ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Ραγκαβής Αλέξανδρος Ρίζος

Δήμος κ’ Ελένη

ΔΗΜΟΣ Κ' ΕΛΕΝΗ.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ.

 

ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ.

ΕΙΣ ΤΗΝ Κ…..

Τῶν στίχων μου ἀνθόλευκη, ἀτμοπλασμένη Μοῦσα,
Χρυσῆ σκιὰ 'ς τὸ ὕφασμα τοῦ βίου μου πλεγμένη,
Εἰς σέ, ὁποῦ οἱ πόθοι μου τειλίζουν φλογισμένοι,
Εἰς σέ, ὁποῦ ἀπήντησα 'ς τὰ σκότη ποῦ περνοῦσα,
Προσφέρεται τὸ ποίημα· μειδίαμα προσμένει
Τοὺς στίχους σὺ μ' ἐνέπνεες, κι' ἐγώ τους τραγουδοῦσα
Ἐσύ τὲς βαφές μ' ἔδιδες καὶ τὰς ἀντανακλοῦσα·
Κ' ἂν τὴν Ἑλένην ἔψαλα, σὺ ἤσουν ἡ Ἑλένη.
Καθὼς στεφάν' εἰς τὸν βωμὸν κρεμνοῦσαν τῶν Χαρίτων,
Κ' αἱ Χάριτες τ' ἀρώματα ποῦ μαραμένον χύνει
Ἐδέχοντο μ' εὐγένειαν καὶ μ' ἦθος τὸ γλυκύ των,
Ὁμοίως ἡ καρδία μου τοὺς στίχους μου σ' ἀφήνει.
Ἂς ἐμαραίνοντ' ὡς αὐτό, ἡ τύχη των ἂν ἦτον
Μειδίαμά σου εὐμενὲς ν' ἀξιωθοῦν κ' ἐκεῖνοι.

 

ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣ.

Α.

Τὰ περίχωρα του Σαραγιοῦ.

Κρύψε, βοσκὲ, τὴν κάϊδα σου καὶ παῦσε τὰ τραγούδια.
'Σ τὰ ἄστρα τὰ παράθυρα τοῦ σαραγιοῦ γιαλίζουν·
Ἀράπιδες 'ς τοῦ χαρεμιοῦ τὴν θύραν ῥουχαλίζουν. -
Βλέπεις τὴν κάτασπρη μορφὴ 'ς τοῦ κήπου τὰ λουλούδια;
Πές, πές με, εἶναι σύννεφο, σταλμέν' ἀπὸ τὴ δύσι
Τοῦ παλατιοῦ τ' ἀμάραντα λουλούδια νὰ ποτίσῃ;
Ἢ εἶναι ἀνεράϊδα μ' ἀτμῶν ἐπανωφόρι
Καὶ ἦλθε τὸ κηλάϊδισμα τῶν ἀηδονιῶν ν' ἀκούσῃ;
Ἢ ἴσως εἶναι μιὰ Οὐρὶ τῶν παραδείσων κόρη,
Ποῦ 'ς τὸ ποτάμι πέταξε τὸ σῶμα της νὰ λούσῃ;
Σὰν καταχνιὰ καλοκαιρνὴ τριγύρω 'ς τὸ φεγγάρι
Τὸ ἐλαφρόν της φόρεμα τοὺς ὤμους της σκεπάζει.
Μέσα 'ς τοὺς θόλους τριγυρνᾷ τῶν λουλουδιῶν· καὶ μοιάζει
Πουλὶ 'ς τὴν ἐλαφρότητα καὶ ἄγγελος 'ς τὴ χάρι.
Τοὺς κρίνους τοῦ παρθενικοῦ μετώπου της, χρυσώνει
Δωδεκαπλὰ ἡ εὔμορφη πλεξοῦδα της πλεγμένη,
Σὰν βασιλίσσης πάγχρυσο διάδημα δεμένη,
Ἢ σὰν ἀκτίνων στέφανος ποῦ τὸ φεγγάρι ζώνει.
Τῶν πληϊάδων τὲς φωτιὲς ποῦ ἄπαυστα κινοῦνται,
Τῶν ἀνησύχων της ματιῶν τὰ βλέμματα μιμοῦνται.
Ἄλλοτε φλόγες ἄναφτε ἡ ζωηρὴ ματιά της,
Μὰ τώρα λύπης κάλυμμα τὸ βλέμμα της σκεπάζει,
Καὶ δάκρυο 'ς τὰ μάγουλα τὰ ῥοδοκόκκινά της
Σὰν δρόσος εἰς γαρόφαλον μισανοιγμένον στάζει·
Ἀγγέλων χαμογέλασμα 'ς τὰ χείλια της πεθαίνει,
Τὸ στῆθος της ἐνθύμησις κρυφὴ ἀνασηκώνει,
Καθὼς ἂν ἀπὸ θύελλαν ἐχθεσινὴν δαρμένη
Ἡ ζαφυρένια θάλασσα τὸν κόλπον της φουσκώνῃ·
Δὲν εἶναι οὔτε σύννεφο μὲ πάχνη ποτισμένον,
Οὔτε Οὐρὶ χιονόστηθη οὐρανογεννημένη,
Οὔτ' ἄγγελος μὲ πρόσωπο ἀκτινοφωτισμένον·
Εἶν' ἡ στολὴ τῶν γυναικῶν, εἶν' ἡ γλυκιὰ Ἑλένη·
Ἡ φύσις ἀνεξάντλητος ἐντελειῶν ἐργάτης,
Εἰς τὴν πλουσίαν ἤντλησε πηγὴν τῶν θησαυρῶν της,
Κ' ἀφ' οὗ λαμπρὰ ἐπροίκισε τὸ ἀριστούργημά της,
Τὴν εἶδε, καὶ ἐθαύμασε τὸ ἔργον τῶν χειρῶν της.
Ἐδὼ τολμηρὰ πνεύματα, αὐθάδεις νόες, διέτε!
Ἐσεῖς ποῦ 'ς τὴν μανίαν σας «Θεὸς δὲν εἶναι» λέτε.
Κυττάξτε τὰ ἁρμονικὰ οὐράνιά της κάλλη·
Ποιὸ ἄλλο χέρ' ἠμπόρεσε νὰ τὰ χαράξῃ, πέτε,
Ποιὸς ἄλλος νοῦς, ποιὰ φρόνησις νὰ τὰ συλλάβῃ ἄλλη,
Παρὰ ἐκείνη π' οὐρανοὺς μὲ ἄστρα περιχύνει,
Καὶ ποῦ 'ς τὸν ἥλιο στέφανον χρυσῶν ἀκτίνων δίνει;
«Ψυχή δὲν εἶναι» εἴπετε 'ς τὴν ἀσεβῆ σας ζάλη·
Ἐδὼ τὰ οὐρανόβαφα τὰ μάτι' αὐτὰ κυττάξτε,
Κυττάξετε τοὺς φλογεροὺς μαγνήτας, καὶ φωνάξτε
«Ψυχὴ δὲν εἶναι· » Μιὰ ματιὰ γοργή της θὰ σᾶς μάθῃ
Πῶς ζῇ εὐαίσθητη ψυχὴ 'ς τοῦ στήθους σας τὰ βάθη·
Σηκώθηκέτε κι' εἴπετε: «Δὲν εἶν' ἀθανασία!»
Στάκτη σᾶς φαίνετ' ἡ μορφὴ ἐκείν' ἡ οὐρανία;
Σ' τὰ κάλλη της ἀθάνατη δὲ βλέπετε ἀκτῖνα;
Τῶν θαυμαστῶν θελγήτρων της θνητ' εἶν' ἡ ἁρμονία;
Μέσα 'ς τὸν τάφο θὰ σβυσθοῦν τὰ βλέμματα, ἐκεῖνα
Ποῦ 'ς τὲς καρδιὲς ποῦ φλόγισαν αἰώνια θὰ ζήσουν;
Ἀφῆστε μὸν τὰ χέρια σας τὰ χέρια της ν' ἀγγίσουν,
Γευθεῖτε τοῦ ἀγγελικοῦ φιλιοῦ της τὴ μαγία,
Καὶ τότ' ἀποκριθεῖτε μας Δὲν εἶν' ἀθανασία;

Εἰς δένδρα γιγαντόσωμα, 'ς τοὺς βράχους ῥιζωμένα,
Μ' ἄγριες ῥίζες, μὲ κλαδιὰ ὁλόγυμνα καὶ μαῦρα,
Κ' ἀπὸ ἀνεμοστρόβυλλα κι' ἀπὸ βροντὲς δαρμένα,
Φυσᾷ τοῦ κάκου ἡ γλυκιὰ, ἡ μυρισμένη αὖρα·
Τοῦ κάκου θέλει ἀνθισμὸν καινούριον νὰ τὰ δώσῃ·
Μὸν τὸν βοριὰ αἰσθάνονται ποῦ θὰ τὰ ξεῤῥιζώσῃ.
Ὅμως τὸ ἄνθος τὸ σεμνὸν ὁποῦ ὁ κῆπος τρέφει,
Κ' ἂν σ' τοῦ ἡλίου τὲς φωτιὲς τὰ φύλλα του μαζώνῃ
Ὅταν τὸ βράδι δροσερὴ ἡ αὖρα ἐπιστρέφη,
Εὐαίσθητο, τὸ τρυφερὸ κεφάλι του σηκώνει·
Ἔτζι κι' ὁ ἄνθρωπος· ἀφ' οὗ τὰ πάθη τὸν σκληρύνουν,
Καὶ 'ς τὴ ψυχή του φυτευθοῦν, καὶ ῥιζωθοῦν, καὶ γίνουν
Σκουλήκια τῆς καμμένης του καὶ δυστυχοῦς καρδίας,
Τοῦ κάκου εἰς γλυκήσυχα αἰσθήματα θρῃσκείας
Γυρεύει φίλους συμπαθεῖς νὰ τὸν παρηγορήσουν
Μόλις οἱ κλόνοι τὸν κινοῦν ποῦ θὰ τὸν ἀφανίσουν·
Ἀλλὰ τῆς κόρης ἡ καρδιὰ ἡ τρυφεροπλασμένη,
Κ' ἂν βάσανα τὴν τυραννοῦν, κι' ἂν λύπη τὴν μαραίνῃ
Κ' ἂν τὴν σκοτώνουν πάθη της ἢ ξένοι βασιλίσκοι,
Εἰς ἥσυχα καὶ εἰς γλυκὰ αἰσθήματ' ἀνοιγμένη,
Σ' τὴν προσευχὴ παρηγοριὰ καὶ εὐτυχία βρίσκει.
Σ' τὰ ἄνθη τοῦ περιβολιοῦ, ποῦ χάθηκ' ἡ Ἑλένη;
Ἰδοὺ ἐκεῖ· δυὼ δάκρυα τὸ χέρι της σκουπίζει·
Ἰδοὺ 'ς τὰ τριαντάφυλλα, τὴν βλέπω, γονατίζει·
Προσεύχεται· Προσεύχεται! ὥ σεῖς εὐτυχισμένοι,
Σεῖς μόνοι ὅσοι εἴχετε ἐκ τύχης ποτὲ φθάσει
Μιὰν εὔμορφην 'ς τῆς προσευχῆς τὴν ὧραν νὰ ἰδῆτε!
Ἐσεῖς ἐκείνης τῆς σκηνῆς τὴν χάριν αἰσθανθεῖτε·
Ποιὰ γλῶσσ' ἀνθρωπολάλητη μπορεῖ νὰ τὴν ἐκφράσῃ;
Προσεύχεται! 'ς τὸν οὐρανὸ τὰ μάτια της στραμμένα,
Θαῤῥεῖς ἀκτίνων δέμματα πῶς στέλνουν 'ς τὸ φεγγάρι,
Καὶ τὰ ὡραῖα μέλλη της 'ς τὸ φῶς ζωγραφισμένα,
Προσθέτουν κάτι μαγικὸ 'ς τὴν θελκτικήν τους χάρι·
Ποιὰν ἄραγε θεότητα ὑμνεῖ ἡ προσευχή της;
Τὴν ξαναψάλλ' εἰς τὸν Θεὸν ἀγγέλων συνοδία,
Ἢ τῶν ἐγγόνων τοῦ Ὀσμὰν τὴν δέχετ' ὁ προφήτης;
Τί ἄκουσα; ἐπρόφερε τὴν λέξιν «Παναγία»!
Ναί, σ' ὀρθοδόξων χριστιανῶν τὸ δόγμα βαπτισμένη,
Σὰν νέον ἄνθος ἔλαμπε σ' τὸ πατρικό της χῶμα·
Ἀφ' οὗ πλὴν τὴν ξεῤῥίζωσαν ἀνήλικην ἀκόμα,
Τοῦ παλατιοῦ ὁ πνιγηρὸς ἀέρας τὴν μαραίνει·
Τοῦ κάκου ὅμως ἥμερος ὁ ἄγριος Ἀχμέτης
Κλίνει γεμάτος ἔρωτα τὰ τούγια του μπροστά της·
Ποτὲ δὲν ἀποκρίθηκε 'ς τὴ φλόγα του· ποτέ της
Δὲν πλήρωσε τὰ πάθη του μὲ μιὰ γλυκιὰ ματιά της·
Μέσα εἰς δάκρυα ξυπνᾷ, εἰς δάκρυα κοιμᾶται,
Καὶ ὁ Πασᾶς τὴν σέβεται καὶ σιωπᾷ κι ἐλπίζει·
Ἡ ἀρετή της προσταγὲς δὲν ἔχει νὰ φοβᾶται,
Καὶ τῆς ζωῆς της τὲς στιγμὲς εὐνοῦχος δὲν ὁρίζει.
Πλὴν γιατὶ ἄραγ' ὁ πασᾶς νὰ ἀγαπᾶ τοῦ κάκου;
Τὴν παγωμένην της καρδιὰ δὲν μπόρεσε νὰ κάμψῃ;
Γυναῖκα χωρὶς ἔρωτα εἶν' ἥλιος χωρὶς λάμψι·
Ἢ, ἴσως ἄλλον ἀγαπᾷς, κόρη γλυκιὰ τοῦ Λιάκου;
Τοῦ Λιάκου; Λιάκος! τ' ὄνομα μὲ εἶναι γνωρισμένο
Συχνὰ μὲ κρότον τουφεκιῶν τὸ ἄκουσαν οἱ βράχοι
Πασᾶδες τρεῖς 'ς τὸν τάφον τους τὸ ἔχουν ἀκουσμένο.
Συχνὰ σὰν βρόντος κανονιοῦ ἀκούσθηκε 'ς τὴν μάχη·
Οἱ Τοῦρκοι, Λιάκος ἄκουαν καὶ 'ς τὴν φυγὴ γυρνοῦσαν,
Κ' οἱ κλέφτες Λιάκος ἔλεγαν, κι' ὡρμοῦσαν, καὶ νικοῦσαν.
Σήμερα Λιάκο 'ς τὰ βουνὰ τοῦ κάκου θὰ ζητήσῃς,
Θὰ τὸν φωνάζῃς καὶ βουβὴ θὰ σιωπᾷ ἡ φύσις.

Β.

Τ' ἦτον 'ς τὴν φραγὴ τοῦ κήπου; ἦτον ἴσκιος; ἦτον σκόνη
Ποῦ ὁ ἄνεμος ἁρπάζει καὶ αἰφνίδια σηκώνει;
Τί ὁρμή! Ἀπὸ τοὺς τάφους ἂν γυρνούσαμεν ὀπίσω,
Ἴσως ἔπρεπε, πῶς ἦτον νεκροῦ ἴσκιος νὰ νομίσω,
Ποῦ σ' τῆς θύελλας τὸν ὦμον φεύγει, ὅταν ξημερώνῃ.

Γ.

Σ' τὸ πουπουλένιο στρῶμα σου, πασᾶ, δὲν βρίσκεις ὕπνον;
Μετρᾷς ἴσως τὰ θύματα ποῦ μελετᾷς νὰ σφάξῃς,
Ἢ τὸ ἀφιόνι ξέχασες 'ς τὸν χθεσινόν σου δεῖπνον;
Τώρα φθονεῖς τοὺς δούλους σου, κι' ἐπιθυμεῖς ν' ἀλλάξῃς
Τὰ τρία σου παπλώματα κι' ἑπτά σου μαξιλάρια,
Μὲ τοῦ χωριάτου τὰ χλωρὰ νεόκοφτα χορτάρια.
Πόσο γλυκὰ καὶ ἥσυχα κοιμᾶται ὁ χωριάτης!
Μαῦροι σκοποὶ καὶ σχέδια τὸν νοῦν του δὲν ζαλίζουν,
Δὲν συχνοβλέπει ὄνειρα ποῦ νὰ τὸν γαργαλίζουν,
Καὶ τὸν κοιμίζ' ἡ κούρασις μὲ τὸ νανούρισμά της.
Ἂν ἡ ἀγάπη σὲ ξυπνᾷ, Ἀχμέτη, δυστυχία!
Σὲ εἶπ' ὁ ὕπνος, ἔχε γιά! σὰν φάντασμα γυρίζεις·
Τὴν νύκτα ἔχεις συντροφιὰ καὶ τὴν μελαγχολία·
Ὡς καὶ ἐλπίδ' ἀνίσως διῇς, δὲν θέλεις νὰ ἐλπίζῃς.
Ὁμοίως εἰς τὴν τράπεζαν τῆς τύχης ὅστις παίζῃ,
Ἂν ἡ τυφλὴ θεότης του σκληρὰ τὸν κατατρέξῃ,
Μὲ πεῖσμα, τόσον ἄτυχα πῶς ἔφθασε νὰ παίξῃ,
Τὸ τελευταῖον του φλουρὶ τεινάζ' εἰς τὸ τραπέζι.

Δ.

