Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

Δ3.6. Η «τειχιόεσσα» Τίρυνς

Σε έναν χαμηλό λόφο κοντά στον μυχό του αργολικού κόλπου βρίσκεται η ακρόπολη της Τίρυνθας (εικ. 4.85), της καλοτείχιστης πόλης, της «τειχιόεσσας», όπως αυτή αναφέρεται στα ομηρικά έπη. Οι γεωαρχαιολογικές έρευνες έδειξαν ότι κατά τα μυκηναϊκά χρόνια η θάλασσα βρισκόταν ένα μόλις χιλιόμετρο μακριά. Ο Ε. Σλήμαν ήταν από τους πρώτους ερευνητές της θέσης. Το 1884 και το 1885 ανέσκαψε μαζί με τον συνεργάτη του Νταίρπφελντ μεγάλο τμήμα της ακρόπολης. Τα συμπεράσματά τους τα δημοσίευσαν το 1886 σ' έναν τόμο με τίτλο το όνομα της ακρόπολης "Tiryns". Από τότε η θέση παρέμεινε στην ανασκαφική δικαιοδοσία του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, ενώ και η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία διεξήγαγε ανάλογες έρευνες κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, καθώς και εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Μεταξύ των ετών 1975-1986 η ακρόπολη έγινε εκ νέου αντικείμενο συστηματικής μελέτης υπό την εποπτεία του κορυφαίου Γερμανού προϊστορικού αρχαιολόγου Κ. Κίλιαν (Klaus Kilian).

Η ακρόπολη της Τίρυνθας προηγείται χρονολογικά αυτής των Μυκηνών. Ακόμα και στη μυθολογία υπονοείται κάτι τέτοιο, καθώς αναφέρεται ότι την έκτισε, με τη βοήθεια των Κυκλώπων πάντα, ο Προίτος, αδελφός του Ακρίσιου του πατέρα του ιδρυτή των Μυκηνών Περσέα. Σύμφωνα πάντα με τη μυθολογία, εδώ εγκαταστάθηκε ο Ηρακλής για δώδεκα χρόνια, ύστερα από χρησμό του Μαντείου του Δελφών, μετά τη μανιακή δολοφονία των παιδιών του από τον ίδιο, για να πραγματοποιήσει τους δώδεκα άθλους του στην υπηρεσία του βασιλιά Ευρυσθέα, ώστε να εξαγνιστεί. Το όνομά της, όπως δείχνει και η κατάληξη -νθα, ανήκει στις προελληνικές λέξεις.

Η κατοίκηση στην ακρόπολη ξεκινά από τα νεολιθικά χρόνια (7η χιλιετία π.Χ.), αλλά γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή της στα μυκηναϊκά χρόνια, στην ύστερη εποχή του χαλκού (1600-1100 π.Χ. περίπου). Η οχύρωση και τα κτίσματα που αυτή περιβάλλει, μεταξύ των οποίων οι χώροι του ανακτορικού συγκροτήματος, αναδεικνύουν τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική σε όλο της το κατασκευαστικό και χρηστικό εύρος (εικ. 4.85α). Οι αρχαιολόγοι διέκριναν εντός των τειχών τρεις περιοχές ενδιαφέροντος που τις ονόμασαν, ανάλογα με τη θέση τους στα τρία υψώματα του λόφου, Άνω, Μέση και Κάτω Ακρόπολη. Η έκταση που κάλυπταν αυτές οι τρεις περιοχές έφτανε τα 20.000 τ.μ.

Έξω από την ακρόπολη, στην πεδινή έκταση κάτω από τον λόφο, έχουν ανασκαφεί κτίσματα, ανάμεσά τους και ένα μεγαρόσχημο κτίριο, που ανήκουν, προφανώς, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις Μυκήνες, στην εκτός των τειχών μυκηναϊκή πόλη. Οι πολυάριθμοι τάφοι των Μυκηνών δεν υπάρχουν εδώ, εκτός από έναν θολωτό, γεγονός που δημιουργεί ερωτήματα για το πού βρίσκονταν τα νεκροταφεία της Τίρυνθας. Από τα θεμέλια μιας από τις εκτός της Ακρόπολης οικίας προέρχεται και ο λεγόμενος Θησαυρός της Τίρυνθας, ένα σύνολο πολύτιμων αντικειμένων τα οποία συγκεντρώθηκαν και κρύφτηκαν τον 12ου αι. π.Χ., ανακαλύφτηκαν από τους αρχαιολόγους το 1915 και βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το σφραγιστικό «δακτυλίδι των δαιμόνων», το οποίο ανήκει στον παραπάνω θησαυρό, με παράσταση λεοντοκέφαλων όντων που κατευθύνονται κρατώντας σπονδικά αγγεία προς μια καθιστή σε θρόνο θεά (εικ. 4.86), είναι χαρακτηριστικό δείγμα της μυκηναϊκής κοσμηματοτεχνίας και σφραγιδογλυφίας του 15ου αι. π.Χ, αλλά και αποδεικτικό στοιχείο θρησκευτικών τελετουργιών και αντιλήψεων.