Παράλληλη Αναζήτηση
Αναζήτηση για: "*ζευγ*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζευγαρωμένοι (1) [ζευγαρωμένος - A:Nmp:Vmp]
-
P2937 P012 L071 …μνοί όσο ήρθαν. Άλλοι έρχονταν ζευγαρωμένοι, ένας άντρας, μια γυναίκα. Κοί…