Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

ΣΤ2.4. Πλαστική

Τα πιο γνωστά έργα της αρχαίας ελληνικής πλαστικής, τα μαρμάρινα αγάλματα, δεν υπάρχουν στα μυκηναϊκά χρόνια. Ως «μνημειακή» γλυπτική μπορεί έτσι να χαρακτηριστούν μόνο οι πρώιμες, του 16ου αι. π.Χ., επιτύμβιες στήλες που χρησιμοποιούνταν ως σήματα στους κάθετους λακκοειδείς τάφους των Ταφικών Κύκλων των Μυκηνών και τα λιγοστά, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού στην ουσία, και αποσπασματικά αρχιτεκτονικά ανάγλυφα. Το πιο γνωστό ανάμεσά τους, το οποίο έχει αναδειχθεί και σε σύμβολο του μυκηναϊκού πολιτισμού είναι το ανάγλυφο της Πύλης των Λεόντων (εικ. 6.16). Δυο λιοντάρια έχουν σκαλιστεί στην πέτρα, το ένα απέναντι στο άλλο, και πατούν επάνω σε δυο βωμούς που στηρίζουν έναν κίονα. Η παράσταση πρέπει να έχει εραλδικό χαρακτήρα και μπορεί να αποτελεί σύμβολο της μυκηναϊκής εξουσίας. Είναι, όμως, αξιοπερίεργο ότι δεν έχει παράλληλά της στον ελληνικό χώρο, ενώ κάτι ανάλογο μπορεί να θεωρηθεί πως υπάρχει στην πρωτεύουσα των Χετταίων, τη Χαττούσα, που βρίσκεται στη σημερινή κεντρική Τουρκία. Τα μόνα άλλα πιθανά ανάγλυφα που έχουν εντοπιστεί είναι κάποια σπαράγματα από την πρόσοψη και την διακοσμητική επένδυση του θολωτού τάφου των Μυκηνών που είναι γνωστός ως «Θησαυρός του Ατρέα», καθώς και τμήματα της οροφής από το παράπλευρο δωμάτιο του επίσης θολωτού «Θησαυρού του Μινύα» στον Ορχομενό της Βοιωτίας (βλ. εικ. 4.103).

Στοιχεία ανάγλυφου συναντώνται, επιπλέον, στις περίφημες λίθινες ταφικές, επιτύμβιες στήλες(16ος αι. π.Χ. ) που βρέθηκαν στους ταφικούς περιβόλους Α και Β των Μυκηνών (εικ. 6.15) και θεωρούνται μυκηναϊκής έμπνευσης τεχνουργήματα.[32] Το υλικό τους είναι από μαλακό αμμόλιθο και η μεγαλύτερη από αυτές έχει ύψος 1.80μ. Άλλες είναι απλές εγχάρακτες και άλλες είναι επιπεδόγλυφες, οι παραστάσεις που φέρουν, δηλαδή, εξέχουν ελάχιστα από την πέτρα. Στις παραστάσεις αυτές περιλαμβάνονται γεωμετρικά θέματα, σπείρες κυρίως, αλλά και κάποια σχηματικά εικονιστικά θέματα όπως σκηνές κυνηγιού ή αρματοδρομίες, αλλά και αφηγήσεις όπως η επίθεση λιονταριών σε κοπάδι ζώων. Παρατηρείται, πάντως, μια λογική στην οργάνωση των διακοσμητικών θεμάτων τα οποία τοποθετούνται σε παράλληλες ζώνες, ενώ όπου υπάρχει διακόσμηση καταλαμβάνει ολόκληρη τη στήλη σαν ο τεχνίτης να φοβάται να αφήσει κενά. «Φόβο του κενού», "horror vacui" τον ονομάζουν οι ειδικοί. Οι παραστάσεις τους, των πολεμιστών πάνω σε άρματα που σέρνουν άλογα -στη στάση του λεγόμενου «ιπτάμενου καλπασμού»- και κατατροπώνουν τους εχθρούς τους, θεωρείται πως συμβολίζει τη «δόξα» των θαμμένων στους τάφους μελών της ηγεμονικής τάξης.

