Παράλληλη Αναζήτηση

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Άρθρα :: Σχόλιο

( αναζητείται το όνειρο :: 17/3/2006 19:40:49) 

Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΗ

β. Η υποταγή της Εκκλησίας της Ελλάδας στην πολιτική εξουσία

Την ίδια εποχή (19ος αιώνας) στην Ευρώπη εξαπλώνεται η ιδέα για τη δημιουργία εθνικών κρατών.

Αναζητείται το όνειρο

Εκεί το γεγονός αυτό έθεσε σε νέες βάσεις τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, οδηγώντας πολλές φορές την πρώτη σε υποταγή στην κρατική εξουσία.

Ουδείς αμφισβητεί, πιστεύω, ότι διανύουμε προεκλογική περίοδο και, αν κάποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει τα δημοσιεύματα επτά μήνες πριν από τις δημοτικές εκλογές του 2002, τότε θα εκπλαγεί αρνητικά με την απόλυτη ομοιομορφία που είχαν τότε και σήμερα.

Όταν ο ανήλικος ρωμαιοκαθολικός βασιλιάς Όθωνας με τους προτεστάντες αντιβασιλείς του ήρθαν στην Ελλάδα το 1833, αντιμετώπισαν την Εκκλησία ως υφιστάμενο τμήμα του Κράτους με πρότυπο την κατάσταση που επικρατούσε στη Βαυαρία.

Πανομοιότυπα γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις.

Είχαν την άποψη ότι η ελλαδική Εκκλησία έπρεπε να είναι εθνική, άρα ανεξάρτητη από τον Πατριάρχη, να κυβερνάται από Σύνοδο Επισκόπων επιλεγμένων από το βασιλιά και να τεθεί κάτω από τον έλεγχο της Πολιτείας.

Αν βέβαια όλα είχαν καλώς στην πόλη τότε, κανείς δεν θα είχε να σχολιάσει την επανάληψη. Ο αντιβασιλέας και υπουργός των εκκλησιαστικών, Μάουρερ, εξέδωσε διατάγματα με τα οποία συντελέστηκε σταδιακή υποδούλωση της Εκκλησίας στην κοσμική εξουσία. Ωστόσο καθημερινά όλοι μας ζούμε μία πραγματικότητα που δεν μας ικανοποιεί. Ως υπουργός, ο Μάουρερ εξασφάλισε με νόμο τη δυνατότητα να συγκαλεί σύνοδο και εκεί μεθόδευσε το θέμα του χωρισμού της Εκκλησίας της Ελλάδας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η όλη συζήτηση για τα πρόσωπα και δικαίως μέχρι σε έναν βαθμό.

Πολύτιμος βοηθός του στο έργο αυτό και πρωτεργάτης στη διαμόρφωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων υπήρξε ένας εκκλησιαστικός άνδρας της εποχής, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης.

Για τη ''ρημάδα'' όμως την πολιτική τίποτε.

Ο Φαρμακίδης, σπουδασμένος στην Ευρώπη συμφωνούσε με τις αντιλήψεις περί εθνικής Εκκλησίας ανεξάρτητης από το Πατριαρχείο.

Για την ταμπακέρα μηδέν.

Στο ακριβώς αντίθετο άκρο, η άλλη μεγάλη προσωπικότητα αυτής της περιόδου, ο ιερέας, ρήτορας και συγγραφέας Κωνσταντίνος Οικονόμος πολέμησε με το λόγο και την πέννα του το χωρισμό της Εκκλησίας της Ελλάδας από το Πατριαρχείο.

Όλοι εγκλωβισμένοι σε ένα ατελείωτο παιχνίδι εντυπώσεων, δηλώσεων, δημοσκοπήσεων.

Ο χωρισμός αυτός τελικά υπογράφηκε το 1833 από 22 ιεράρχες στη Σύνοδο του Ναυπλίου.

Πασαρέλα υποψηφίων, κανονικών ή μη, καθότι το ΠΑΣΟΚ δεν προχώρησε ακόμη στην ανακοίνωση του υποψηφίου που θα υποστηρίξει, άλλοτε με υπερβολές άλλοτε όχι, ανάλογα με τη σοβαρότητα του καθενός.

Από αυτούς οι περισσότεροι προέρχονταν από υπόδουλες στους Οθωμανούς περιοχές και όχι από ελλαδικές (δεν υπήρχε δηλαδή σωστή αντιπροσώπευση των περιοχών της ελεύθερης Ελλάδας).

Όλα αυτά βέβαια με τα κατεξοχήν αυτοδιοικητικά θέματα ανοικτά, με τα προβλήματα της περιοχής ανεπίλυτα, με παντελή απουσία στόχου και σχεδίου.

Έτσι η Εκκλησία της Ελλάδας αποκόπηκε πραξικοπηματικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Όλα τα κάναμε πολιτική, αλλά με την αρνητική εκδοχή της έννοιας.

Ο Πατριάρχης αντέδρασε και μόνο χάρη στην παρέμβαση του Τσάρου της Ρωσίας δεν αφόρισε την ελλαδική Εκκλησία.

Όλα διαχείριση, διαγκωνισμοί, επικράτηση.

Αργότερα κι άλλες εθνικές Εκκλησίες στα Βαλκάνια (σερβική, βουλγαρική) θα μιμηθούν το παράδειγμα της Ελλάδας και θα κηρυχθούν αυτοκέφαλες.

Κάποιος να ονειρευτεί επιτέλους για αυτήν την πόλη. Να ανέβει στην κορυφή του Χορτιάτη και αν μπορεί μέσα από το δάσος των κεραιών, που δέκα χρόνια τώρα φεύγουν μένοντας, να αγναντέψει με τη ματιά του αυτόν τον τόπο. Κάποιος να ονειρευτεί ξανά τη λίμνη του Αγίου Βασιλείου, την ανάπτυξη του ορεινού όγκου γύρω από την πόλη, να σταματήσει στο υποβαθμισμένο Καλοχώρι, να ταξιδέψει πάνω από το Θερμαϊκό. Δεν είναι μεγαλεπήβολα αυτά που περιγράφω, είναι απλά αυτά για τα οποία διαμαρτύρονται οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης. Είναι η βελτίωση της καθημερινότητάς μας, της ποιότητας ζωής μας. Το θέμα είναι ο προσδιορισμός μιας βιώσιμης και κυρίως συνολικής πολιτικής πρότασης, επί της οποίας θα πραγματωθεί οποιαδήποτε επιλογή προσώπου. Η ονοματολογία και τελευταία η μετατροπή των προβλημάτων της πόλης σε πεδίο άσκησης και εκμετάλλευσης εκπροσώπων νέων πολιτικών φορέων έχει κουράσει υπερβολικά, δίχως να προσφέρει θετικά.

Θα πήγαινε ένα βήμα μπροστά τη Θεσσαλονίκη ο διαγκωνισμός πολιτικών φορέων, ακόμη και των πρόσφατων εξ Αθηνών ορμώμενων, αν γινόταν επί πολιτικών προτάσεων και όχι μετατρέποντας την πόλη σε πεδίο προσωπικής ή πρόσκαιρης πολιτικής επικράτησης. Επίσης δυσάρεστο είναι το γεγονός πως οι πολίτες της πόλης έχουν πάψει να αναμένουν κάτι καινοτόμο, πεπεισμένοι πλέον πως τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, τίποτα δεν μπορεί να βελτιωθεί.