Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

4η Ενότητα Ταξίδια

Οι παλιές αθηναϊκές αποκριές

Κ. ΟΥΡΑΝΗΣ

Όπως υπάρχουν Αθηναίοι που δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στον Παρθενώνα, έτσι κι εγώ αγνοούσα τη συνοικία Ψυρρή ως τη μέρα που ο Ελληνικός τουρισμός με κάλεσε, μαζί με όλον τον κόσμο, να πάω να δω την αναβίωση της παλιάς αθηναϊκής Αποκριάς, με το γαϊτανάκι της, την καμήλα της, τις καντάδες της, την κρασοκατάνυξη στις ταβέρνες, και να γλεντήσω όπως στους "περασμένους ωραίους καιρούς" που η Αθήνα ήταν ένα μεγάλο χωριό, οι άνθρωποι ελάχιστα απαιτητικοί και η διασκέδαση είχε εντελώς τοπικό χαρακτήρα… Θυμόσαστε: ο τουρισμός είχε προκηρύξει βραβεία για ένα αποκριάτικο τραγούδι που θα θύμιζε παλιά αθηναϊκά τραγούδια, για τις καλύτερα διακοσμημένες ταβέρνες, για τις πιο πετυχημένες μάσκες, για την πιο εύθυμη παρέα, για κείνους που θα 'πιναν την περισσότερη ρετσίνα, για τη γλυκύτερη τέλος καντάδα. Όλα αυτά ήταν παρά πολύ υποσχετικά. Το βραβευμένο τραγούδι βεβαίωνε ότι: Μέσα στις Πλάκας τα στενά και στου Ψυρρή γλέντι αρχινά……

Πώς να μην πάει κανένας;

Ένα ταξί με παρέλαβε με την παρέα μου ένα βράδυ από την πλατεία του Συντάγματος και ύστερα από λίγα λεπτά διαδρομής μάς μετέφερε στα δαιδαλώδη γραφικά σπιτάκια του Ψυρρή, όπου άλλοτε ζούσαν οι ιστορικοί παλικαράδες και κρασοπότες, που είχαν λαδωμένες αφέλειες, τζογιά παντελόνια, στραβά βαλμένα τα καπέλα, μια μαγκούρα με ρόζους στο χέρι, μια κάμα στο ζουνάρι, κι ένα ζουνάρι, τέλος, έτοιμο πάντα να συρθεί - για καβγά.

Λίγα λεπτά διαδρομής - κι ήταν σα να είχαμε μεταφερθεί στις ακρότατες ελληνικές επαρχίες και ταυτόχρονα στο παρελθόν. Έβλεπα μιαν Αθήνα που ούτε υποψιαζόμουν. Οι δρόμοι ήταν στενοί και σερπετοί, τα σπίτια ήταν μονώροφα ή το πολύ διώροφα κι όλα τους παμπάλαια, με αυλίτσες, με χαγιάτια, με βασιλικούς στα παράθυρα. Ο ηλεκτροφωτισμός των δρομίσκων αυτών ήταν άθλιος, τα πόδια μας τσαλαβουτούσαν στις λάσπες, αλλά οι ανοιχτές ταβέρνες και τα μπακάλικα που συναντούσαμε σε κάθε σχεδόν βήμα γέμιζαν με τρύπες φωτός το γενικό σκοτάδι της συνοικίας. Μαζί με το φως, απ' όλες αυτές τις ταβέρνες κι όλ' αυτά τα μπακάλικα, διαχύνονταν στα σοκάκια δυνατές απόπνοιες τσιγαριζομένων σκωτιών, οι ήχοι ζουρνάδων, ντεφιών και λατερνών και βραχνά ή διάτορα τραγούδια μεθυσμένων.