h3. Ὑψηλὸς κατάσκιος τόπος πλησίον εἰς τὸν μεγάλον δρόμον·

Ἔλα κοντά, πουλί μου,
Καὶ 'ς τὰ πλευρά μου κοίμου·
Μυρίζουν τὰ πουρνάρια
Καὶ τὸ κλαδὶ τοῦ θύμου,
Καὶ τῆς νυκτὸς ἡ πάχνη δροσίζει τὰ χορτάρια.
Τὴν σιωπὴν τοῦ ὕπνου συγχίζει τὸ ἀηδόνι,
Κ' ἡ σιγανὴ φωνή μου,
Κ' οἱ ταραγμένοι κλῶνοι.
Ἔλα κοντά, πουλί μου,
Καὶ 'ς τὰ πλευρά μου κοίμου.
Πλὴν τ' εἶν' αὐτὸς ὁ βρόντος ποῦ ὁ βοριᾶς μᾶς φέρνει;
Τὲς πέτρες τῶν φαράγγων ἀστροπελέκι δέρνει;
Ἢ χείμαῤῥος εἰς τοὺς κρημνοὺς κατρακυλᾷ κ' ἀφρίζει;
Κ' ἐν ᾧ τοὺς βράχους σχίζει,
Τὰ τρίμματα τῶν βράχων 'ς τὰ κύματά του σέρνει;
Ἀγάπη μου, ὁ ἄγριος ὁ βρόντος σὲ τρομάζει;
Αὐξάνει, πλησιάζει,
Κ' ἀπὸ τὸ δάσος ποῦ δεξιὰ ἐκτείνετ' ἁπλωμένον,
Ἓν ἄλογον τεινάζεται χρυσοχαλινωμένον,
Ποῦ ὡς νὰ μαστιγώνεται ἀπὸ θυέλλας μοιάζει·
Σ' τὲς πέτρες δὲν πατεῖ, πετᾷ· κι' ὁ κτύπος τῶν πετάλων
Βγάζει φωτιὲς, καὶ πάταγον ἀποτελεῖ μεγάλον.
Ὁ ἔφιππος ποιὸς εἶναι;
Ἀγαπητή μου μεῖνε·
Δὲν θὰ τὸν διῇς· τὴν γλῶσσαν τοῦ δάσους θὰ γυρίσῃ·
Ποιὸς 'ς τὴν γοργὴ φυγή του 'μπορεῖ νὰ τὸν γνωρίσῃ
Πλὴν ὄχι! νά τος, στάθηκε, τὰ χαλινάρι' ἁρπάζει·
Μιὰ κρυφοΰποπτη ματιὰ 'ς τὴν πεδιάδα ῥίχνει,
Δέκα θωριὲς 'ς τὸ πρόσωπο εἰς μιὰν στιγμὴν ἀλλάζει,
Καὶ μ' ἀναμμένα βλέμματα τοὺς μιναρέδες δείχνει.
Τὸ ἄλογό του, μὲ μαλλὶ σὰν τῶν βουνῶν τὸ χιόνι,
Μὲ μάτι μαῦρο κάρβουνο, ποῦ σὰν τὴ φλόγ' ἀνάφτει,
Τ' αὐτιά του στήνει ἀψηλά, τὴν χαίτην του ὀρθώνει,
Μὲ τὸ ποδάρι σκάφτει·
Κρύψου, πουλί μου, 'ς τὰ κλαδιὰ καὶ διὲ τὸ παλληκάρι!
Τὸ θάῤῥος διὲ 'ς τὰ μάτια του, τὲς τρὲς διὲ 'ς τὰ μαλλιά του,
Σ' τὸ σῶμα του τὴν χάρι,
Τὸν γίγαντα 'ς τὴν δύναμι καὶ 'ς τὸ ἀνάστημά του.
Τοὺς κρίνους τοῦ προσώπου του χρῶμα χαλκοῦ σκεπάζει,
Μεγάλων κόπων μάρτυρας, συχνῆς κακοπαθείας·
Τὸ μάτι του τὸ γαλανὸ ἀναγκασμένον μοιάζει
Τὸ βλέμμα πῶς συνήθισε τῆς ὑπερηφανείας.
Ἢ κρυφὸς πόνος ψυχικός, ἢ λύπ', ἢ δυστυχία,
Σ' τὸ μέτωπόν του χάραξαν τοῦ χρόνου τὰ σημεῖα·
Χίλιες μορφὲς ἀλλάζει
Τοῦ ζωηροῦ προσώπου του ἡ φυσιογνωμία.
Ὁ τρόπος του ἐκφράζει,
(Ἂν τὴν ψυχή μας ἐξηγοῦν σωματικὰ σημεῖα)
Ἐλπίδας, πόθους φλογεροὺς, καὶ τύψεις συνειδότος.
Ὀλίγη ὦρα σκέψεως τὰ φρύδια του ζαρώνει,
Πλὴν τοῦ ἀλόγου ἡ φωνὴ καὶ τῶν νερῶν ὁ κρότος
Τὸ σύννεφον τοῦ σκοτεινοῦ συλλογισμοῦ σηκώνει,
Καὶ φρίκης μένει ἔκφρασις 'ς τὸ πρόσωπόν του μόνη.
Πλὴν ἔξαφν' ἀλλοιώνεται,
Σ' τὴν σέλλα του σηκώνεται,
Σπασμοδικὰ τὸ χέρι
Πιστόλι δίστομο τραβᾷ ἀπ' τὸ χρυσὸ κεμέρι·
Τραβᾷ ἡ φλόγα λάμπει·
Ἀντιβοοῦν οἱ κάμποι·
Τὸ ἄλογο ἀγρίεψε, 'ς τὰ δυὼ ποδάρια στάθηκε,
Καὶ μὲ τὴν βία τοῦ βολιοῦ,
Ἢ τῆς φωτιᾶς τοῦ πιστολιοῦ,
Τεινάχθηκε καὶ χάθηκε·
Ἔφυγε· πάλιν σιωπὴ τὰ δάση κυριεύει·
Πάλιν τῶν ἄστρων ἡ φωτιὰ σιωπηλὰ σαλεύει,
Καὶ πάλιν δὲν ἀκούεται παρὰ μὸν τ' ἀηδόνι,
Κ' ἡ σιγανὴ φωνή μου,
Κ' οἱ ταραγμένοι κλῶνοι·
Ἔλα κοντά, πουλί μου,
Καὶ 'ς τὰ πλευρά μου κοίμου.

Ε.

Μόλις γνώρισα τὸν κόσμο, πλὴν τὸν γνώρισ' ἀρκετὰ
Γιὰ νὰ διῶ πῶς 'ς τὴν καρδιά του ἡ καταστροφὴ λυσσιάζει,
Καὶ πῶς ἅρπυα τῆς λύπης εἰς τὰ σπλάγχνα τὸν κεντᾷ.
Μόλις κτύπησ' ἡ καρδιά μου, κι' ἔμαθεν ν' ἀναστενάζῃ·
Εἶδα τὸ σμαραγδωμένον λουλουδόχυτον λιβάδι
Θαλασσῶν ἀγριωμένων μαῦρον κῦμα νὰ σκεπάζῃ·
Τὰ θεμέλια τῆς γῆς μας εἶδα νὰ κλονῇ τὸν ᾅδη,
Καὶ εἰς χάος φλογισμένον γενεὰς θνητῶν ν' ἁρπάζῃ·
Εἶδα καὶ τὸν βασιλέα, καὶ τὸν γίγαντα τῆς γῆς,
Καὶ τὸν ἄνθρωπον τὸν εἶδα· μὲ ἱδρῶτα περιχύνει
Τὲς στιγμὲς τῆς δυστυχίας ποῦ ὁ οὐρανὸς τὸν δίνει
Εἰς νερὰ πικρῆς πηγῆς
Καὶ τὴν φλόγα τῆς ζωῆς του καὶ τὰ βάσανά του σβύνει·
Ὡς ὁ στάχυς τῆς κοιλάδος 'ς ὡριμάδα μόλις φθάνει,
Μόλις ζῇ, ποῦ τὸν θερίζει τοῦ θανάτου τὸ δρεπάνι·
Ὡς τὸν χείμαῤῥον τῶν βράχων, ποῦ 'ς τὲς ἐρημιὲς στενάζει,
Τρέχ' ἡ ἔρημη καὶ μαύρη ταραγμένη του ζωή
Ὡς τὸ φύλλον ὁποῦ δέρνει τῶν ἀνέμων ἡ πνοή,
Ἡ συχνὴ ἀνεμοζάλη τῶν παθῶν του τὸν ταράζει.
Εἶδ' ἀπότιστον τὸ ἄνθος ποῦ ὁ ἥλιος μαραίνει,
Σ' τὴν αὐγὴ τῶν ἡμερῶν του ἕνας νέος νὰ χλωμαίνῃ,
Ν' ἀγαπᾷ· τὴν νύκτα μόνος χωρὶς σύντροφον νὰ κλαίῃ,
Τῆς νεότητός του τ' ἄνθη 'ς ἀναστεναγμοὺς νὰ καίῃ,
Σ' τοὺς ἀέρας νὰ φωνάζῃ τῆς καρδιᾶς του τὰ δεινά,
Νὰ ἐπιθυμῇ τὸν τάφον, τοὺς ἀνθρώπους νὰ ξεχνᾷ,
Εἰς πελάγη ταραγμένα ὡς ναυάγιον νὰ πλέῃ,
Ν' ἀγαπᾷ· καὶ ἡ ὡραία, τῆς καρδιᾶς του ὁ μαγνήτης
Μὲ ψυχρότητα τὴ φλόγα τῶν παθῶν του νὰ πληρώνῃ,
Τὸν καθέν' ἀδιαφόρως μὲ χρυσᾶ δεσμὰ νὰ ζώνῃ,
Καὶ φιλάρεσκοι φροντίδες νὰ εἶν' ὅλ' ἡ ἡδονή της·
Μὲ τὴν τύχην του νὰ παίζῃ, καθὼς παίζει τὸ παιδὶ
Μὲ τὸ ἄνθος ποῦ ἀθῶα ὅμως ἄσπλαγχνα μαδεῖ·
Εἰς δεινὴν ἀπελπισίαν, εἰς ζηλότυπον φροντίδα
Δυστυχῆ τὸν νέον εἶδα,
Κ' εἶπα: τρεῖς φορὲς εὐδαίμων, ὅποιος νά' χῃ κατορθώνει,
Σίδερο εἰς τόπον στήθους, 'ς τῆς καρδιᾶς τὸν τόπο πάγον,
Ὅποιος διὰ ν' ἀποφύγῃ ἕνα βέλλος καρδιοφάγον,
Μὲ στοϊκισμοῦ εἰρήνην τὴν ψυχήν του θωρακώνει·
Οὔτε ἔρως τὸν κεντρώνει, οὔτε λύπη τὸν μαραίνει·
Νεκρὰ εἶν' ἡ ὡραιότης εἰς τὰ αἰσθητήριά του,
Κ' ἂν τὸν κόσμον εἰκωνίζῃ ὡς καθρέπτης ἡ καρδιά του,
Κ' εἰς αὐτὴν ὡς κ' εἰς ἐκεῖνον ἴχνος σταθερὸν δὲν μένει.
Εἶναι δένδρο ξηραμένο, ποῦ ψηχάλα δὲν δροσίζει,
Ὅμως οὔτε καταῤῥάκτης ἀπ' τοὺς βράχους τὸ κρημνίζει·
Εἶδα ὅμως πόσα πάσχει καὶ ἡ ἔρημη καρδιά·
Εἶναι σὰν κλαδὶ σπασμένο εἰς τὰ πράσινα κλαδιά·
Αὐτὴ μόνη δὲν ἐλπίζει τῆς χαρᾶς τὸ καλοκαῖρι
Οὔτε θέρμην ζωογόνον, οὔτε ἄνθη νὰ τὴν φέρῃ·
Εἰς ἀπάθειαν θαμμένη,
Σ' τῆς ζωῆς τοὺς κόλπους μόνη αὐτὴ μνίσκει νεκρωμένη
Ἢ καὶ ἂν ἀπ' ἔξω μόνον τὴν περισκεπάζουν πάγοι,
Ζεστὸν αἷμ' ἂν τὴν θερμαίνῃ,
Εἰς τὰ βάθη της τὰ πάθη ποῦ τὴν τυραννοῦν φυλάγει,
Ἔξοδον εἰς τοὺς χειμάῤῥους ποῦ τὴν θραύουν δὲν ἀφήνει,
Καὶ χωνεύει τρικυμίας ἡ ψευδήσυχος γαλήνη.
Σ' ὅποιον χαίρεται μονάχος, ἡ χαρὰ εἶν' ἄλλος πόνος,
Κ' ὑποφέρει διπλῆν λύπην ὅποιος ὑποφέρει μόνος·
Τῆς καρδιᾶς ὁποῦ ὡπλίσθη μὲ τὴν στοϊκὴν ἀσπίδα,
Τὰ δεινά, τὴν ἐρημίαν καὶ τὰ βάσαν' ἀφ' οὗ εἶδα,
Εἶπα: ἕνας εἶν' εὐδαίμων, ἕνας μόνον, ὅποιος φθάσῃ
Ἕνα σύντροφον 'ς τοῦ κόσμου τὸ ταξίδι ν' ἀπαντήσῃ,
Ὅποιος νέος τῆς καρδιᾶς του τὰ αἰσθήματα χαρίσῃ,
Κ' ἔρωτα, κ' ἐμπιστοσύνην, κ' εἰλικρίνει' ἀγοράσῃ·
Αὐτὸς μόνος δὲν φοβεῖται, 'ς τῆς ἀγάπης του τὰ χέρια,
Καὶ παθῶν ἀνεμοζάλες, κ' ἐναντιοτήτων δάση.
Σ' τὲς ἡδονικὲς ἀγκάλες κολυμβᾷ τῆς νηνεμίας,
Τῆς ζωῆς του ᾑ ἡμέρες γλυκὰ εἶναι καλοκαίρια,
Καὶ μαζῆ της κάθε ὧρα εἶν' αἰὼν εὐδαιμονίας.
Σ' τὰ γυρίσματα τῆς τύχης, αὐτὸς μόνος σταθερός,
Ἀδιάφορα κυττάζει ὅτι φεύγει ὁ καιρὸς,
Ὅτι φεύγει ἡ νεότης, ὅτι τάφος πλησιάζει·
Σ' τῆς ἀγάπης του τὸ πλάγι πάντα φίλος τρυφερός,
Μετὰ εὐτυχὲς ταξίδι, 'ς εὐτυχῆ λιμέν' ἀράζει.

