνωστικός τους ορίζοντας ήταν περιορισμένος. Συχνά οι θνητοί κατανοούσαν το νόημα γεγονότων που είχαν ήδη ζήσει ύστερα από την παρέλευση πολλών ετών. Δεμένοι στο εδώ και στο τώρα, και αγκιστρωμένοι στα συμφέροντα της δικής τους περιορισμένης ζωής, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν εύκολα τον ευρύτερο ορίζοντα των θεών.

Οι θεοί του Ομήρου, που ήταν σε μεγάλο βαθμό οι θεοί ολόκληρης της αρχαίας Ελλάδας, δεν ήταν ούτε παντοδύναμοι ούτε παντογνώστες. Έβλεπαν τα πράγματα ο καθένας από τη δική του σκοπιά, είχαν τα δικά τους ενδιαφέροντα και τους δικούς τους περιορισμούς - και δρούσαν ανάλογα. Έτσι προέκυπτε και μεταξύ τους ο πόλεμος. Πάνω από το γήινο πεδίο της Τροίας, καθώς παρακολουθούσαν τη σύγκρουση των θνητών, οι ίδιοι οι θεοί πάλευαν, κάποτε σώμα με σώμα. Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων η ανθρώπινη ύπαρξη γινόταν ακόμη πιο επισφαλής. Δεν μπορούσε ποτέ να είναι κανείς βέβαιος ότι με τη συμπεριφορά και με τις επιλογές του δεν είχε προκαλέσει, άθελά του ίσως, την οργή ή τον φθόνο κάποιου θεού.

Παρ᾽ όλα αυτά, ο Όμηρος δεν οδηγήθηκε στο συμπέρασμα της ματαιότητας των πάντων. Αντίθετα, θεώρησε την ανθρώπινη ύπαρξη ως μια παροδική λάμψη, που δεν χάνει καθόλου το μεγαλείο της επειδή συμβαίνει να μην είναι αιώνια. Το ζήτημα ήταν η ποιότητα και η ένταση της λάμψης.\

Όταν ο Αχιλλέας, ο κατεξοχήν ήρωας της Ιλιάδας, αντιμετώπισε το δίλημμα μιας πολύχρονης αλλά άσημης ζωής ή ενός τιμημένου και ένδοξου θανάτου σε νεαρή ηλικία, μπορούσε κάλλιστα να επιλέξει την πρώτη εκδοχή. Κανένας επίσημος νόμος δεν του επέβαλλε να εκδικηθεί τον θάνατο του Πατρόκλου και κανένα δικαστήριο δεν θα τον έκρινε ένοχο αν αντιδρούσε με ρεαλιστική μετριοπάθεια. Στην ομηρική κοινωνία δεν υπήρχαν ηθικά καθήκοντα. Η επαινετή συμπεριφορά βασιζόταν σε έναν κοινά αποδεκτό κώδικα τιμής. Όποιος αποδεικνυόταν κατώτερος των περιστάσεων ήταν ένας ατιμασμένος δειλός (κακός), όχι ένας ένοχος που είχε παραβεί τον νόμο. Δεν θα μπορούσε πλέον να αντικρίζει στα μάτια συγγενείς και φίλους. Οι συμπατριώτες θα τον έψεγαν σε κάθε ευκαιρία, και θα ήταν αναγκασμένος να περπατά με σκυμμένο το κεφάλι. Μάλιστα, η αἰδώς για μια επαίσχυντη πράξη ήταν ευθέως ανάλογη με την αξία του πράττοντα και τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία. Επιλέγοντας την οδό του ένδοξου θανάτου, ο Αχιλλέας φανέρωνε έμπρακτα την υπεροχή του. Το αντίθετο θα τον έκανε να ντρέπεται και να νιώθει μικροπρεπής, όχι να έχει τύψεις συνείδησης ή ενοχές. Η ζωή αποκτούσε νόημα μόνο για εκείνους που μπορούσαν να τη θυσιάσουν εκούσια, χωρίς να ελπίζουν σε μεταθανάτια ευδαιμονία.

Το πολιτικό ήθος που εξυμνούσε ο Όμηρος προϋπέθετε τον πόλεμο, αφού εκεί αναδεικνυόταν ο άριστος. Πολεμώντας εναντίον των αντιπάλων του, ο ομηρικός ήρωας πολεμούσε πρωτίστως για τη δική του δόξα, για το κλέος του (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 12 [σ. 245-277]). Χρέος του ήταν λιγότερο να υπερασπιστεί κάποια επαπειλούμενα αγαθά και περισσότερο να φανεί σε όλους άξιος - και συνεπώς αντάξιος των περιστάσεων στις οποίες, τυχαία ή μοιραία, βρέθηκε. Δίπλα στη βίαιη σύγκρουση των εχθρών, βλάσταινε έτσι ο ανταγωνισμός των συμπολεμιστών για την κατεξοχήν πολεμική αρετή: την ανδρεία.

