Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαϊκή Επική Ποίηση

των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη

ΣΤ3.2. Κεραμική και αγγειογραφία

Η γεωμετρική κεραμική[35] τέχνη εκλαμβάνεται από κάποιους ερευνητές ως συνέχεια της μυκηναϊκής. Τα διακοσμητικά μοτίβα αυτής τα τέχνης προσπαθούν να αναπαραστήσουν, έστω και σχηματικά, τον κόσμο. Πρόκειται δηλαδή, για τέχνη παραστατική και όχι για μια αφηρημένη πνευματική έκφραση, που προαναγγέλλει τη σύγχρονη τέχνη, όπως πίστευαν παλαιότερα, στις αρχές του 20ου αι. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει μια σαφής πρόθεση για την κατασκευή στέρεων και ουσιαστικά αρθρωμένων αγγείων με σχήματα με διακριτά μέρη. Έτσι μπορεί να γίνει σαφής αναφορά στον λαιμό ή στο χείλος, στο πόδι ή στην κοιλιά και το σώμα ενός αγγείου, με όρους που θυμίζουν, δηλαδή, το ανθρώπινο σώμα. Οι κύριες παραστάσεις τοποθετούνται, επίσης, σκόπιμα μεταξύ των λαβών για να προσδώσουν μεγαλύτερη έμφαση και να τονίσουν αυτήν την «αρχιτεκτονική» διάσταση των αγγείων.

Η έρευνα επισημαίνει, ακόμα, τον σημαντικό ρόλο της Αθήνας και γενικότερα της Αττικής στην εξέλιξη και εξάπλωση της γεωμετρικής κεραμικής. Παρόλο που κατά τον 8ο αι. π.Χ,, όταν και η κεραμική αυτή κυριαρχεί στον ελληνικό χώρο και στα μικρασιατικά παράλια, υπάρχουν πολλά ηπειρωτικά και νησιωτικά εργαστήρια παραγωγής της (Άργος, Κόρινθος, Βοιωτία, Εύβοια, Νάξος, Πάρος), -με χαρακτηριστικά προϊόντα που αναγνωρίζονται εύκολα κάθε φορά από τα σχήματα των αγγείων και τη διακόσμηση τους- τα αθηναϊκά αγγεία εξάγονται και εξαπλώνονται ταχύτατα με αφετηρία τον 10ο αι. π.Χ.

Τα γεωμετρικά μοτίβα που σχεδιάζονται στα αγγεία έχουν δώσει το όνομα σε ολόκληρη την περίοδο. Πρόκειται για κύκλους, ημικύκλια, τεθλασμένες και καμπύλες γραμμές, ρόμβους, ζατρίκια, μαιάνδρους, σταυρούς και σβάστικες, που υπάρχουν στα αγγεία αυτής της εποχής, όπως στα τυπικά σχήματα του σκύφου (εικ. 6.49) και του αμφορέα (εικ. 6.50) Τα μοτίβα αυτά σχεδιάζονται τις περισσότερες φορές με χρήση κανόνα και διαβήτη που έχει ένα ή πολλαπλά άκρα.

Κατά την πρωτογεωμετρική φάση (1100/1050-900 π.Χ.) συναντώνται γεωμετρικά κοσμήματα στο επάνω, προς το χείλος τμήμα του αγγείου ή στην κοιλιά του. Πρόκειται για ομόκεντρους κύκλους και ημικύκλια, ρόμβους, ταινίες, διαγραμμισμένα τρίγωνα, ζιγκ-ζαγκ και τεθλασμένες γραμμές, αβακωτά κοσμήματα. Σχεδιάζονται στην ανοιχτή, στο χρώμα του πηλού επιφάνεια των αγγείων με μαύρο, συνήθως, χρώμα. Οι ζωικές και ανθρώπινες μορφές είναι σπάνιες. Κάποιοι αίγαγροι συναντώνται σε αγγεία της Κρήτης και μικρά άλογα σε αυτά της Αττικής, ενώ δυο τοξότες «φιγουράρουν» σε μια υδρία από το Λευκαντί της Εύβοιας. Τα σωζόμενα πρωτογεωμετρικά αγγεία είναι κυρίως αμφορείς, κρατήρες και οινοχόες, ενώ υπάρχουν και υδρίες, λήκυθοι, κάνθαροι, σκύφοι και πυξίδες. Τα περισσότερα βρέθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας μέσα σε τάφους όπου είχαν χρησιμοποιηθεί ως κτερίσματα, αλλά είχαν, βεβαίως αρχικά και οικιακές ή, άλλες, χρήσεις. Στους αμφορείς αποθήκευαν λάδι ή κρασί, στους κρατήρες ανακάτευαν το νερό με τον οίνο για να δημιουργήσουν το κρασί, οι οινοχόες προορίζονταν για το σερβίρισμα υγρών, οι υδρίες για τη μεταφορά του νερού, ο κάνθαρος και ο σκύφος ήταν αγγεία πόσης (κρασιού ή νερού), ενώ στις πυξίδες φύλαγαν αντικείμενα.