Σ' τὰ χωρίσματα, Ἀχμέτη, τοῦ χρυσοῦ σου παραδείσου,
Μὲ ἀπάθειαν πῶς θέλεις ἡ καρδιὰ σου νὰ σφαλήσῃ;
Σ' τῆς τρυφῆς τὴν γλυκιὰ βρύσι
Μεθᾷ, Τοῦρκε, ἡ ψυχή σου.
Τὸ θυμίαμα ποῦ πίνει, καὶ οἱ θησαυροὶ τοῦ Κροίσου
Εὔκολα τὴν μαλακώνουν,
Κ' αἱ ἀγκάλες τῶν Οὐρί σου
Ἀπαθείας φιλοσόφων εὔκολα τοὺς πάγους λειώνουν·
Μάρανε τὴν δύναμίν σου τῆς τρυφῆς σου τὸ σκουλήκι·
Δὲν φουσκώνει ἡ καρδιά σου ἀπὸ δυνατὰς θελήσεις·
Ἂν τὴν δύναμιν δὲν ἔχῃς ὥστε ἄλλους νὰ νικήσῃς,
Θὰ νικήσῃς τὴν ψυχήν σου, τὴν δυσκολωτέρα νίκη;
Κᾂν 'ς τοῦ χαρεμιοῦ τὸ βάθος
Ἀπ' τῶν γυναικῶν τὸ πλῆθος
Εἶναι ἄραγ' ἕνα στῆθος
Ποῦ νὰ σ' ἀγαπᾷ μὲ πάθος;
Μιὰ καρδιὰ νὰ σ' ὁδηγήσῃ
Σ' τὸ ταξίδι τῆς ζωῆς,
Μιὰ καρδιὰ νὰ σ' ἐννοήσῃ,
Μιὰ καρδιὰ νὰ ἐννοῇς;
Ἢ μὸν ὄργαν' ἀσωτίας
Καὶ τυφλῆς σου ἡδονῆς,
Μόνον τὰς ἐπιθυμίας
Καὶ τοὺς φθόνους των κινεῖς;
Τ' ἀναμμένα βλέμματά σου
Καὶ τὰ φρύδια τὰ κυρτὰ
Καὶ τὰ χείλη τὰ χλωμά σου
Μ' ἀποκρίνοντ' ἀρκετά.
Δὲν ῥωτᾷς ποιὰ γιὰ χαρέμι,
Ἢ γιὰ ἄττ', ἢ γιὰ σπαθί σου,
Κ' ὁ δειλὸς εὐνοῦχος τρέμει
Σὰν βροντὴ τὴν σιωπή σου·
Κάθε βῆμα τῆς Ἑλένης
Κυνηγοῦν τὰ βλέμματά σου·
Ἀπ' τὸν ἔρωτα τῆς ξένης
Ὑποφέρεις καὶ σωπαίνεις,
Καὶ τῆς ζούλιας τὸ σκουλήκι κρυφοτρώγει τὴν καρδιά σου.
Μόλις εἶδες πῶς 'ς τὸν κῆπον ἕνας ἴσκιος κατεβαίνει,
Ποῦ ἡ ζούλια κι' ἡ καρδιά σου φώναξαν, εἶν' ἡ Ἑλένη!
Ῥίφθηκες 'ς τὸ παρθύρι, καὶ τ' ἀνήσυχά σου μάτια
Τὴν γυρεύουν εἰς τῶν φύλλων τὰ σμαραγδωτὰ πλεμμώτια.
Σ' τὰ λουλούδια τριγυρίζει
Μὲ περπάτημα ὡραῖο·
Ἡ ψυχή σου τὴν γνωρίζει,
Καὶ τὸ στῆθος σου γογγίζει,
Καὶ τῆς πίστεώς της φύλαξ, κλαῖς καὶ ἀγρυπνεῖς· σὲ κλαίω.

ΣΤ.

Ὁ ὑψηλὸς τόπος πλησίον εἰς τὸν δρόμον.

Ἀκόμα δὲν κατέβηκε 'ς τὸ κῦμα τὸ φεγγάρι·
Ἀκόμα ἡ ἀνατολὴ γαρόφαλα δὲν χύνει.
Πουλί μου τόσο πάρωρα ὁ ὕπνος σὲ ἀφήνει;
Ἡσύχασε 'ς τὸ πλάγι μου 'ς τὸ δροσερὸ χορτάρι· -
- Σὰν ἄλογα μὲ φάνηκε πῶς ἄκουσα νὰ τρέχουν.
Χρεμετισμὸς ἀντήχησε 'ς τοῦ ὕπνου μου τὸ βάθος,
Τὰ ἄλογα νὰ μᾶς ξυπνοῦν συνωμοσίαν ἔχουν,
Ἢ κάμν' ἡ φαντασία μου τῆς ἀκοῆς τὸ λάθος; -
- Δὲν ἦτον λάθος· κύτταξε, μὲ βίαν τοῦ ἀέρος
Τὸν ἔφιππον π' ἀριστερὰ πετιέτ' ἀπὸ τὰ δάση.
Ὁ ἴδιος ποῦ πρὸ δυὼ ὡρῶν εἶχε ξαναπεράσει,
Τὰ χαλινάρια του τραβᾷ 'ς αὐτὸ τὸ ἴδιο μέρος·
Μονάχος ὅμως δὲν γυρνᾷ· 'ς τὴ σέλλα του, μπροστά του
Μιὰ κόρη ζώνουν ἔντρομη τὰ χέρια τ' ἀνδρικά του·
Τὸ πρόσωπό του εἶν' ὠχρό, τὰ μάτια του ἀνάφτουν,
Καὶ ψιλαφεῖ τὸ χέρι του τὰ ἅρματα π' ἀστράφτουν.
Μὰ γιατὶ σείεται ἡ γῆ; γιατὶ βροντοῦν οἱ κάμποι;
Τ' εἶν' ἡ πολύγλωσση φωτιὰ ὁποῦ 'ς τὰ δάση λάμπει;
Τῶν πέραν λόφων ἡ ἠχὼ γιατὶ ἀναστενάζει;
Καθὼς ὅταν εἰς σύννεφα φλογὸς καὶ λάβας μαύρης
Μὲ βρόντους καὶ μὲ κλονισμοὺς, σὰν φλογερὸν δελφίνι,
Ἀπ' τῶν κυμάτων τὸν βρασμὸν ἐβγῆκ' ἡ Σαντορείνη,
Ζητεῖς τοῦ σεισμοῦ γίγαντα καὶ τώρα δρόμον νά 'ὑρῃς,
Κ' ἡ γῆ εἰς τὲς ἀγγάλες σου γογγίζει καὶ σπαράζει;
Νὰ μιὰ φωνὴ σὰν ἑκατόν: Ἀλλὰχ, ἀλλὰχ φωνάζει·
Αἱ πεδιάδες ἄλογα καὶ Τούρκους πλημυρίζουν.
Σὰν καταῤῥάκτου κύματα ποῦ τοὺς κρημνοὺς ξεσχίζουν,
Κ' ἐλεύθερα καὶ ἥσυχα τὴν πεδιάδα βρέχουν·
Τέτοιοι κι' οἱ Τοῦρκοι. Τὸ στενὸν ἀπανωτοὶ γεμίζουν,
Μὸν ἔπειτα ἐλεύθεροι 'ς τὴν πεδιάδα τρέχουν,
Τζαπράζια χρυσοκέντητα τὲς σέλλες τους στολίζουν,
Γιαλίζουν 'ς τὰ κεμέρια τους πιστόλι' ἀσημωμένα,
Σπαθιὰ δαμασκοδούλευτα 'ς τὰ στόματά τους ἔχουν,
Καὶ τὰ κοντὰ τουφέκια τους 'ς τὴν ῥάχιν κρεμασμένα
Αὐτὸς ὁ χρυσοστόλιστος, μὲ τὰ ψαρὰ τὰ γένια,
Μαλαγματένια ἅρματα καὶ γοῦνα σαμουρένια,
Εἶν' ὁ Πασᾶς· τὰ φρύδια του σὰν σύννεφα σκεπάζουν
Τὰ πυρωμένα μάτια του ποῦ ἀστραπὲς τεινάζουν.
Καθὼς φωνὴ τῆς σάλπιγγος ἂν τὴν ἠχὼ ξιππάσῃ
Σ' τὰ στήθια τῶν λαγωνικῶν φωτιὰ καὶ θάῤῥος ῥίχνει
Κι' ἐπάνω ἀπὸ ποταμοὺς ἀπὸ λακὲς καὶ δάση,
Ἀκράτητα τεινάζονται 'ς τοῦ κυνηγιοῦ τὰ ἴχνη,
Καὶ τοῦ Ἀχμέτη ἡ φωνὴ δὲν βρόντησε ἀκόμα,
Ποῦ μὲ ὁρμὴν π' ἀντίστασιν καὶ φόβον δὲν γνωρίζει,
Σ' τὴν πεδιάδα χύθηκε τὸ ὡπλισμένον σῶμα,
Καὶ σ' τὸ φεγγάρι φαίνεται κυνῆγι πῶς σκαλίζει.
Ἐσένα τρέχουν καὶ ζητοῦν ἀνδρεῖο παλληκάρι,
Ἐσένα μὲ τὸ εὔμορφο, τὸ ἁρπαγμένο βάρος·
Θὰ σὲ προδώσῃ ἄραγε τὸ ἄπιστο φεγγάρι;
Σὲ εἶδαν! φεῦγα! γύρισε τοὺς χαλινοὺς μὲ θάῤῥος.
Τὶ βλέπω ὅμως; Στέκεται! ἀτάραχος προσμένει!
Εἰρωνικὸν μειδίαμα 'ς τὰ χείλια του πεθαίνει!
Βγάζει πιστόλι καὶ τραβᾷ, τὸ ἔδαφος κουνιέται,
Καὶ ἀπ' τὰ δένδρα, ἕνας, δυὼ, ἕνας σωρὸς πετιέται,
Ὅλοι τῶν βράχων ἀετοὶ 'ς τὸν πόλεμον θρεμμένοι·
Τὸ στῆθος τους ἀπ' αἵματος ἐπιθυμία βράζει. -
- Κρύψου, πουλί μου, σ' τα κλαδιά. Ὁ βρόντος σὲ τρομάζει.
Ἀκούω κτύπους καὶ κραυγὲς
  Καὶ σύγκρουσιν ἁρμάτων,
Καὶ σύγχυσιν κι' ὀχλαβοήν·
Βλέπω φωτιές, βλέπω πληγές,
  Βλέπω σωροὺς πτωμάτων,
Καὶ φλογερὴν ἀναπνοὴν
  Πολλῶν χαλκοστομάτων.
Ὁ θόρυβος, οἱ διωγμοὶ
  Καὶ τοῦ καπνοῦ τὸ σκότος,
Καὶ τῶν νεκρῶν οἱ σπαραγμοί,
Καὶ τῶν σπαθιῶν ὁ κρότος,
Καὶ ᾑ βροντὲς, κ' οἱ στεναγμοὶ
  Καὶ ᾑ φωνὲς τῆς νίκης,
Ὤ! τὶ σκηνὴ τρομακτικὴ ἀφανισμοῦ καὶ φρίκης.
Λιβάδι' ἀνθοπερέχυτα, χαριτοστολισμένα,
Κ' ἄλλοτε ἴδετε νεκροὺς τὴν γῆν σας νὰ δαγκάνουν,
Κ' ἄλλοτε φόνου ἅρπυες τοὺς λόχους νὰ βυζάνουν,
Κ' ἄλλοτε νίκης τρόπαια 'ς τοὺς λόφους σας στημένα·
Ναί, τότε πλὴν 'ς τὸ χῶμα σας πετοῦσ' ἐλευθερία·
Τότε, ἡ δόξα ἁρμαθιὲς σᾶς χάριζε στεφάνων,
Νικοῦσαν τριακόσιοι ὁλόκληρην Περσία,
Κι' ὁ Λεωνίδας ἔπιπτε μὲ σύννεφα τυράννων·
Αἴ! τότε ἔλαμπες, Ἑλλάς, καθὼς ὁ ἥλιος λάμπει,
Καὶ οἱ λαοὶ σὲ κύτταζαν μὲ μάτια θαμπωμένα·
Τώρα τὰ ἔθνη ξέχασαν τὰ φῶτα σου σβυσμένα,
Καὶ Τούρκων τρέφουν ἄλογα οἱ πράσινοί σου κάμποι
Ἡ δόξα καὶ ὁ φωτισμὸς, οἱ εὐγενεῖς σου φίλοι,
Σ' τὸ γόνιμόν σου ἔδαφος ἁπλ' ἦσαν ὁδοιπόροι·
Σὲ ἐπεσκέφθ' ἡ ἀρετὴ τῆς φήμης σου ἡ στήλη,
Κι' ἐπέταξε 'ς τοὺς οὐρανοὺς τῶν οὐρανῶν ἡ κόρη·
Ὤ! ὅλα σὲ τὰ ἅρπαξε, Ἑλλάς, ἡ τυραννία!
Ὡς καὶ τὸν πέπλον σ' ἔσχισε τῶν φυσικῶν χαρίτων·
Τ' ἀρχαῖα σου ἠλύσια, ξερὴ εἶν' ἐρημία,
Ἡ φύσις σου εἶν' ἄγρια, καὶ θεία φύσις ἦτον. -
Πλὴν ὅλα, ὅλα τ' ἅρπαξε; Σ' τῶν νέων σου Ἑλλήνων
Τὰς φλέβας δὲν κυκλοφορεῖ τῶν Περικλέων αἷμα;
Ἀπ' ἀγροικίαν φαίνονται ἀνώτεροι κινδύνων,
Καὶ λάμπει αἰσχροκέρδεια 'ς τὸ ζωηρόν τους βλέμμα;
Ὄχι! γενναῖον αἴσθημα τὸ βλέμμα τους ἀνάπτει·
Τοῦ Περικλέους ὁ υἱὸς κινδύνους δὲν φοβᾶται·
Τὸν τάφον τῶν τυράννων του εἰς τὴν ψυχήν του σκάπτει,
Καὶ ἡ ἐλευθερία του 'ς τὸ στῆθος του κοιμᾶται!
Ποῦ μὲ παρέσυρες, Ἑλλάς! σὲ ἀγαπῶ, πατρίς μου·
Τὴν φαντασίαν μου συχνὰ ἡ τύχη σου θερμαίνει,
Καὶ τὲς λεπτότερες χορδὲς ταράττεις τῆς ψυχῆς μου.
Τί ἔγεινεν ὁ ἥρως μου; ποῦ εἶναι ἡ Ἑλένη;
Νάτος ἐκεῖ· καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς δικούς του σχίζει·
Τὸ ἀκριβόν φορτίον του εἰς τὰ κλαδιὰ ἀφήνει,
Εἰς δυὼ πιστοὺς τὴν φυλακὴν τοῦ θησαυροῦ του δίνει,
Καὶ μ' ἀναμμένον πρόσωπον 'ς τὸν πόλεμον γυρίζει.
Καθὼς εἰς μέση χορευτῶν, εἰς συμποσίων μέση,
Ἂν μὲ βροντὲς καὶ μ' ἀστραπὲς ἀστροπελέκι πέσῃ,
Εἰς φρίκην καὶ εἰς τὸν θάνατον τὴν εὐθυμί' ἀλλάζει,
Ὁ κρασοπότης κίτρινος τὸ νέκταρ κάτω χύνει,
Τὴν ἐλαφρὴν χορεύτριαν ὁ χορευτὴς ἀφήνει,
Καὶ τοῦ χοροῦ ὁ θάλαμος κενοταφεῖον μοιάζει·
Ἢ καθὼς ὅταν εἰς σειρὲς πολεμικῶν ταγμάτων,
Ἡ βόμβ' ἀφ' οὗ μὲ συριγμοὺς τὰ σύννεφα περάσῃ,
Καὶ γιὰ χιλίους φονικὴ εἰς χίλιες βόμβες σκάσῃ,
Τὴν γῆν σκεπάζει μ' αἵματα καὶ στρώματα πτωμάτων,
Τὸ αἷμα τῶν ἐκστατικῶν στρατιωτῶν παγώνει,
Σ' τὸ φλογερό της πέρασμα τὰ τάγματα ἀνοίγουν,
Τὸν τολμηρὸν ποῦ στάθηκε μὲ θάνατον πλερώνει,
Πτερὰ νὰ εἶχον εὔχονται οἱ ἄτολμοι νὰ φύγουν,
Τέτοιος ὁ κλέφτης· φοβερὸς σὰν χάρος δρεπανίζει.
Πληγώνει κάθε του σπαθιὰ, κάθε πληγὴ σκοτώνει,
Σὰν γλώσσα φλόγας τὸ σπαθὶ 'ς τὰ χέρια του γιαλίζει,
Ὅπου κτυποῦνται βρίσκεται, ὅπου βρεθῇ πληγώνει,
Καὶ ὡς τὸ φίδι ποῦ περνᾷ καὶ τὸ χορτάρι καίει,
Ὁ τόπος ὁποῦ πέρασε ἐρημωμένος μνήσκει·
Μέσα 'ς αἱμάτων ποταμοὺς καὶ εἰς ἱδρῶτα πλέει·
Κάποιον τὸ βλέμμα του ζητεῖ, πλὴν τὸν Ἀχμέτην βρίσκει.
Τὸ σύννεφον τῆς λύσσας του χαρᾶς ἀκτῖνα σχίζει·
Γελ' ἄγρια, καὶ σφίγγουνται τὰ δόντια του, καὶ τρίζουν·
Τριγύρω του βρέχει φωτιὲς καὶ βόλια ποῦ σφυρίζουν,
Ὅμως τὰ βόλια ἀψηφᾷ καὶ τὸν πασᾶ σκαλίζει·
Αἱ σπάθες τους σταυρώθηκαν, καὶ φοβερὲς ἀρχίζουν
Πληγὲς ὁποῦ ὑπόσχουνται πληγὲς ποῦ ἐμποδίζουν…

