Παράλληλη Αναζήτηση
Αναζήτηση για: "*τυφλ*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τυφλωθεί (1) [τυφλώνομαι - :F3s:S3s]
-
M2316 P007 L010 …τούς που απ' ότι φαίνεται, έχουν τυφλωθεί από το μίσος τους για τον Γούμεν…
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
M2316 P007 L010 …τούς που απ' ότι φαίνεται, έχουν τυφλωθεί από το μίσος τους για τον Γούμεν…
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |