Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

MAPΩ ΛΟΥΚΑ

«Φιδότοπος»

Μια φορά έμεινα να κοιτάζομαι με μιαν όχεντρα. Εκείνη την ημέρα τα πόδια μου έφτασαν ως τα αυτιά μου απ' το τρεχαλητό. Από τότε πέρασαν χρόνια. Αλλά αυτή η έκταση, πλαγιαστά στα σπίτια μας ως εκεί τα ριζώματα του βουνού παράμενε φιδότοπος. Κι εμείς, όπως και κάθε χρονιά, υποβάλαμε την αίτησή μας στη Δημαρχία. Τα λοιπά και τα λοιπά και σας παρακαλούμε να ληφτεί η παρούσα εις το υπόψη. Όμως όχι πως περιμέναμε τίποτα. Την εφτιάξαμε που να 'χομε τουλάχιστο την ιδέα ότι κάπως το κινούμε το πράμα. Πάντως η περιοχή δεν ξεχερσωνόταν. Ειδικώς αφόταν συρματοπλέχτηκε και χωρίστηκε σε οικόπεδα. Τα οικόπεδα πέρασαν στο σχέδιο της πόλης κι άρχισε η Δημαρχία μας να τα πουλά.. Και το φίδι όμως, φίδι. Λέω, Μαντάμ, ας μη σου τύχαινε να 'πεφτες απάνω του, γιατί τότε κρίμας το βρακί σου. Έχομε επίσης τη λασπουριά. Αυτή κάθε χειμώνα. Κάθε που θα βρέξει, τα νερά σηκώνονται ως το μισό μέτρο και μπαίνουν στα σπίτια μας. Εδώ που φτάσαμε, λέμε να σπείρουμε τα πατώματα. Να παράγουμε ρυζάκι, άσχημα δε θα 'ναι λέμε. Κι έτσι από χρονιά σε χρονιά πάει το πράμα και βουλιάζει. Θα μας στείλουν δηλαδή τους ειδικούς να μελετήσουν το θέμα περί υπονόμων, ακόμη έρχονται. Κι ωστόσο κατεβάζει το βουνό.

1. όχεντρα: η οχιά

Ο Μιλτιάδης ήταν συμμαθητής μου στο Δημοτικό. Ίσαμε την Τετάρτη τάξη. Μετά σταμάτησε τα γράμματα. Από δέκα χρονών δουλεύει. Πέρασε απ' όλα τα επαγγέλματα, όσο που καταστάλαξε τορναδόρος. Αυτός παλιά, προ δέκα χρόνια, ήταν σαν πρόβατο. Ακόμη και που κάπνιζε, είχε μια συστολή, σαν τη γυναίκα τη γνωστικιά που κάπνιζε κρυφά απ' τον άντρα της. Και το μυαλό του δούλευε ρολόι. Ποτέ δε λησμονούσε να το κουρντίσει, πήγαινε κανονικά· δουλειά, σπίτι, την Κυριακή ανέβαινε στο Κέντρο για το σινεμά. Ύστερα, το βραδάκι άκουε τα αποτελέσματα του Προ-πό, αν και δεν έπαιζε. Και πού να παίξει! Κάθε Σάββατο τον επερίμενε στην αυλόπορτα η μάνα τους μ' έτοιμες τις παλάμες να της παραδώσει το βδομαδιάτικο. Έτσι μια μέρα που τον είδαμε να ξεκινά απ' τη γειτονιά μ' ένα χαρτόνι κρεμασμένο στα στήθη του, όλοι είπαμε, τρελάθηκε. Κάτω ο Παπαδόπουλος έγραφε, Κάτω ο Παπαδόπουλος φώναξε. Άλλοι γελούσαν, άλλοι κουνούσαν τις κεφαλές τους. — Πάει, το χάσαμε το παιδί.