…………………………………………………………………………………………………

Καπνὸς σὰν μαῦρο σύννεφο τὴν μάχην τους σκεπάζει·
Ἡ νίκη ποιὸν ἀπὸ τοὺς δυὼ στεφάνωσε, δὲν εἶδα,
Καὶ μόνον βλέπω ποῦ καὶ ποῦ τὴν φλογερὴν τζιμπλίδα
Ποῦ τὸ σπαθὶ ποῦ κτύπησε μὲ τὸ σπαθὶ τεινάζει.
Μὰ 'ς τὴν σφαγὴν καί 'ς τὴν βοὴν τί κάμνει ἡ Ἑλένη;
Εἰς τὰ κλαδιὰ τῶν μυρσινιῶν γονάτισε καὶ κλαίει·
Εἰς φόβους καὶ εἰς βάσανα καὶ εἰς ἐλπίδες πλέει·
Κ' ἡ προσευχή της 'ς τοῦ Θεοῦ τὸν θρόνον ἀναβαίνει.
Ποιὸν ἄραγε ἐπιθυμεῖ νὰ σώσ' ἡ προσευχή της;
Τὸν ἅρπαγα ἢ τὸν πασᾶν; Ἄ! ὄχι! ἡ ψυχή της
Τὸν ἄνθρωπον καὶ συμπαθεῖ κ' ἐπιθυμεῖ νὰ σώσῃ·
Ὅσ' ὑποφέρουν, δυστυχοῦν καὶ τυραννοῦνται, κι' ὅσοι
Ἐδὼ μὲ πόνους ξεψυχοῦν, εἶν' ὅλοι ἀδελφοί της·
Γιὰ ὅλους στέλνει προσευχὲς ἡ θεία της γλυκύτης·
Μὲ φρίκην βλέπει πῶς μπορεῖ, τὸ φονικόν του χέρι
Εἰς τοῦ ἀνθρώπου τὴν καρδιὰν ὁ ἄνθρωπος νὰ χώσῃ·
Προσεύχεται· κ' ἀνάπαυσιν γιὰ τοὺς νεκροὺς γυρεύει.
Συγχώρησιν γιὰ τοὺς φονεῖς· 'ς τὸ στῆθος της ποιὸς ξέρει
Καὶ ἂν κᾀνένα αἴσθημα ξεχωριστὸ παλεύει;
Τοὺς βράχους μισοχρύσωσαν τὰ φῶτα τῆς ἡμέρας·
Ὁ πετεινὸς τραγούδησε τὸν ὕμνον του, δροσίζει
Ἡ πρώτη πάχνη τῆς αὐγῆς τὰ χόρτα ποῦ ποτίζει,
Καὶ τὸν καπνὸν ἐσκόρπισεν ὁ πρωϊνὸς ἀέρας·
Τί βλέπω; φεύγουν οἱ σωροὶ τῶν Τούρκων σκορπισμένοι,
Ὡς φύλλ' ἀπὸ τὸ χτύπημα διωγμένα τοῦ ἀνέμου;
Τί πολυτάραχες φωνές! τί θρῆνοι συγχισμένοι!
Πόσοι σωροὶ ἐπανωτοὶ νεκροὶ καὶ πληγωμένοι!
Τὶ θέατρον τῆς φονικῆς μανίας τοῦ πολέμου!

…………………………………………………………………………………………………

«Αὐτὸ, Ἑλένη, τὸ χλωμόν, τὸ νεκρωμένον πτῶμα,
»Αὐτὸς εἶναι ὁ τύραννος τῶν νέων σου χαρίτων·
»Σ' τὰ μάτια σου τὰ μάτια του στηλώνουνται ἀκόμα·
»Εἶν' ἄγρια κι' ἡδονικά, καθὼς καὶ πρῶτα ἦτον.
»Ὁ κίνδυνος κάμν' ἥρωας καὶ δύναμιν χαρίζει·
»Ποτὲ τέτοιαν ἀντίστασι δὲν ηὗρε τὸ σπαθί μου·
»Τώρα περνᾷ τὸ Ἀλσιράτ. Ἐκ' ἴσως μουρμουρίζει,
»Πῶς δὲ κτυπᾷ ἀμφίβολα ἡ μάχαιρα τοῦ Δήμου.»

…………………………………………………………………………………………………

- «Ἄ! μὴν θυμώνῃς, φίλε μου, 'ς τὰ δάκρυα ποῦ χύνω!
»Μὲ πίστιν, μ' εἰλικρίνειαν, μὲ σέβας μ' ἀγαποῦσε,
»Τὴν εὐμορφιάν μου λάτρευε, τὴν λύπην μου τιμοῦσε·
»Σ' ἐχθροῦ γενναίου λείψανον γενναῖον φόρον δίνω.»
Καὶ ἔκλαιε· καὶ ὁ ἐχθρὸς ποῦ κείτεται μπροστά της,
Εἶν' ἄνθρωπος, ἀπέθανε, τὸν συμπον' ἡ καρδιά της·
Καὶ γιὰ τ' ἀγκάθια τῶν βουνῶν καθὼς καὶ γιὰ τὸν κρίνο
Ἡ φύσις χύνει τὴν δροσιά· κι' αὐτὰ εἶναι παιδιά της·
«Ἀκόμα ἕνα δάκρυο, καὶ ἡ λοιπὴ ζωή μου,
»Καὶ ἡ λοιπή μου ὕπαρξις, εἶν' ὕπαρξις τοῦ Δήμου.»

…………………………………………………………………………………………………

Ἀπὸ κρημνοὺς καὶ βάραθρα καὶ βράχους ὅσο πέφτει,
Ὁ ποταμὸς ς' τὲς ἐρημιὲς βροντᾷ, βογγᾷ κι' ἀφρίζει·
Ὅμως ς' τὸν κρυσταλένιο του καὶ καθαρὸ καθρέφτη
Ὅταν λουλούδια τρυφερὰ καὶ κάμπους εἰκονίζῃ,
Τότε κινεῖται ἥσυχα καὶ γλυκομουρμουρίζει.
Ἐν ὅσῳ καὶ ὁ ἄνθρωπος παλεύει μὲ τὴν μοῖραν,
Ἀγρίας ἡ καρδία του προκρίνει διαθέσεις.
Πλὴν ἅμα ῥοῦν γλυκύτερον αἱ μοῖραι του ἐπῆραν,
Εὐφραίνεται εἰς ὁμαλὰς καὶ γλυκυτέρας σχέσεις.

…………………………………………………………………………………………………

»Σταυραετοὶ τῆς Λιάκουρας, ἐλευθερίας φίλοι,
»Γυρνᾶται παλληκάρια μου 'ς τὰ ἄγρια βουνά σας·
»Ἔχετε γειά, γιὰ πάντοτε ἂς εἶναι τὰ σπαθιά σας
»Τῆς ἀνεξαρτησίας σας οἱ τρομαγμένοι στύλοι·
»Πουλεῖται μ' αἷμα τούρκικο τὰ ἔρημα λεπτά σας.
»Σ' ὅποιον πικρομαράθηκε τὸ δένδρον τῆς ἐλπίδος,
»Σ' ὅποιον ἡ γ' εἶναι βάραθρο, ποῦ ἄγρια χωνεύει
»Καὶ κάθε ἀπολαύσεως καὶ κάθε χαρᾶς εἶδος,
Αὐτὸς εἰς μαῦρα σπήλαια, 'ς ἐρημωμένα δάση
Σ' τὰ πάθη του νέαν τροφήν, νέαν ζωήν γυρεύει,
»Τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν γῆν γυρεύει νὰ ξεχάσῃ.
»Σ' τὸν κόσμον, φίλοι μου, γυρνῶ. Θὰ ζήσω. Γιὰ ἐμένα
»Τὰ στῆθι' ἀκόμη τῆς ζωῆς δὲν εἶναι στερεμένα
»Ἕνα κλαδὶ μὲ ἔμεινε, κι' αὐτό, θὰ τὸ ποτίσω·
»Σ' τὸν ἴσκιο του ὁ ποταμὸς θὰ τρέξῃ τῆς ζωῆς μου·
»Κι' ἡ τυραννί' ἂν 'ς τὰ φτερὰ βαραίνῃ τῆς ψυχῆς μου,
»Κᾂν τὰ πικρά μου σίδερα μὲ ἄνθη θὰ στολίσω.»
Εἶπε, καὶ χάθηκε· βουβὰ τὰ σπήλαια κι' οἱ βράχοι
Καὶ τὰ πετρόγυμνα βουνὰ κατόπι του μουγκρίζουν·
ᾙ κάργες τώρα λαίμαργες ἀρχίζουν νέαν μάχη,
Καὶ σὰν τοῦ σκότους ἄγγελοι 'ς τὰ πτώματα γυρίζουν·
Σήκω, πουλί μου· ζωντανοὶ ἐμείναμε μονάχοι·
ᾙ ῥοδοδάφνες τῆς αὐγῆς τὴν γῆν ξαναστολίζουν.
Τὰ φῶτα τῆς ἀνατολῆς τί θέατρον φωτίζουν!