 

Για να αναδείξει την αμφίθυμη στάση των ανθρώπων απέναντι στο επώδυνο γεγονός του πολέμου, ο Ησίοδος, ο δεύτερος ποιητής της αρχαίας Ελλάδας, διέκρινε, στο ειρηνικό και διδακτικό έπος Έργα και ημέρες, την αγαθή από την κακή έριδα. Η πρώτη έκανε τους ανθρώπους να προοδεύουν αμιλλώμενοι, η άλλη τούς έριχνε στα χειρότερα δεινά. Ο Ησίοδος γνώριζε καλά ότι η διάκριση αυτή ισχύει μόνο στην πολιτισμένη ανθρώπινη κοινωνία σε ειρηνικές περιόδους. Εκεί μόνο επικρατεί η δικαιοσύνη (δίκη), το μεγάλο και τελικό δώρο του Δία στους θνητούς. Στη φύση που δεν γνωρίζει πολιτισμό εξακολουθούσε, κατά τη γνώμη του, να ισχύει άκρατος και αδυσώπητος ο νόμος του ισχυρότερου, όπως ακριβώς ίσχυε και μεταξύ των θεών στα πρώτα στάδια εξέλιξης του κόσμου.

Την έριδα που ο Ησίοδος με αναλυτικό πνεύμα διχοτόμησε στο ποίημα για την ειρηνική ανθρώπινη ζωή, την είχε παρουσιάσει προηγουμένως ως ενιαία. Στη Θεογονία του ο πόλεμος των γενεών θεωρήθηκε παράγοντας καθοριστικός και, τελικά, αγαθοποιός για την εξέλιξη του σύμπαντος. Η τάξη του κόσμου και των ολύμπιων θεών προήλθε, κατά τη γνώμη του ποιητή, από μια βίαιη ρήξη με το άγριο παρελθόν των άθεσμων και άτακτων απαρχών.

Η πρόοδος και η ευημερία πληρώνονταν με αίμα - και όχι μόνο στην ποίηση. Οι ελληνικές πόλεις θεώρησαν υποχρέωσή τους να συνάπτουν συνθήκες ειρήνης για διάστημα που να μην ξεπερνά τα 30 χρόνια - αν και σχεδόν ποτέ δεν τηρήθηκε πραγματική εκεχειρία για τόσο πολύ χρόνο. Φαίνεται να πίστευαν ότι κάθε γενιά έπρεπε να έχει τον δικό της πόλεμο. Μια ολόκληρη ζωή δίχως την απειλή πολέμου θα μείωνε το σθένος και το φρόνημα των πολιτών και θα προκαλούσε γενική ύφεση, ακόμη και στη δημιουργία πολιτιστικών αγαθών. Ο πόλεμος, είτε ως βίαιη σύρραξη με έναν εξωτερικό εχθρό είτε ως ειρηνικός ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτών, έτρεφε την πολιτική και τον πολιτισμό.

 

Η μεγαλύτερη εφεύρεση του 8ου αιώνα ήταν η δημιουργία του πρώτου συστήματος φωνητικής γραφής. Η εφεύρεση αυτή προϋπέθετε μεγάλη αφαιρετική ικανότητα και υψηλό βαθμό νοητικής ανάλυσης, γιατί η φωνητική γραφή, αντίθετα από τα προγενέστερα συλλαβικά συστήματα, κατέγραψε όλους τους φθόγγους μιας γλώσσας (Χριστίδης κεφ. 3.4.6 [σ. 57-63], κεφ. 5 [σ. 91-107]). Υιοθετώντας το φοινικικό αλφάβητο, οι Έλληνες τροποποίησαν τις φωνητικές αξίες των συμβόλων του, πρόσθεσαν ορισμένα νέα γράμματα και, το σημαντικότερο, έδωσαν γραπτή μορφή στα φωνήεντα.

Δεν είναι γνωστό ποιοι λόγοι ώθησαν στη δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου. Η διευκόλυνση του εμπορίου με τη δημιουργία λογιστικών πινάκων είναι μια εύλογη υπόθεση, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η δημιουργία του αλφαβήτου δεν ήταν άσχετη με τις μεγάλες ομηρικές συνθέσεις. Οι επικοί ποιητές χρησιμοποίησαν πιθανότατα τη νέα τεχνολογία της γραφής για να οργανώσουν αφηγηματικά ένα πολυσχιδές και ετερογενές υλικό προφορικής (αλλά όχι λαϊκής ή λαϊκότροπης) ποίησης. Το πρώτο φωνητικό αλφάβητο ενδέχεται να δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει όχι τις καθημερινές και πρακτικές ανάγκες των εμπόρων αλλά τις απαιτήσεις ενός υψηλού πολιτισμού.