Πέρασε τα σύνορα της γειτονιάς. Μπήκε στην άσφαλτο. Κόρναραν τα αυτοκίνητα. Τον είχαν πάρει ξοπίσω τα παιδιά. Σαματάς μεγάλος. Μαζεύτηκε κόσμος στην κεντρική πλατεία. Βγήκαν οι μαγαζάτορες: Βρε, βρε. Φτάνει ξεμαλλιασμένη η μάνα του. Του 'λέγε, του 'λέγε. Κουνούσε τα μπράτσα της. Πέρα δώθε το κορμί της σαν να χόρευε. Οπότε της δίνει μια, την έσπρωξε και πέφτει. Σκύβει να την σηκώσει. Έφτασαν τότε οι χωροφύλακες. Τον έσυραν, τον απώθησαν και σε λιγάκι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ένα χρόνο και, έκαμε στη φυλακή. Όταν αποφυλακίστηκε τρίβαμε τα μάτια μας. Εψώμωσεν το εργατάκι. Λίγες κουβέντες και καλές. Κάθονταν στο καφενείο, μόλις που είχαν σχολάσει και κάθονταν. Όπου ακούν τις φωνές, ότι πάλι φίδι δάγκασε το κοριτσάκι του μαστρο-Γιάννη. Όμως πολύ συνηθισμένο. Μόνο ο μαστρο-Γιάννης κουνήθηκε απ' την καρέκλα του. Τότε πετιέται ορθός ο Μιλτιάδης. Μιλιά δεν έβγαλε, παρά ξεπόρτισε.

— Τι έπαθε αυτός; Φίδι τόνε δάγκασε; Το είχαν ξεχάσει, όταν από κάμποση ώρα μπαίνει ξαναμμένος και βαστούσε μιαν όχεντρα στα χέρια του. Ολουνών κόπηκαν τα ήπατα. — Τι πας να κάνεις, μωρέ; — Πού 'ναι ο Μιχάλης; Σηκώθηκαν και τους έπιασε πυρετός. — Πού 'ναι ο Μιχάλης; ξαναφώναξε. Ξετρύπωσεν ο Μιχάλης και πλησίασε μουδιασμένος. — Φέρε το τρίκυκλο. Κούνησε, μωρέ. Φέρε το τρίκυκλο, είπα.

Μην τα πολυλογώ, μπαίνουν μέσα στο τρίκυκλο, κατευθείαν για την κεντρική πλατεία. Ο Δήμαρχος και οι σύμβουλοι συνεδρίαζαν γύρω στο τραπέζι τους. Ορμά ο Μιλτιάδης και τους αμολά την όχεντρα εκεί που ήταν γύρω-γύρω κι είχαν μεγάλη αφοσίωση στην εισήγηση που έκανε Μια. Περιττό να σου πω, Μαντάμ, ότι ο μεν Δήμαρχος, εβδομηντακοντούτης, έπαθε καρδιακή προσβολή. Δύο κυρίες κατουρήθηκαν, άλλοι έπαθαν ταχυπαλμία και οι πιο σβέλτοι γίναν λούηδες. Όσο για την όχεντρα ο Μιλτιάδης την είχε πνίξει απ' την ώρα που την έπιασε, ψόφια τους την αμόλησε.

Αυτό το γεγονός προκάλεσε αίσθηση και συζητήθηκε. Ήρθε η Χωροφυλακή να τον συλλάβει. Όπου και να τον έψαξε, άφαντος ο Μιλτιάδης. Δηλαδή, ο λόγος το λέει. Όλοι ξέραν πού κρύβεται. Κι ολουνών πιπίλιζε τα μυαλά να κάμουν δυο τρεις παρέες και να ξεχερσώσουν αυτοί, με τα χέρια τους, την περιοχή. Να σωθούμε απ' το φίδι. Κι εκεί που τα οικόπεδα μένουν απούλητα, άρα η περιουσία του Δήμου, εκεί να στρώσουν το χώμα και να κάμομε γήπεδο για τα παιδιά, αλλά και για τους μεγάλους, να φυτέψουμε και μια λεύκα που φτουράει, να' χομε, μωρέ, κι εμείς ένα γήπεδο, ένα πάρκο. Αυτά πιπίλιζε τα μυαλά των αντρών.