Ζ.

Καλύβη εἰς τὴν ἔρημον.

«Ἄνοιξε, γέρο!» - «ποιὸς χτυπᾶ;
«Τί θέλεις 'ς τὸ σκοτάδι;
«Ἀκόμα τῆς κανδίλας μου δὲν στέρευσε τὸ λάδι·
«Ποιὸς εἶναι;» - «Ἄνοιξε, παπᾶ!»
Καὶ ἀπὸ δυὼ κτυπτήματα ἡ θύρα κλονισμένη
Θὰ ἔπεφτε σπασμένη,
Ἂν δὲν γυρνοῦσε ὁ μάνταλος ποῦ τὴν κρατεῖ κλεισμένη.
Σ' τὸ ἕνα χέρι, κρεμαστό, μισόσβυστο λυχνάρι,
Ῥάσο μακρὺ 'ς τὸ σῶμα του, ῥαβδὶ 'ς τὸ ἄλλο χέρι,
Καὶ ἓν' ἀσημοκάρφωτο θεόρατο μαχαίρι
Σ' τοῦ ῥάσου τὸ ζωνάρι,
Ἕνας ἀνδρεῖος γέροντας μὲ χιονισμένο γένι,
Σὰν γίγαντας 'ς τ' ἀνάστημα, σὰν ἀθλητὴς 'ς τὸ σῶμα,
Μὲ μάτι ὑπερήφανο καὶ ζωηρὸ ἀκόμα,
Μπροστὰ 'ς τὴ θύρα βγαίνει.
«Σ' τὴν ὧρ' αὐτὴν τὴν πρωϊνὴν τί θέλετε, παιδιά μου;» -
- «Νὰ ἔμβουμε, παπᾶ μου.» -
- «Σ' τοὺς ἄμμους τῆς ἐρήμου
»Ἱερὸν χρέος θεωρῶ ἑκάστου ἐρημήτου
Σ' τοὺς πλανεμένους ἀνοικτὸν νὰ ἔχῃ τὸ κελί του·
»Ἐμβᾶτε· καταφύγιον δεχθῆτε τὸ κελί μου.»
Ὅμως γιατὶ ἐν ᾧ λαλεῖς τὸ μάτι σου ἀνάπτει;
Γιατί, παπᾶ, τὸ στήλωσες 'ς τὴν εὔμορφην τὴν ξένην;
Τὴν ταραγμένην σου καρδιὰ καινούργιο πάθος σκάπτει;
Τῆς εὐμορφιᾶς τὸ δόσιμον προσφέρεις ς' τὴν Ἑλένην;
Καθὼς τὰ μαῦρα σύννεφα, ποῦ θύελλες χωνεύουν
Τὸ βράδι κοκκινίζουν,
Αἰσθήματα ὁρμητικὰ ἀκόμη χρωματίζουν
Τὸ μέτωπον ποῦ τοῦ καιροῦ τ' αὐλάκια σημαδεύουν;
Μὰ ποιὸς γνωρίζει τὴν ψυχὴν; ποιὸς ἀρκετὰ γνωρίζει
Τὴν γλῶσσαν τὴν προδότισσαν τῆς φυσιογνωμίας;
Ποιὸς θὰ μὲ πῇ, ἂν αἴσθημα ἢ ἔχθρας ἢ φιλίας
Τῆς σκοτισμένης του καρδιᾶς τὸ δίπλωμα τυλίζει;
Τί βλέμματ' ἀνεξήγητα 'ς τὸν Δῆμον ἀκοντίζει!
Αὐτὸ μὲ φάνηκε γλυκὺ φιλοστοργίας βλέμμα,
Ἐκεῖνο ζούλιας φθονερῆς, κρυφῆς χαρᾶς ἐκεῖνο,
Ἐκεῖνο τοῦ ἀντεραστοῦ ἐπιθυμεῖ τὸ αἷμα·
Αὐτὸ τὸ ἄλλο λαίμαργα τὴν ξένην καταπίνει·
Ὁ ἴδιος τὶ αἰσθάνεται ἀφ' οὗ δὲν διακρίνει,
Ἐγὼ θὰ διακρίνω;
«Φέρε, παπᾶ, τὰ στέφανα γιὰ νὰ μᾶς στεφανώσῃς.» -
- «Γιατὶ, ἂν θέλετε εὐχὴν συζεύξεως νομίμου
»Τῆς γῆς τὰ μάτια φεύγετε 'ς τὸ ἔρημον κελί μου;» -
»Τὲς λέξες σου, διὲ, ἀκριβά, παπᾶ, νὰ μὴν πληρώσῃς.
- »Ποιὸς εἶσ'; ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι; πῶς θέλεις νὰ ἑνώσω
»Μὲ τ' ἁρπαγμένον λάφυρον τὸν ἅρπαγα; Δὲν πρέπει
»Ἁμαρτωλὲ νὰ θυμηθῇς πῶς ὁ Θεὸς σὲ βλέπει;» -
- »Παπᾶ, ἐλπίζεις ἄραγε πῶς λόγον θὰ σὲ δώσω;
»Παρακαλῶ εἰς μάταιον νὰ μὴ μὲ βάλῃς κόπον.
»Τελείωσε μὲ τὸ καλόν, ἢ ξεύρω κι' ἄλλον τρόπον. » -
- »Παιδί μου, μάταια κοπιάζεις. Ποτὲ τὸ χέρι τοῦ ἐρημήτου
Δὲν θ' ἀναγκάσῃς νὰ εὐλογήσῃ δεσμὸν ποῦ μέμφεται ἡ ψυχή του.
»Καθὼς ἡ φλόγα ἀγριωμένη
»Εἰς τοὺς δρυμῶνας καὶ εἰς τὰς πόλεις,
»Ἀφ' οὗ θερίσῃ τῆς κατοικίας,
»Ἀφ' οὗ χωνεύσῃ τὰ χλωρὰ δάση,
»Ἀπὸ ἀνέμων λύσσαν διωχμένη
»Τερπνὰς κοιλάδας ἀφ' οὗ περάσῃ,
»Ποῦ μεταβάλλει εἰς ἐρημίας,
»Εἰς ἀτρυγήτους ἐκτάσεις ἄμμου ἢ εἰς παράλια φθάνει μόλις,
»Ποῦ εἰς ἀκτῖνα μεταβλημένη
»Ἀνασηκώνετ' εἰς τὸν ἀέρα,
»Σ' τὴν αἰωνίαν φλόγ' ἀνεβαίνει,
»Καὶ διαλύετ' εἰς τὸν αἰθέρα, -
»Καὶ ἡ ζωή μου ὡς αὐτὴν ἦτον·
»Παθῶν ἀέρες τὴν εἶχαν δείρει,
»Καὶ πολλῶν εἶχε τὴν τύχην φθείρει
»Ἡ φλογισμένη ἀναπνοή των·
»Τὴν ἀδικίαν ὅπλον μου εἶχα,
»Τὴν κατερήμωσιν βοηθόν μου,
»Φωνὴ αἱμάτων εἶχ' ἀντηχήσει καὶ εἶχ' ἀνέβη ὡς τὸν Θεόν μου,
»Λαῶν κατάρα ἦτον ῥιχμένη 'ς τοῦ κεφαλιοῦ μου τὴν κάθε τρίχα.
»Πλὴν κ' ἡ ζωή μου ἦλθε 'ς τὰ χείλη
»Τοῦ αἰωνίου της παραλίου·
»Τοῦ ταξιδιοῦ της τοῦ αἰωνίου
»Ὁ σκοπὸς πλέον δὲν εἶν' ἡ ὕλη·
»Σὰν τὴν ἀκτῖνα, γυρνᾷ ἐπάνω
»Τὴν τελευταίαν διεύθυνσί της·
»Σ' τοῦ κόσμου πλάνας, σ' τοῦ κόσμου πάθη ξένος καὶ ἀμέτοχος ἐρημίτης,
»Εἰς βυθὸν ἔζησα ἁμαρτίας, ὅμως ἐνάρετος θὰ πεθάνω·
»Σ' τὴν ἐξορίαν μου δούλου δάκρυ, οὔτε τυράννου φωνὴ δὲν φθάνει,
»Εἰς τὸ κατόφλι μου εὐθυμίας καὶ χαρᾶς τόνος γλυκὸς πεθαίνει·
»Κι' ἂν Κροίσου πλοῦτος, δυνατοῦ σκῆπτρον, κοσμικὴ τέρψις δὲν μὲ προσμένῃ,
»Ἡ πιστὴ ὅμως μετάνοιά μου ζητεῖ τοῦ μάρτυρος τὸ στεφάνι·
»Ψεύτικη λάμψις ματαίας δόξης ἦτον τὸ εἴδωλον τῆς ζωῆς μου·
»Φλογερὸς ἔρως, ἄσπονδον μῖσος ἦσαν οἱ τύραννοι τῆς καρδιᾶς μου·
»Ὅλα τὰ ξέχασα, σὰν τοὺς μύθους τῆς ἡλικίας τῆς παιδικῆς μου,
»Καὶ ἡ θρῃσκεία μου εἶν' ὁ θρόνος τῆς τελευταίας παρηγοριᾶς μου·
»Ἀρετῆς ἔρως, κ' ἔρως θρῃσκείας εἶναι ὁ ἔρως ὁποῦ μὲ μένει·
»Μάταια, πίστευσε, πῶς ἐλπίζεις νὰ γίνω ἄπιστος κ' εἰς τοὺς δύω.
»Κ' αὐτὸ τὸ χέρι δεσμὸν δὲν δένει
»Σ' τὴν νομιότητα ἐναντίο·
»Καὶ ἂν βιάσουν αὐτὸ τὸ χέρι,
»Αὐτὸ τὸ ἴδιον τὸ μαχαίρι,
»Αὐτὸ τὸ ὅπλον τῆς ἀδικίας,
»Καὶ 'ς ὑπεράσπισιν τῆς θρῃσκείας
