ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΝ ΜΟΥ
1.
Γελοῦσαν τὰ τριαντάφυλλα, οἱ ἀνθοὶ μοσχοβολοῦσαν
Καὶ σὲ πουλιοῦ πουρπούλισμα μόνον ἐσειοῦντο οἱ κλάδοι,
Καὶ ᾑ ἀντηλιάδες στῆς δροσιᾶς τὶς στάλαις ἐγλυστροῦσαν
Κι' ἀπὸ διαμάντια ὁλόσπαρτο μοῦ ἐφάνη ἕνα λειβάδι.
Τρεμουλιαχταίς στὰ μάτια μου ἐπαίζανε ᾑ ἀχτίδαις
Παρέκει ἐμουρμουρόκλαιγε μιὰ βρύσι στὸ πλευρό μου,
Ἐδῶ πῶς σὲ εἶδα μοναχή, πῶς μοναχὸν μὲ εἶδες
Μοῦ ἐφάνη εἰς τ' ὄνειρό μου.
2.
Λὲς καὶ ἀγγελούδας εὐμορφιὰ νὰ σοῦ ἔδινε ἡ χλωμάδα
Τὰ μάτια σου ἀναγάλιαζαν στὴ λάμψι καὶ στὴ χάρι
Σὰ στὸ νερὸ τὸ καθαρό του ἥλιου ἡ ἀντηλιάδα·
Καὶ ἀπ' τὰ μαλλιά Σου ἐπέρναγε τὸ βάλσαμο νὰ πάρῃ
Χαρούμενο, ἀνεμπόδιστο τῆς μοναξιᾶς τ' ἀέρι·
Καὶ σὰ νὰ μὴ μ' ἐγνώριζες καὶ σὰ στὸ λογισμὸ μου
Ποτὲ νὰ μὴν ἐπέρασες, ποτὲ δὲν σὲ εἶχα φέρει
Μοῦ ἐφάνη εἰς τ' ὄνειρό μου.
3.
Ψιλὸ ἔπεφτε στοὺς κόρφους σου τὸ φόρεμα σὰν πάχνη
Ποῦ ἔβλεπε καὶ δὲν ἔβλεπε τὰ στήθια σου τὸ μάτι
Σὰ στὸν καθρέπτη τὴ θωριὰ ὅπου σκεπάζει ἡ ἄχνη
Μὲ ἀγγέλου ἀέρα τὸ κορμὶ τὸ ὁλόλαμπρό σου ἐπάτει
Καὶ σὰν νὰ σὲ ξεγέλαγε μὲ χίλια δύο ἡ μοῖρα
Ὁλόχαρη, ξεπέταχτη σὲ εἶδα στὸ λογισμό μου.
Κόρη, ἂς μὴν ἦναι πλάνη μου αὕτ' ἡ χαρὰ ποῦ ἐπῆρα
Γιὰ σένα στ' ὄνειρό μου.
4.
Καὶ γύρω σὰν νὰ ἐγύρευες ἀνθὸ τῆς ἀρεσκιᾶς Σου
Στὰ χαμολούλουδα ἔσκυφτες καὶ ᾑ πεταλοῦδαις φεῦγαν
Καὶ ἐγὼ μὲ κλῶνο τῆς μυρτιᾶς ἐσίμωσα κοντά Σου
Μ' εἶδες γλαρά, δὲν λάλησες, ἀλλ' ᾑ ματιαίς σου ἐλέγαν
Πῶς ἤθελε τὸ χέρι σου τὸν κλόνο μου νὰ πάρῃ.
Μοῦ ἔδωκες τὸ χαμόγελο, σοῦ ἔδωκα τὸν ἀνθό μου
Τὸν πῆρες μὲ κυπαρισσιοῦ τὸν ἔσμιξες κλονάρι
Μοῦ ἐφάνη εἰς τ' ὄνειρό μου.
5.
Ἐξύπνησα καὶ στ' ὄνειρο πλανιέται ὁ λογισμός μου·
Τὸν κόσμο, κόρη, θὰ δηλοῖ τὸ στολιστὸ λειβάδι·
Τὸ θαμποβόλημα ἐξηγεῖ τὴν πλάνη αὐτὴ τοῦ κόσμου
Κι' ἀγνώριστος ποῦ σοῦ ἔδωκα ἐγὼ τὸ μυρτοκλάδι,
Σημαίνει, γιὰ τὸν ἔρωτα πῶς μιὰ ζωὴ δὲν φθάνει.
Μὲ τὸ κυπαρισσόκλονο ποῦ ἔσμιξες τὸν ἀνθό μου
Δηλοῖ πῶς θὰ ἀγαπᾷ ἡ ψυχὴ καὶ ὅταν κανεὶς πεθάνῃ·
-Αὐτὸ εἶναι τ' ὄνειρό μου.
|