Ύστερα νάτοι οι χωροφυλάκοι πάλι, τους στριμώχνουν άσκημα, στην αναμπουμπούλα απάνω, ο μαστο-Γιάννης την έπαθε και μαρτυρά πού κρύβεται ο Μιλτιάδης. Πάνε, τον πιάνουν στον ύπνο.

Τις πρώτες μέρες κάθονταν στο καφενείο και δεν έλεγαν να το χωνέψουν. Ύστερα ο μαστρο-Γιάννης ένα απόγευμα λέει: — Εσείς κάμετε το κουμάντο σας. Εγώ έχασα τον ύπνο μου. Θα πάρω τη σκαλίδα και θα πάω κει να ξεχερσώνω όσο να με πάρει ο διάολος. Ή ο διάολος θα με πάρει ή θ' αλαφρώσω.

2. σκαλίδα: αξίνα, σκαλιστήρι

Πήγαν όλοι. Το βάλανε μπρος. Κι άλλαξε όψη η περιοχή. Η δε Δημαρχία έκανε τον ψόφιο κοριό. Αποφυλακίστηκε ο Μιλτιάδης. Έπεσε με τη μεταπολίτευση η αποφυλάκισή του. Άντε, λέγαμε, να ησυχάσει ο άνθρωπος. Αυτό, ότι ξεχερσώσαμε την περιοχή δεν έπαυε να μας το επαινεί και καμάρωνε.

Άφησε, ότι μετά τις Δημοτικές εκλογές, κάναμε και εγκαίνια στην πλατεία μας παρουσία του νέου Δημάρχου. Ήρθε με τους συμβούλους του εκεί. Και στο λόγο που εκφώνησε είπε ότι από χρόνια μελετούσε η Δημαρχία να εξωραΐσει την περιοχή μας. Έπεσε ψίθυρος. Όπως μάλιστα δύο σύμβουλοι ήταν παλιά σαΐνια της Δημαρχίας, απ' τους λούηδες. Αλλά προκειμένου για τη θέση, μπα, εκεί έστεκαν τουρλωτοί κι έπαιζαν τα πηγούνια τους.

Από ησυχία τώρα, Θεός φυλάξοι. Για το Μιλτιάδη εννοώ. Ένα βράδυ τον επαραφύλαγαν τραμπούκοι παραδίπλα στο καφενείο και τον έκαμαν νταούλι στο ξύλο.

— Δηλαδή αυτοί σε κάνουν να ντρέπεσαι. Σε φέρνουν στ' απροχώρητο. Να πιάσεις μια πέτρα και να τους τη λιώσεις την κεφαλή. Δυο μέτρα μπόι ο Μιλτιάδης κι έμεινε μια βδομάδα στο κρεβάτι. Του 'βάνε η μάνα του κομπρέσες από κρομμύδια, για να ξεμπλαβίσει. Κι όπως ημέρα την ημέρα ξεμούριζαν μέσα στη Δημαρχία οι αντιστασιακοί αυτοονομαζόμενοι, πήγαν σιγά-σιγά να κάμουν πέρα το Μιλτιάδη. Επειδή, λέει, πάει ντουρού. Κι έχει πολλές τρύπες το μυαλό του, είπαν. Απ' όπου μπαινοβγαίνουν διάφορα ρεύματα, τα αριστεροχουντικά. Του κόλλησαν και ρετσέτες.

Όμως για μας παραμένει ο Μιλτιάδης. Που μας έμαθε το συν Αθηνά και χείρα κίνει - κούνα και συ τα χέρια σου, δηλαδή. Όχι πια μυγοχάφτες και με την αίτησή μας που σας παρακαλούμε να ληφτεί η παρούσα εις το υπόψη και τα λοιπά και τα λοιπά. Κι αυτό, Μαντάμ, θα παραμείνει το εύγε του.

3. ξεμπλαβίζω: βρίσκω το φυσικό μου χρώμα, ξεμελανιάζω

Η Μ. Δούκα είναι σύγχρονη ελληνίδα πεζογράφος.