Στην κατηγορία της πλαστικής μπορεί να ενταχθούν και αντικείμενα που είναι από άλλους λίθους ή από πηλό ή από μέταλλα. Ένα μικροσκοπικό, πολυτελές σκεύος (κύμβη) σε σχήμα πάπιας (εικ. 6.19), από ορεία κρύσταλλο (ορυκτό κρύσταλλο) από τον ταφικό περίβολο Β των Μυκηνών (16ος αι. π.Χ.) είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στην πρώτη περίπτωση. Πολυτελή αγγεία, μη χρηστικά, προφανώς, αλλά αντικείμενα κύρους, κατασκευάζονται και από άλλες πέτρες, εγχώριες, και εισαγμένες όπως η αιγυπτιακή ορεία κρύσταλλος με εμφανείς τις μινωικές και κυκλαδικές επιρροές, πιθανόν και τις Ανατολικές, καθώς μπορεί να μιμούνται παρόμοια αγγεία από αυτήν την περιοχή. Χρησιμοποιούνται έτσι αλάβαστρο, ασβεστόλιθος, πορφυρίτης και ο λακωνικός βασάλτης, ο γνωστός επιστημονικά ως Lapis Lacaedemonious.

Κάποια πήλινα ή από κονίαμα περίοπτα κεφάλια που χρονολογούνται στον 13ο αι. π.Χ. προσφέρουν μια εικόνα πλαστικής τέχνης σε άλλα υλικά. Ξεχωρίζει ανάμεσά τους μια γυναικεία κεφαλή από ασβεστοκονίαμα (εικ. 6.20) που βρέθηκε στο λεγόμενο Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών (13ος αι. π.Χ.) και ανήκει, πιθανόν, σε θεά ή σφίγγα. Η μορφή φοράει πώλο (κάλυμμα του κεφαλιού), ενώ διαγράφονται οι βόστρυχοι της κόμμωσής της. Στα μάγουλα και στο πηγούνι είναι ζωγραφισμένη με ζωηρό κόκκινο ή μαύρο χρώμα.

Στην κατασκευή ειδωλίων, στην ειδωλοπλαστική, ανήκουν και κάποια πήλινα ειδώλια με ιδιαίτερα, υπερτονισμένα, αλλά εμφανώς σχηματικά, χαρακτηριστικά από τις Μυκήνες (εικ. 6.20α), την Ασίνη (εικ. 6.20β), την Τίρυνθα και τη Μιδέα (εικ. 6.20γ) της Αργολίδας που συσχετίζονται, συνήθως, με θρησκευτικές τελετουργίες. Η θρησκευτική χρήση τους, παρά την κάποια καλλιτεχνική επιδίωξη, παρότι κρίνουμε την καλλιτεχνική τους αξία με βάση τη σημερινή αντίληψη για το ωραίο αισθητικά, φαίνεται πως καθορίζει και τη μορφή τους. Υπάρχει, παράλληλα, μια ποικιλία μικρότερων μυκηναϊκών ειδωλίων που με βάση το σχήμα τους διακρίνονται σε «τύπου φ», «τύπου ψ», «τύπου τ» και σε κάποια σύνθετα που περιλαμβάνουν περισσότερες μορφές (εικ. 6.21) ή παριστάνουν μητέρες με μωρά στην αγκαλιά («κουροτρόφοι», εικ. 6.22). Τα μυκηναϊκά ειδώλια απεικονίζουν, σίγουρα, όψεις του μυκηναϊκού κόσμου. Η εύρεσή τους σε τάφους και σε χώρους που θεωρούνται «ιεροί» οδήγησε στο να συνδεθούν, κυρίως, με μεταθανάτιες δοξασίες και θρησκευτικές τελετουργίες.

Ειδικού τύπου σκεύη, όπως τα ρυτά, βρέθηκαν στους τάφους που περιέχονταν στους ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών. Μια σφυρήλατη χρυσή λεοντοκεφαλή του 16ου αι. π.Χ. ή μια ασημένια ταυροκεφαλή (εικ. 6.23) με επιχρυσωμένα κέρατα αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η χρήση τους σε τελετουργίες, ίσως σχετιζόμενες με τα ταφικά έθιμα πιθανολογείται έντονα.

32 Ιακωβίδης 1994: 223, Βασιλικού 1995: 36-41.