Η συνοικία ολόκληρη είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να ανταποκριθεί στην έμπνευση του τουρισμού. Στις εισόδους των δρομίσκων υπήρχαν αψίδες από κλώνους πεύκων, όλες οι ταβέρνες είχαν σημαιοστολισμένες τις πόρτες τους και το εσωτερικό τους διακοσμημένο με γιρλάντες χάρτινων λουλουδιών, λατέρνες έπαιζαν σε κάθε γωνιά, πολλά σπίτια είχαν κρεμάσει στα μπαλκόνια τους χρωματιστά χαλιά, φαναράκια και… εικόνες αγωνιστών του 21· στα παράθυρα μπουκέτα κοριτσιών δέχονταν γελαστά τα πειράγματα των διαβατών και σ' ένα από τα τυπικότερα και ωραιότερα παλιά σπίτια της συνοικίας, το σπίτι του Καρόρη, όπως λεγόταν, είχε γίνει από το νοικοκύρη ένα είδος "έκθεσης" της παλιάς αθηναϊκής ζωής. Το πρωτότυπο της "έκθεσης" και το ακόμα πρωτοτυπότερο γεγονός, ότι ο νοικοκύρης κερνούσε τους επισκέπτες δωρεάν ρετσίνα από τα γιοματάρια του και σπιτικούς μεζέδες, είχε προσελκύσει τόσο κόσμο στο σπίτι αυτό, ώστε τα παλιά του πατώματα κινδύνεψαν να γκρεμισθούν. Ύστερα απ' αυτό ο νοικοκύρης είχε αναγκαστεί να ζητήσει την προστασία της αστυνομίας για να συγκρατεί τον κόσμο, κι όταν πήγαμε μεις, βρήκαμε κλειστή την πόρτα κι ένα αστυφύλακα πίσω της. Ευτυχώς, ένας από εμάς είχε, φαίνεται, μεγάλη ομοιότητα με τον …στρατηγό Τρικούπη, κι όταν ζητήσαμε να μπούμε, όχι μόνο δε μας έφεραν καμία δυσκολία, αλλά και μας δέχθηκαν με εδαφιαίες υποκλίσεις, ενώ ο φρουρός αστυφύλακας, τεντωμένος σε στάση προσοχής, μας χαιρετούσε στρατιωτικά!

Το παλιό αυτό αθηναϊκό σπίτι ήταν θελκτικότατο. Κάθε του γωνιά ήταν και μία παλιά λιθογραφία στο φυσικό. Η αυλίτσα του είχε το πηγάδι της και τις περιπλοκάδες της, η αποθήκη του τα παλιά τεράστια κιούπια της για το λάδι, το πατητήρι για τα σταφύλια, κατακάθαρο, περίμενε, θαρρείς τον τρυγητό, τα παλιά βαρέλια του κρασιού, στολισμένα με κλωνάρια, ήταν σαν κοιλαράδες σάτυροι κισσοστεφανωμένοι, στο γραφικό χαγιάτι με τις ξύλινες δοκούς ήταν κρεμασμένες αρμάδες κυδώνια και ρόδια, κι όπως στον παλιό καιρό, μέσα στο σπίτι - όπου όλη η επίπλωση ήταν όποια είναι σήμερα στα εύπορα σπίτια των ελληνικών χωριών - μας υποδέχτηκε ένα τσούρμο γυναικών που ήταν όλες ντυμένες με φορεσιές της εποχής της Αμαλίας ή με τοπικές ενδυμασίες διαφόρων ελληνικών τόπων…

Όλες αυτές οι εικόνες ήταν χαρά για τα μάτια - αλλά δεν ήταν εικόνες Αποκριάς. Το ίδιο συνέβαινε και με την όψη που παρουσίαζε όλη η συνοικία. Ο στολισμός είχε ένα τόνο εθνικής μάλλον εορτής ή λαϊκού πανηγυριού πολιούχου αγίου, παρά Αποκριάς. Αυτή την εντύπωση έδιναν οι μεγάλες ξεθωριασμένες φωτογραφίες των πρώτων Ελλήνων βασιλέων που ήταν κρεμασμένες στους τοίχους σε μερικές ταβέρνες, πλαισιωμένες με μυρτιές, και τα φαναράκια που μερικοί είχαν αναρτήσει στα κάγκελα των μπαλκονιών τους. Αυτή την εντύπωση έδινε, προ πάντων, το πλήθος…

Κι εδώ είχε συμβεί ό,τι συμβαίνει παντού με τους Νεοέλληνες. Όλος ο κόσμος, που είχε συρρεύσει στου Ψυρρή ή στην Πλάκα, είχε πάει να δει να γλεντάν - κι όχι για να γλεντήσει ο ίδιος. Στους λασπωμένους και σκοτεινούς δρομίσκους περιφερόταν ένα πλήθος όλως των κοινωνικών τάξεων κι όλων των αθηναϊκών συνοικιών, που όπως ο γέρο - Δήμος του τραγουδιού, ζητούσε τη χαρά "πότ' εδώ, πότ' εκεί" - χωρίς να τη βρίσκει, φυσικά, αφού όλοι είχαν εκστρατεύσει με το ίδιο πρόγραμμα. Έβλεπε κανένας ομίλους κυρίων και κυριών του καλού κόσμου να σταματάν έξω από κάθε ταβέρνα και να κοιτάζουν περίεργα - όπως κάνουν οι επισκέπτες των ζωολογικών κήπων μπρος από τα κάγκελα των θηρίων. Κοίταζαν - και προχωρούσαν πάρα πέρα για να επαναλάβουν το ίδιο…

Κ. Ουράνης (1890-1953): Ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής από την Κωνσταντινούπολη. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ταξιδιωτική πεζογραφία.