Παράλληλη Αναζήτηση
Αναζήτηση για: "Ο*"
1 λέξη με 2 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορθοπλωρίσει (2) [ορθοπλωρίζω - V:F3s:S3s]
-
P6833 P002 L006 … ο χιονιάς. Κατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίσει το δικό μας και ολάκερο ημερον…
P6833 P002 L010 …Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφτασε να ορθοπλωρίσει και κείνος ή έπεσε απάνω στους…