"Institute of Educational Policy" Books

Search

Go
Show

Δ ΧΡΗΣΗ ΛΕΞΙΚΩΝ

Κείμενο 12

ο ήλιος (ΟΥΣ.) 1. ουράνιο σώμα που φωτίζει και ζεσταίνει τη γη Ξύπνησε πολύ πρωί για να απολαύσει την ανατολή του ήλιου. 2. το φως του ήλιου, καθώς και το μέρος που φωτίζει και ζεσταίνει ο ήλιος Μ' έκαψε ο ήλιος. Κάθισε στον ήλιο για να μαυρίσει. 3. κίτρινο λουλούδι που μοιάζει στο σχήμα με τον ήλιο και γυρίζει προς αυτόν Από τους σπόρους του ήλιου βγαίνει το ηλιέλαιο. ΣΥΝΩΝ.: ηλιοτρόπιο, ηλίανθος ΣΥΓΓ.: ηλιακός, ηλίαση, ήλιο, λιακάδα, λιάζω, λιαστός, λιακωτό ΣΥΝΘ.: ηλιοβασίλεμα, ηλιοθεραπεία, ηλιόφως, ηλιοτρόπιο, ηλίανθος, ηλιόσπορος, ηλιόλουστος, ηλιοστάσιο, ευήλιος, ανήλιος, ηλιοκαμένος, ηλιοφάνεια, λιόγερμα, λιοπύρι, λιόφωτο, ανήλιαγος ΠΡΟΣΟΧΗ: η λέξη ήλιος δεν έχει πληθυντικό αριθμό στην πρώτη και στη δεύτερη σημασία.

Άννα Βακαλοπούλου και Άννα Ιορδανίδου, Το λεξικό του δημοτικού, εκδ. Πατάκη, 1998

Ακούω και μιλώ 1. Δείτε το λήμμα "ήλιος" του λεξικού αυτού που απευθύνεται σε μαθητές του Δημοτικού. Τι τύπου γραμματικές πληροφορίες δίνει για τη λέξη ήλιος; - Πού τις εντοπίζετε; 2. Το λεξικό καταγράφει τρεις σημασίες για τη λέξη ήλιος. Πώς σχετίζονται αυτές οι σημασίες μεταξύ τους; 3. Τι άλλου τύπου πληροφορίες δίνει το λεξικό για τη λέξη ήλιος;