Εφημερίδα "Μακεδονία"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Άρθρα :: Αλληγορία

( η παλίρροια "…και όλως όλον τον νουν χουν απετέλεσα" :: 23/3/2006 17:50:52) 

Ο Θέμης Λιβεριάδης γράφει

ΟΚΛΑΔΟΝ

Η παλίρροια "…και όλως όλον τον νουν χουν απετέλεσα"

(Ακολουθία του Μεγάλου Κανόνα)

Επιμένουν εκείνα τα μικρά πέτρινα σπίτια πάνω απ' τις βαθιές χαράδρες. Τα βλέπεις καθαρά μόνο στο τρένο της επιστροφής. Δεσπόζουν στις απερινόητες μισγάγκειες της πατρίδας. Ασπρίζουν μες στο σούρουπο στωικά στον ερχομό της Νύχτας. Παλιότερα λειτουργούσαν σαν σταθμοί και κατοικία αυτών που είχαν οριστεί να φυλάγουν γέφυρες και περάσματα.

Ο συρμός πήγαινε αργά αγκομαχώντας στην ανηφόρα, θαρρείς με προκαλούσε να ξεφύγω. Βγήκα αμίλητος απ' το κουπέ και τους έκλεισα μέσα. Το δημοσιογράφο, το μεταπράτη, τον πολιτικό, το ρήτορα -πλάι στο σιωπηλό καθηγητή, τη γυναίκα που δίπλωνε προσεκτικά ρυτίδες και λυγμούς. Πήδηξα στα χαλίκια -με δυο βήματα πάτησα στο υγρό γρασίδι. Πήρα βαθιές αναπνοές. Γέμισαν τα πνευμόνια μου θυμάρι, δενδρολίβανο και χαμομήλι. Με το που άρχισαν τα νυχτοπούλια να ξεδιπλώνουν τα φτερά, μπήκα στο σπίτι.

Εκεί θυμήθηκα το τρομερό το όνειρο της τελευταίας νύχτας… Ήμουνα στη γενέθλια πόλη πλάι στη θάλασσα. Πριν από λίγο το κεφάλι του Ήλιου, μες στα αίματα, κατρακύλησε από το δυτικό ικρίωμα στις πλαγιές του Ολύμπου. Τότε η θάλασσα άρχισε να φουσκώνει, να ξεχειλίζει τα κράσπεδα της προκυμαίας. Ένας βρομερός πολτός από τους υπονόμους της πόλης, μαζί με φίδια και χέλια πλημμύρισε τους δρόμους της Αγια-Σοφιάς και του Αριστοτέλη.

Έτρεξα να σωθώ προς το Σταθμό κι ανέβηκα στο πρώτο τρένο…

Μάσησα λίγες πικρές ελιές απ' το πιθάρι και πλάγιασα στο χωμάτινο δάπεδο. Έγειρα το κεφάλι σε πέτρα… να ξεχυθούνε οι κακές οι μνήμες και ο Εφιάλτης. Πέρα, στον κάμπο των Θερμοπυλών, άρχισαν να ανάβουνε τα πρώτα φώτα και να κρεμάνε στους ιστούς τα λάβαρα της παλιγγενεσίας.