Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Ομάδα :: Αθλητική είδηση

( ελληνικής διαιτησίας το ανάγνωσμα :: 03-03-2003) 

ΓΗΠΕΔΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ελληνικής διαιτησίας το ανάγνωσμα

ΦΙΛΑΘΛΕΩΝ

Να η ευκαιρία. Επιτέλους, μια Κυριακή που η διαιτησία δεν διαμόρφωσε αποτελέσματα στο ελληνικό Πρωτάθλημα, έτσι ώστε να μπορέσουμε πιο ψύχραιμα να μιλήσουμε για τη μεγάλη αυτή πληγή. Ένα Πρωτάθλημα που θα μπορούσε να είναι συναρπαστικό, θα είναι τελικά όχι μόνο συναρπαστικό αλλά και διαβλητό χάρις, σε μεγάλο βαθμό, στις επιδόσεις των ανθρώπων με τα γκρι. Κι αν είναι σίγουρα κρίμα, το γεγονός δεν είναι, εξίσου σίγουρα, τυχαίο.

Να εξηγηθώ από την αρχή: ως φίλαθλος που προσπαθεί να μη διακατέχεται, τουλάχιστον πλήρως, από την κλασική ελληνική ιδιότητα της συνωμοσιολογίας δεν θεωρώ ότι η κακή εικόνα της ελληνικής διαιτησίας οφείλεται, κατά πρώτον λόγο, σε σκοτεινά και δυσώδη αίτια. Οι εξωγηπεδικές «παράγκες» βεβαίως υπάρχουν, μοιάζουν να λειτουργούν όμως περισσότερο σε επίπεδο άσκησης γενικής - ορισμένες φορές - ασφυκτικής επιρροής επί των προσώπων και των πραγμάτων του ελληνικού ποδοσφαίρου, ως μηχανές διάβρωσης (όχι μόνο διαιτητικών) συνειδήσεων, παρά ως «αγοραστές» διαιτητών και παιχνιδιών.

Το αποτέλεσμα, θα μου πείτε, είναι σχεδόν το ίδιο: είτε από ενσυνείδητη είτε από ασυνείδητη προκατάληψη, οι Έλληνες διαιτητές, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, κάνουν πολλά και χοντρά λάθη - και πολύ συνηθέστερα εις βάρος των «μικρών» παρά των «μεγάλων» ομάδων. Η αντικειμενικά ορθή αυτή ανάγνωση των πραγμάτων μένει ελαφρώς μονομερής αν δεν συνυπολογισθούν τρεις, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμοι παράγοντες.

Ο πρώτος είναι ότι αποδίδοντας τα πάντα στην «παραγκούπολη» υποβαθμίζουμε το γεγονός ότι, αφού οι εκατέρωθεν «ιδιοκτήτες» σχεδόν αλληλοεξουδετερώνονται, θα έπρεπε και το αποτέλεσμα των επεμβάσεών τους να αποδίδει διεφθαρμένη μεν δικαιοσύνη δε, πράγμα το οποίο προφανώς δεν ισχύει στην πράξη.

Οι ομάδες που σε μια συγκεκριμένη περίοδο ευνοούνται πιο συστηματικά, δεν ταυτίζονται με τις ομάδες που ασκούν την ισχυρότερη εξωγηπεδική πίεση, αλλά σχεδόν πάντα με τις ομάδες που έχουν τον αγωνιστικό αέρα στα πανιά τους. Τρανταχτή απόδειξη, η φετινή διακριτική προστασία του Παναθηναϊκού, μετά την περσινή τής ΑΕΚ και την επί αρκετά προηγούμενα χρόνια του Ολυμπιακού. Το γιατί συμβαίνει αυτό το εξηγεί το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο.

ΕΥΘΥΝΟΦΟΒΟΙ

Οι Έλληνες διαιτητές είναι περισσότερο ευθυνόφοβοι - και γενικά φοβισμένοι - παρά «πιασμένοι». Και είναι φοβισμένοι οι δόλιοι - είναι το μόνο στοιχείο για το οποίο δικαιούνται μια μικρή επιείκεια - γιατί ό,τι και να γίνει, είτε παίξουν καλά είτε άσχημα, θα αντιμετωπισθούν, πριν και μετά τον αγώνα, με καχυποψία ανάμεικτη με κακοπιστία και πασπαλισμένη με μικρόνοια. Τρανό εδώ παράδειγμα ο διαιτητής που έφαγε το ξύλο της χρονιάς του στο περσινό ντέρμπι της ντροπής, όχι γιατί ήταν γενικά μέτριος (που ήταν) αλλά για την απόλυτα σωστή τελευταία απόφασή του που έκρινε το αποτέλεσμα.

Όσο οπαδοί, παράγοντες και δημοσιογραφούντες (λιγότερο οι παίκτες) συνεχίζουν να φορτώνουν κάθε αποτέλεσμα στη διαιτησία, και η διαιτησία δεν θα βελτιώνεται και το ποδόσφαιρό μας δεν θα ορθοποδεί. Αυτό πάντως για το οποίο είναι εντελώς αδικαιολόγητοι οι Έλληνες διαιτητές είναι για την παθολογική σχεδόν αδυναμία τους να εφαρμόσουν σωστά τις δύο βασικές παραβάσεις αυτού του παιχνιδιού: το πέναλτι και το οφσάιντ. Είναι απίστευτο με πόση ευκολία δίνονται (ιδίως στους «μεγάλους») πέναλτι σε φάσεις που δεν ενέχουν, όπως επιτάσσει ο κανονισμός, το στοιχείο της τελικής προσπάθειας για γκολ.

Και είναι ακόμα πιο απίστευτο το ποσοστό αποτυχίας στο οφσάιντ, με τη βοήθεια βέβαια των ακόμα πιο ανεκδιήγητων εποπτών. Με δυο λόγια: οι Έλληνες διαιτητές είναι περισσότερο απαίδευτοι παρά διεφθαρμένοι και εκτίθενται ακόμα περισσότερο από τον φόβο να μην εκτεθούν. Θα μου πείτε: κι εμείς τι φταίμε; Θα μου επιτρέψετε να σας παραπέμψω σε αυτή την αγωνιστική, κατά την οποία ο Ηρακλής κέρδισε δύο πέναλτι και κανένας «μεγάλος» δεν πήρε τρανταχτό δώρο. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ελπίδα, απλώς ότι δεν γινόταν κανένα πολύ κρίσιμο ματς.