Στην κυρίως γεωμετρική περίοδο (900-700 π.Χ.) υπάρχουν τα ίδια σχήματα αγγείων, μόνο που τώρα είναι καλύτερα δομημένα και πιο στέρεα, ενώ σχήμα και διακόσμηση βρίσκονταν σε αρμονική συνύπαρξη (βλ. πιν. 1). Νέα διακοσμητικά μοτίβα (εικ. 6.53) όπως ο μαίανδρος, το ψαροκόκαλο, τα τετράφυλλα, τα οκτάφυλλα, οι ρόδακες, ο εγγεγραμμένος σε κύκλο σταυρός κ.ά. συναντώνται μαζί με αβακωτά και τριγωνικά σχέδια. Ανθρώπινες και ζωικές μορφές αποτυπώνονται, αρκετά συχνά πια, επάνω στα αγγεία. Οι ανθρώπινες φιγούρες είναι σχηματοποιημένες. Δεν αποτελούν, προσωπογραφικές απεικονίσεις συγκεκριμένων ανθρώπων, αλλά, περισσότερο, σκιαγραφίες του ανθρώπινου σώματος. Τα μέλη τους θυμίζουν γεωμετρικά σχήματα (βλ. εικ. 6.53α) και αποδίδονται με το κεφάλι, το κάτω μέρος του σώματος και τα πόδια σε κατατομή (προφίλ), ενώ το στήθος και τα χέρια σε κατενώπιον στάση.

Πίνακας 1

Η εξέλιξη της γεωμετρικής κεραμικής

(με βάση το Βουτυράς & Γουλάκη-Βουτυρά 2011: 31–33)

Χρονολογική φάση

Χαρακτηριστικά

Πρώιμη (900–850 π.Χ.

Το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας το αγγείου καλύπτεται με μαύρο βερνίκι και η γεωμετρική διακόσμηση περιορίζεται σε ζώνες στο χρώμα του πηλού

Μέση (850–760 π.Χ.)

Περιορισμός σκουρόχρωμης επιφάνειας —αύξηση σε μέγεθος γεωμετρικών κοσμημάτων— πρώτη εμφάνιση ανθρώπων και ζώων

Ώριμη (760–730 π.Χ.)

Μεγαλύτερα και μνημειακότερα αγγεία —αύξηση μεγέθους και σημασίας ανθρώπινων μορφών

Όψιμη (730–700 π.Χ.)

Πιο ελεύθερη διακόσμηση —σκηνές με ανθρώπινες μορφές (επιτάφιοι θρήνοι, μάχες, κυνήγια, πλοία, χοροί) γίνονται η κυρίαρχη διακόσμηση

Γύρω στο 850-760 π.Χ. δύο είναι τα σχήματα των αγγείων που κυριαρχούν: ο κρατήρας σε ψηλό κωνικό πόδι και η κυλινδρική πεπλατυσμένη πυξίδα (εικ. 6.51). Ο κρατήρας (εικ. 6.52), μαζί με τους με οριζόντιες λαβές αμφορείς (εικ. 6.53) και τις οινοχόες (εικ. 6.54), θα εξελιχθούν αργότερα (760-735 π.Χ.) στα κυριότερα μνημειακά αγγεία. Η «μνημειακότητα» αυτή υποδηλώνεται από το μεγάλο ύψος σε, σχεδόν, ανθρώπινα μέτρα (πάνω από 1 μέτρο), και την τοποθέτησή τους ως σήμα επάνω στους τάφους. Από το αθηναϊκό νεκροταφείο του Κεραμεικού προέρχονται ανάλογα παραδείγματα. Στο σώμα τους απεικονίζεται η πρόθεση και η εκφορά του νεκρού, ενώ έχουν τρύπα στον πυθμένα ώστε να ρέουν στο χώμα οι υγρές προσφορές, χοές προς τους νεκρούς των τάφων. Οι παραστάσεις αυτές μπορεί να θεωρηθούν ως εικονιστικές, αφηγηματικές, ενώ οι αρχαιολόγοι και οι ιστορικοί της τέχνης διακρίνουν σε αυτές τους πρώτους «καλλιτέχνες», οι οποίοι, επειδή δεν σώζονται τα ονόματά τους, σημειώνονται με συμβατικές ονομασίες, όπως «ζωγράφος του Διπύλου» και «ζωγράφος του Hirschfeld».