Η γλώσσα στην οποία είναι συντεθειμένα τα δύο έπη δεν μιλήθηκε ποτέ από τα μέλη κάποιας ελληνικής κοινότητας. Η ομηρική διάλεκτος είναι γλώσσα τεχνητή, φτιαγμένη για την ποίηση (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 1.4 [σ. 17-18]). Μέσα της συμφύρονται στοιχεία από τις σπουδαιότερες διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας. Στο Αιγαίο, τη θάλασσα που συνδέει την Ευρώπη με την Ανατολή, η ιωνική και η αιολική ενώθηκαν με άλλες μικρότερης εμβέλειας διαλέκτους και έδωσαν το πρώτο γνωστό δείγμα λόγου του ελληνικού πολιτισμού.

Οι Έλληνες ήταν διαχωρισμένοι σε φυλές. Οι γνωστότερες από αυτές ήταν οι Ίωνες (στην Αττική, την Εύβοια, την κεντρική Μικρά Ασία και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου), οι Αιολείς (στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια) και οι Δωριείς (στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και το βορειοδυτικό άκρο, στην Κρήτη, τη Μήλο, τη Θήρα, τα Δωδεκάνησα και την περιοχή της Αλικαρνασσού). Υπήρχαν βέβαια και άλλες μικρότερης εμβέλειας ή επιρροής φυλετικές ομάδες (για παράδειγμα, στην Αρκαδία, την Αχαΐα, τη δυτική Στερεά και την Κύπρο) που χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερο συντηρητισμό και μικρή σχετικά πρόοδο στα πολιτιστικά έργα. Από τις εστίες τους οι τρεις βασικές φυλές των Ελλήνων εξαπλώθηκαν στη Δύση. Κάθε φυλή μιλούσε τη δική της διάλεκτο, που ήταν μια συγκεκριμένη εκδοχή της ελληνικής γλώσσας.

Επειδή οι Έλληνες ήταν οργανωμένοι σε αυτόνομες κρατικές οντότητες με σχετική αυτάρκεια και πολιτική ανεξαρτησία, οι διάλεκτοι της ελληνικής υπέστησαν περαιτέρω τοπικές διαφοροποιήσεις. Έτσι, τα δωρικά που μιλούσαν στη Λακωνία ήταν διαφορετικά από αυτά των Μεγάρων ή της Κορίνθου, και η αιολική της Λέσβου είχε σημαντικές αποκλίσεις από τις αιολικές διαλέκτους της Θεσσαλίας. Αυτή η ενότητα μέσα στη διαφορά που ανιχνεύεται στη γλώσσα αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με πάμπολλες εφαρμογές: από την πολιτική έως τη θρησκευτική ζωή και από τις καθημερινές πράξεις των απλών ανθρώπων έως τις βαθύτερες σκέψεις των φιλοσόφων, κάθε πράγμα φαίνεται να μοιάζει με τα άλλα και ωστόσο είναι διαφορετικό. Οι Έλληνες ενθάρρυναν τη διαφοροποίηση μέσα σε κάθε δεδομένο κοινό πλαίσιο.

Στην Ιλιάδα οι κάτοικοι της Ελλάδας -ο ποιητής δεν τους αποκαλεί Έλληνες αλλά Δαναούς, Ἀχαιούς ή Ἀργείους- εμφανίζονται συνασπισμένοι σε μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Τρώων και των συμμάχων τους. Η φυλετική ενότητα που αισθάνονταν, παρά τον πολιτικό κατακερματισμό, είναι εμφανής. Και οι αντίπαλοί τους όμως ήταν, σε μεγάλο βαθμό, όμοιοι με αυτούς. Οι Τρώες λάτρευαν τους ίδιους θεούς, είχαν τον ίδιο κώδικα τιμής, ακολουθούσαν τις ίδιες αξίες, διέθεταν τα ίδια ήθη και έθιμα (ταφικά και άλλα), μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Στο πρώτο σωζόμενο ελληνικό έπος οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι σε όλα όμοιοι με τους αντιπάλους τους που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία. Ο κόσμος του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου που περιγράφει ο Όμηρος ήταν σχετικά ενιαίος και αδιαίρετος.

Σπύρος I. Ράγκος