Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Κόσμος :: Χρονογράφημα

( δρόμοι :: 23-01-2003) 

Δρόμοι

ΡΟΥΣΣΟΣ ΒΡΑΝΑΣ

Ένα θαύμα…

… συνέβη μέρα μεσημέρι στο λεωφορείο και από όλους τους ανθρώπους αυτής της πόλης, από όλους τους ανθρώπους αυτού του πλανήτη, έτυχε να το δω εγώ.

Κρεμασμένος από τη χειρολαβή, είχα τα μάτια καρφωμένα στις μύτες των παπουτσιών μου και όλοι οι όρθιοι λικνιζόμασταν στον ρυθμό του οδηγού σαν μια συστοιχία από εκκρεμή. Προσπαθώντας να κρυφτώ από το ενοχλητικό φως του "πάνω κόσμου", ο νους μου έτρεχε στον "κάτω κόσμο" του μετρό και φανταζόμουν μια άλλη, ίσως παράλληλη, διαδρομή που έκαναν άλλοι επιβάτες σαν και εμάς στα σκοτάδια κάτω από τα πόδια μας, στα σπλάχνα της γης, ανυποψίαστοι για τη δική μας παρουσία.

Ώσπου…

… σε έναν απότομο χειρισμό του οδηγού σήκωσα άξαφνα τα μάτια και έπεσαν πάνω σε μια όμορφη γυναίκα που καθόταν μπροστά μου, με το κεφάλι γερμένο πίσω, παραδομένη στην αγκαλιά του ύπνου. Το πιγούνι της και από κάτω η γραμμή του λαιμού σε όλο της το βάθος μέχρι τα στήθη που ήταν σφιγμένα στα σταυρωμένα της χέρια, αναδεύονταν σαν ωκεανός, άλλοτε γαλήνια σαν νηνεμία και άλλοτε ταραγμένα σαν κύμα που φούσκωνε από το γκάζι του οδηγού, άλλοτε στον αφρό της λιακάδας και άλλοτε στον βυθό από τον σκοτεινό ίσκιο των σπιτιών.

Αποκοιμιόμαστε…

… για να μπορούμε μόλις ξυπνήσουμε να περάσουμε άλλη μια μέρα κούρασης.

Αποκοιμιόμαστε με την ελπίδα να ονειρευτούμε κάτι καλό. Αποκοιμιόμαστε για να κρύψουμε κάτι που πρέπει να κρυφτεί, με την ελπίδα να ονειρευτούμε το γελαστό πρόσωπο ενός παιδιού που ανακατεύει τις πιο φανταχτερές μπογιές του. Σε μια στροφή είδα τα χείλη της γυναίκας να αναδεύονται ανάλαφρα και γοργά και άξαφνα μου πέρασε η νοσηρή σκέψη να σκύψω πάνω της σαν μεγάλος εξομολογητής: στον ύπνο του κανείς δεν μπορεί να πει ψέματα. Μα ύστερα πάλι την είδα να ησυχάζει, να ξαναπέφτει στη βαθιά σιωπή, με την επιδερμίδα της να τσιτώνεται σε μια στιλπνή ακινησία. Αυτό κράτησε τόσο πολύ, που ένιωσα να με κυριεύει πανικός. Μπήκα σε χίλιες δυο σκέψεις, σκέφτηκα τον "μικρό θάνατο", τον Ύπνο, γιο της Νύχτας και αδελφό του Θανάτου, την ωραία κοιμωμένη και το βαθύ "ταξίδι" του Ριπ Βαν Ουίνκλ. Ώσπου άξαφνα φοβήθηκα μην ξεχαστεί, μη λησμονήσει να ξυπνήσει.

Το φρενάρισμα…

… με έβγαλε απότομα από τις σκέψεις μου. Σαν αναδυόμενη από τα βάθη του ωκεανού, με τις ρίζες των μαλλιών της μουσκεμένες ακόμη, η όμορφη γυναίκα σήκωσε το κεφάλι, στάθηκε σαν άγαλμα στα δυο της πόδια και βαδίζοντας ανάλαφρα χωρίς να στηριχτεί πουθενά, χάθηκε στην ανοιχτή πόρτα του λεωφορείου σαν από θαύμα - ένα θαύμα που είχε γίνει μπροστά στα μάτια μου και από όλους τους ανθρώπους αυτής της πόλης, από όλους τους ανθρώπους αυτού του πλανήτη, ήξερα πως έτυχε να το δω μόνο εγώ.