Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Κείμενο 7 [Πόσον η ζωή ήτο γλυκεία…]

Εσηκώθην, αισθανθείς ρώμην* τινά, κ' έφερα ολίγους γύρους περί τον αιγιαλόν, και την μικράν κοιλάδα, βλέπων πόσον η ζωή ήτο γλυκεία, εις τα ωραία, τα έρημ' ακρογιάλια της πτωχής νήσου μου. […] Μετά εν τέταρτον της ώρας, μ' έκραξεν ο Αταίριαστος.

- Μας ήρθε, είπεν, η μυζήθρα, μυρωδάτη, αχνιστή. Την έφερε πεσκέσι το Ξενιώ, η μικρή τσούπα** του Πατσοστάθη. Ύστερ' από λίγο θα 'ρθη, λέει, ο αφέντης της -δηλαδή ο πατέρας της- να μας φέρη, λέει, το κοκορέτσι, ψημένο, έτοιμο. Όσον διά τα δύο μπούτια θα μας τα φέρη, λέει, ωμά, για να τα ψήσουμε αργότερα εδώ.

- Μπερεκέτβερσιν (ο θεός να τα πληθύνη).

- Το άλλο το μισό κατσίκι, το εκράτησε, λέει, για τη φαμίλια του, […] επειδή θα μας ήτον πολύ να μας το έφερνε όλο, επτά οκάδες πράμα… Τώρα θα μας έρθη κι ο Αγάλλος, να μας ζύμωση την πίττα. Σ' αρέσει η τυρόπιττα με χλωρό τυρί και με δέκα αυγά;

- Βεβαίως.

- Και πάλι τα δύο μπούτια, ο ίδιος ο Στάθης θα μας τα ψήση εδώ, για να έχουμε να δειλινίσουμε.

* ρώμη: η σωματική δύναμη, το σφρίγος.

** τσούπα: η μικρή κοπέλα, κόρη.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Τα ρόδιν' ακρογιάλια", Άπαντα, εκδ. Δόμος, 1997

Κείμενο 8 Αγνά βιολογικά προϊόντα Διαφημιστική αφίσα