Παράλληλη Αναζήτηση

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Άρθρα :: Γνώμη (άρθρο σχολιασμού)

( πλαστογράφοι της ιστορίας :: 22/1/2006 21:58:49) 

Πλαστογράφοι της Ιστορίας

ΓΑΛΛΙΑ

Ποιητές της γενιάς του '70

Στο Στρασβούργο, την έδρα του Συμβουλίου της Ευρώπης, μεταφέρεται από αύριο το επίκεντρο της κινητοποίησης για την απόρριψη του μνημονίου καταδίκης των κομμουνιστικών καθεστώτων, της κομμουνιστικής ιδεολογίας και των κομμουνιστικών συμβόλων.

"Ένα βιβλίο γεμάτο μίσος"

Στη δεκαετία του 1970-1980 έκανε την εμφάνισή του ένας μεγάλος αριθμός λογοτεχνών, από τους οποίους μερικοί έχουν διαμορφώσει στις μέρες μας την φυσιογνωμία τους.

Χιλιάδες κομμουνιστές από πολλές χώρες της Ευρώπης θα συγκεντρωθούν στην πλατεία Δημοκρατίας του Στρασβούργου και θα ζητήσουν την καταψήφιση του μνημονίου, καταθέτοντας παράλληλα κείμενο πολλών χιλιάδων υπογραφών διαφωνούντων με το περιεχόμενο του κειμένου της Επιτροπής Πολιτικών Υποθέσεων του Συμβουλίου.

"Λε Μοντ". Η εφημερίδα απαντά στις κατηγορίες του βιβλίου "Το κρυμμένο πρόσωπο της Λε Μοντ"

Η κριτική έχει δεχτεί κοινά χαρακτηριστικά των λογοτεχνών αυτής της γενιάς με σημαντικότερα την αμφισβήτηση, την ειρωνεία και την κριτική που ασκούν ενάντια σε καταστάσεις που βιώνουν.

Επί της ουσίας πρόκειται για κείμενο ανιστόρητο, διχαστικό, αποπροσανατολιστικό και επικίνδυνο, που η τυχόν υιοθέτησή του από την ολομέλεια της κοινοβουλευτικής συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης θα πήγαινε την Ευρώπη δεκαετίες πίσω, στην περίοδο του "ψυχρού πολέμου", αφού:

Η γαλλική εφημερίδα "Λε Μοντ" δίνει σήμερα μακροσκελή απάντηση στις κατηγορίες που διατυπώνονται εις βάρος της στο βιβλίο "Το κρυμμένο πρόσωπο της Μοντ".

Η αμφισβήτησή τους μπορεί να έχει ένα συγκεκριμένο πολιτικό στόχο, όπως για παράδειγμα τη δικτατορία, αλλά μπορεί να στραφεί και σε άλλες μορφές διαμαρτυρίας, όπως ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις.

Αφενός επιχειρείται το ξαναγράψιμο της Ιστορίας (των μέσων του περασμένου αιώνα), με την ανιστόρητη εξίσωση του ναζισμού και του κομμουνισμού στο πεδίο διάπραξης εγκλημάτων.

Το βιβλίο αυτό, που έγραψαν οι δημοσιογράφοι Πιέρ Πεάν και Φιλίπ Κοέν, "συσσωρεύει λάθη, ψεύδη, λίβελλους και συκοφαντίες, των οποίων προφανώς θα επιληφθεί η δικαιοσύνη", γράφει ο Εντβί Πλενέλ, διευθυντής σύνταξης της "Λε Μοντ".

Σε αρκετές περιπτώσεις οι κριτικοί αναγνωρίζουν στη γενιά του '70 φαινόμενα που παρατηρούνται αντίστοιχα στην Ευρώπη και την Αμερική.

Αφετέρου οι συντάκτες του παραβλέπουν δύο αδιάψευστα γεγονότα:

Σε πλαίσιο η εφημερίδα τονίζει πως "επειδή είναι προσηλωμένη στην ευρεία ελευθερία της έκφρασης", αρνείται να προσφύγει άμεσα στη δικαιοσύνη.

Οι ποιητές, έχοντας προσλάβει τα μηνύματα του γαλλικού Μάη(1968), επιτίθενται ενάντια σε κάθε κοινωνικό κονφορμισμό.

Πρώτον:

Αλλά "ζήτησε από τους δικηγόρους της να αρχίσουν δικαστικές διώξεις για τις πλέον κατάφωρες δυσφημήσεις του ονόματος της "Μοντ", του διευθυντή της εφημερίδας Ζαν-Μαρί Κολομπανί, του χρηματιστή και προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου της Αλέν Μενκ και του Εντβί Πλενέλ".

Οι εκτιμήσεις, ωστόσο, αυτές δεν μπορεί να είναι απόλυτες, αφού κάθε λογοτέχνης, ανάλογα με τις συνθήκες που βιώνει και από τις οποίες επηρεάζεται, προσκομίζει στην τέχνη κάτι διαφορετικό και εντελώς προσωπικό.

Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του ναζισμού και του φασισμού ήταν εκείνα που εξαπέλυσαν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, εισβάλλοντας σε ξένες χώρες και εξοντώνοντας μειονοτικούς πληθυσμούς, όπως εβραίους και τσιγγάνους.

Το βιβλίο των Πεάν και Κοέν κατηγορεί την εφημερίδα ότι ξεπούλησε την ψυχή της στο χρήμα και την εξουσία και ότι η ηγεσία της έχει κυριευθεί από την έμμονη ιδέα της επιχειρηματικής επέκτασης, του προσωπικού πλουτισμού και της συμμετοχής στην εξουσία.

Οι ποιητές της γενιάς αυτής εμφανίστηκαν στην ελληνική λογοτεχνία από το 1965, αλλά έκαναν ευδιάκριτη την παρουσία τους λίγο αργότερα, στις αρχές του '70.

Δεύτερον:

"Η "Λε Μοντ" απειλεί άραγε τη Γαλλία;" αναρωτιέται η εφημερίδα στην πρώτη σελίδα της και στο κύριο άρθρο της τονίζει πως "το μίσος κατοικεί σ' αυτό το βιβλίο".

Μεγαλωμένοι σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει σημαντική οικονομική άνοδο και γίνεται όλο και περισσότερο καταναλωτική, οι ποιητές της δεκαετίας αυτής, οι οποίοι έχουν την οδυνηρή εμπειρία της επταετούς δικτατορίας, φαίνονται να διατηρούν την ίδια νοοτροπία με τους προγενέστερους και το ίδιο πνεύμα της επαναστατικότητας, της αμφισβήτησης και της έλλειψης εμπιστοσύνης.

Τα κομμουνιστικά καθεστώτα αντιθέτως ήταν εκείνα που αμύνθηκαν κατά της φασιστικής θηριωδίας και οδήγησαν με την αποφασιστική συμβολή τους στην αναχαίτιση και την τελική συντριβή της.

Οι ποιητές αντιμετωπίζουν τη σύγχρονη μοναξιά μέσα στην αστική καθημερινότητα και αναζητούν τη συντροφικότητα.

Σύμφωνα με τους διοργανωτές της κινητοποίησης το θέμα δεν έχει να κάνει μόνο με την ιστορία της Ευρώπης και τη συλλογική μνήμη των λαών, αλλά σχετίζεται στενά με την προσπάθεια περιθωριοποίησης όχι μόνο του κομμουνισμού αλλά του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων και των ανθρώπων που αντιστέκονται στη νέα τάξη πραγμάτων, στους προληπτικούς πολέμους, στην κυριαρχία των ΗΠΑ και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους, στην περιστολή των δημοκρατικών, κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων.

Το έργο των περισσοτέρων χαρακτηρίζεται από στοχασμό και ήπια μελαγχολία.

Και όπως πολύ εύστοχα διαπίστωσε πρόσφατα ο ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ Ιωάννης Μανωλεδάκης, "όλη αυτή η ιστορία νεκρανάστασης της αντικομμουνιστικής υστερίας λειτουργεί βέβαια στις μέρες μας εντελώς αποπροσανατολιστικά.

Πολλοί από τους ποιητές εμπλουτίζουν τη γλώσσα τους με θησαυρίσματα από παλαιότερους γλωσσικούς τύπους ανάλογα με την παιδεία τους.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης θα είχε πολύ έργο να κάνει, αν ασχολούνταν με τα εγκλήματα των ισχυρών της σημερινής τάξης πραγμάτων και του παγκόσμιου ολοκληρωτισμού αντί να ανασκάπτει την Ιστορία.

Επιλέγοντας τους πιο αντιπροσωπευτικούς, αναφερόμαστε στο έργο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ (1939), το οποίο αποτελεί, σύμφωνα με την άποψη των κριτικών, μια «εσωτερική αυτοβιογραφία», σε αυτό του Γιάννη Κοντού (1943), του Μιχάλη Γκάνα (1944), της Τζένης Μαστοράκη (1949), του Νάσου Βαγενά (1945), του Κώστα Παπαγεωργίου (1945) και της Δήμητρας Χριστοδούλου (1953), η οποία εμφανίστηκε μέσα στην περίοδο της δικτατορίας.

Και να στρέψει την προσοχή του, όπως έκανε τον προηγούμενο αιώνα, στις σημερινές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που γίνονται με το πρόσχημα της τρομοκρατίας από δημοκρατικές (υποτίθεται) κυβερνήσεις".

Η ποιητική παραγωγή του Μιχάλη Γκάνα από τη Θεσπρωτία σημαδεύεται από μνήμες και αναμνήσεις.

Προσυπογράφουμε.

Η Ελλάδα των καφενείων, των γηπέδων και της εγκαταλελειμμένης επαρχίας συναντιούνται στην ποίησή του που χαρακτηρίζεται από μελαγχολία και πόνο για όσα αγαπά αλλά βλέπει να εξαφανίζονται. Από τις πιο γνωστές του συλλογές Ο Ακάθιστος δείπνος (1978), Η μητριά πατρίδα (1981) και Τα γυάλινα Γιάννινα (1999).