Μεγάλη συζήτηση έχει προκύψει για τη σημασία αυτών των αγγείων και συνακόλουθα της τέχνης τους (βλ. Dipla 2011). Η σαφής χρήση τους ως σημάτων σε ταφές, καθώς και η «διηγηματικού» χαρακτήρα διακόσμησή τους, συνδέθηκε με την αριστοκρατική τάξη της εποχής. Είναι πολύ πιθανό να στοχεύουν στους ζώντες «θεατές» της ταφής και του τάφου των νεκρών. Να ήθελαν να συσχετίσουν, δηλαδή, τη ζωή των ενταφιασμένων, μέσα από τις αφηγηματικές παραστάσεις πραγματικών ή φανταστικών, ιστορικών ή μυθολογικών πολεμιστών, αρμάτων, αλόγων, ναυαγίων και μαχών με την «πολεμική αριστεία» ή ακόμα και με αρχαίους «ένδοξους» προγόνους οι οποίοι, ίσως, θα μπορούσαν να αναχθούν ακόμα και στα ομηρικά έπη που την εποχή αυτή συντίθενται, καταγράφονται ή βρίσκονται σε μεγάλη διάδοση.

Αυτή η «έκρηξη» εικονιστικών θεμάτων από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. και μετά, με όλες τις ιδιαιτερότητες που τη διακρίνει σε σχέση και με τα μυκηναϊκά, με τα οποία προσομοιάζει περισσότερο, πρότυπα, αλλά και με τη μεταγενέστερη μελανόμορφη και ερυθρόμορφη αγγειογραφία, ήταν φυσικό να εγείρει τη συζήτηση για το ζήτημα της σχέσης της με τα έπη. Παραστάσεις με πλοία έχουν συνδεθεί αρκετές φορές με τις ομηρικές περιγραφές και κυρίως με αυτές που αφορούν τις περιπέτειες του Οδυσσέα. Δεν υπάρχουν, όμως, άλλα, παραπάνω στοιχεία για να αποδείξουν αυτήν την υπόθεση πέραν των ομοιοτήτων των σκηνών που περιγράφονται στις αγγειογραφίες με ομηρικούς στίχους και της γοητείας που ασκεί στους ερευνητές μια ανάλογη ταύτιση. Ξεχωρίζουν ανάμεσά τους ένας υψηλός, κοντά στα 99 εκατοστά, κρατήρας με πόδι που βρίσκεται σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, όπου απεικονίζεται μάχη στην πλώρη και στην πρύμνη ενός πλοίου (εικ. 6.55, 6.55α). Παρόμοια στοιχεία διακρίνονται στον κρατήρα από τις Πιθηκούσσες της Ιταλίας όπου θεωρείται πως απεικονίζεται ναυάγιο (εικ. 6.56), στο λαιμό μιας οινοχόης που βρίσκεται στο μουσείο του Μονάχου με παρόμοια θεματολογία (εικ. 6.57), αλλά και στις δυο όψεις ενός σκύφου από την Ελευσίνα (εικ. 6.58) και σε ένα «λουτήριο» από το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου (εικ. 6.59). Σε μεταγενέστερες αγγειογραφίες τα πράγματα γίνονται πλέον ξεκάθαρα, όπως συμβαίνει σε έναν Πρωτοαττικό αμφορέα στον λαιμό του οποίου απεικονίζεται η τύφλωση του Πολύφημου. Το αγγείο προέρχεται από την Ελευσίνα, ανήκει στο πρώτο μισό του 7ο αιώνα (675-650 π.Χ.) και, όπως είναι φυσικό, αφού δεν υπάρχει υπογραφή του καλλιτέχνη, αποδίδεται στον ονομαζόμενο «ζωγράφο του Πολύφημου» (εικ. 6.60).

35 Τιβέριος 1996: 16-24, 49-55, 239-241.