»Νὰ πολεμήσῃ ἀκόμη ξέρει.»
Σὰν φλόγα ἄναψ' ἡ ματιὰ τοῦ γέρου ἐρημίτου,
Καινούριο αἷμα φούσκωσε τ' αὐλάκια τῶν φλεβῶν του,
Σὰν τῶν χειμάρων τὴν φωνὴν ἀγρίεψ' ἡ φωνή του,
Ὁρθὲς ἀνασηκώθηκαν αἱ τρίχες τῶν γενιῶν του·
Τοῦ μαχαιριοῦ του ψηλαφεῖ τὴν ἄκρην θυμωμένος,
Καὶ μὲ ὑπερηφάνειαν τὰ χείλη του δαγκάνει·
Πλὴν οὔτ' ὁ Δῆμος φαίνεται νὰ εἶναι γεννημένος
Τὴν θέλησιν ποῦ κήρυξε νὰ ἐπαναλαμβάνῃ·
Μὲ εἰρωνίας γέλωτα τὸν γέροντα κυττάζει·
Σ' τὸ σκαλοπάτι προχωρεῖ τοῦ εἰκονοστασίου,
Κ' ἀπ' τῶν εἰκόνων τὴν σειρὰν καὶ τοῦ εὐαγγελίου,
Μ' ἀσέβειαν τὰ στέφανα καὶ τὸν σταυρὸν ἁρπάζει.
Τί φλόγα τότε ἔλαμψε 'ς τοῦ γέροντος τὸ μάτι!
Τί λύσσα τότε ἔκαμε τὸ στόμα του ν' ἀφρίζῃ!
Μὲ δυὼ πηδήματα ὁρμᾷ καὶ ἀπ' τὸ σκαλοπάτι,
Σ' τὴν μέσην τῆς καλύβας του τὸν Δῆμο σφενδονίζει·
«Πλήρωσε τὴν ἀσέβειαν τῶν ἔργων σου», φωνάζει,
Κ' ἐπάνω του τεινάζεται καὶ τὸ μαχαίρι βγάζει.
Τότε, ὁ Δῆμος ἄγρια γυρνᾷ, καὶ μ' ἕνα βλέμμα
Ποῦ ἄστραψε σὰν κεραυνὸς καὶ ποῦ διψοῦσεν αἷμα,
«Πήγαινε, λέγει, σκέλεθρο, καὶ τὴν εὐλάβειά σου
»Σ' τὸν ἄλλον κόσμον φήμιζε, ἂν σὲ ἀρέσσῃ. - Στάσου!
»Πάρε κ' αὐτὴν κατόπι σου! » Καὶ τὸ σκληρόν του χέρι,
Ἐβούτησε 'ς τοῦ γέροντος τὰ σπλάγχνα τὸ μαχαίρι.
Ὡσὰν ξερὴ βαλανιδιὰ, ἀνεμοαρπαγμένη,
Ἔπεσε 'ς τὲς εἰκόνες του ἐμπρὸς ὁ ἐρημίτης·
Ἦταν χλωμός· 'ς τὸ πλάγι του γονάτισ' ἡ Ἑλένη,
Τὰ δάκρυά της ἔτρεχαν, καὶ κόπηκ' ἡ φωνή της·
Μὲ χίλια φιλιὰ σκέπαζε τοῦ γέροντος τὸ χέρι·
Νὰ σταματήσῃ γύρευε τοῦ στήθους του τὸ αἷμα,
Καὶ τρυφερὰ τὸν ἔλεγε μ' ἕνα γλυκό της βλέμμα,
Σ' τοῦ Δήμου της τὴν κεφαλὴν κατάραν νὰ μὴ φέρῃ.
Ὁ γέρος ὅμως ἥμερα τὰ μάτια του ἀνοίγει·
Τὸ βλέμμα του τὸν οὐρανὸν γυρεύει νὰ κυττάξῃ,
Καὶ ἡ ψυχή του φαίνεται, πρὶν ἀπ' τὴν γῆν νὰ φύγῃ,
Σ' τῆς προσευχῆς τὲς πτέρυγες πῶς θέλει νὰ πετάξῃ.
«Θεέ! Τὸ κέντρον τοῦ παντός! Κόσμε! Ψυχὴ τοῦ κόσμου!
»Ἀπείρου μιὰ σταλαγματιὰ 'ς τὸ ἄπειρον γυρίζει,
»Γυρίζει 'ς τὸν Ὠκεανὸν ὁ ῥύαξ ὁ θολός μου·
»Σ' ἀπάτης βράχους ἔτρεξεν· ἀνάπαυσιν ἐλπίζει.
»Θρόνος σου εἶναι τ' ἄπειρον, ἡ καλλονὴ μορφή σου,
»Αἰωνιότης ὁ καιρός, κ' ἀγάπη τ' ὄνομά σου·
»Ἕνας πτωχὸς ἁμαρτωλὸς θενὰ φανῇ μπροστά σου,
»Πλὴν εἶναι τῆς ἀγάπης σου μικρότερ' ἡ ὀργή σου·
»Τὸ στόμα θὰ μὲ καταπιῇ τοῦ ἀνοικτοῦ μου λάκκου
»Θὰ μετανέβ' εἰς τῆς ζωῆς τὴν βρύσιν ἡ ζωή μου·
»Ἂς μὲ σκεπάσῃ ἄφαντον ὁ ἄμμος τῆς ἐρήμου,
»Καὶ ἂς σβυσθῇ γιὰ πάντοτε τὸ ὄνομα τοῦ Λιάκου. »
Λέγει, καὶ δάκρυ ἥμερον τὸ μάτι του σκεπάζει,
Καθὼς τὸ γλυκὸ σύννεφο τὸν ἥλιον ὅταν δύῃ.
Πλὴν ἡ Ἑλένη, ἕνα Ἄχ! ἀπ' τὴν καρδιάν της βγάζει,
Καὶ πέφτει μαρμαρόχλωμη, τὰ δυώ της μάτια κλείει.
Ὁ θάνατος μὲ τὴν ζωὴν 'ς τὸ στῆθος της παλεύει·
Μόλις λεπτὴ ἀναπνοὴ τὸ γλυκανασηκώνει·
Ὁ πιστὸς Δῆμος μὲ φιλιὰ καὶ δάκρυα, γυρεύει
Ζωὴν 'ς τὸ σῶμα ποῦ γλυκὰ ἡ ἀγκαλιά του ζώνει·
Ὅμως κινεῖται, ἄλλην μιὰν βαθυὰ ξαναναπνέει,
Τὰ μάτια της μισάνοιξε, πλὴν τὰ σφαλνᾷ ἀκόμα·
Τὰ ξανανοίγει, καὶ πικρά, καθὼς τ' ἀνοίγει, κλαίει,
Καὶ λέξεις μισακούουνται ἀπ' τὸ χλωμόν της στόμα.
»Πατέρα, - λέγει, εἶσ' ἐσύ, ἐσὺ εἶσαι ὁ Λιάκος.
»Ἐσ' εἶσαι ποῦ μ' ἀνάθρεψες 'ς τὴν νηπιότητά μου;
»Ἐσ' εἶσαι καὶ ὁ Δῆμος μου σ' ἐσκότωσε μπροστά μου!
»Γιατὶ ἐμένα δὲν ῥουφᾷ ὁ ἀνοικτός σου λάκος!
»Ὡς χάριν τώρα δέχουμουν γλυκιὰν τὸν θάνατόν μου·
»Μικρὸ πουλ' ἤμουν π' ἄφησα τὸ δένδρον τὸ χλωρόν μου,
»Καὶ ξαναῆλθα γιὰ νὰ διῶ τὸ δένδρον μου καμμένο·
»Σ' ηὗρα καὶ σ' ἔχασα! Γιατὶ μαζῆ σου δὲν πεθαίνω!
Καθὼς ὅταν τὰ σύννεφα ἀπανωτὰ καὶ μαῦρα
Ἀγριωμένα μαζωχθοῦν κ' ἀνεμοζάλην φέρνουν,
Πλὴν ἅμα ἔλθῃ ἡ γλυκιὰ νὰ τὰ χαδεύσῃ αὖρα,
Τραβιοῦνται ἀπ' τὸν οὐρανὸν καὶ σ' τὲς ποδιές του γέρνουν,
Πάλιν γελᾷ τοῦ οὐρανοῦ ἀσύννεφος ὁ θόλος,
Καὶ ἥσυχος εἰς τὰ νερὰ ἀντανακλᾶται ὅλος,
Ἔτζι μὲ τὸ νυκτόπλεκτο καὶ κρύο κάλυμμά του
Τοῦ Λιάκου εἶχ' ὁ θάνατος τὰ μάτια βαρεμένα·
Μόλις ἐλπίδος πέρασε πνοὴ 'ς τὰ βλέφαρά του,
Ποῦ ἄνοιξαν εἰς τῆς χαρᾶς τὴν δρόσον ποτισμένα.
»Ἑλένη μου, λέγ', εἶσ' ἐσύ! ναί, εἶσ' ἐσυ, ἐσ' εἶσαι!
»Τῆς μαραμένης μου καρδιᾶς οἱ κτύποι σὲ γνωρίζουν ·
»Τὰ μάτια σου ὡσὰν γνωστοὶ πλανῆται μ' ἀντικρίζουν.
»Ἔλα 'ς τὸ κρύον στῆθος μου, τὰ βλέφαρά μου κλεῖσε!
»Κ' ἐγώ, καθὼς ὁ ἄῤῥωστος ποῦ κείτεται 'ς τὰ σκότη,
»Καὶ τὴν λαμπάδα τῆς ταφῆς λαμπάδα βλέπει πρώτη,
»Σ' τῆς μαύρης τύχης κείτουμουν τὸ σκοτισμένον στρῶμα·
»Σὲ βλέπω, καὶ μὲ ὁδηγεῖς 'ς τοῦ τάφου μου τὸ στόμα.
»Ἄ! ἄφησ' ἄφησε, προτοῦ γιὰ πάντα νὰ σφαλήσουν,
»Τὰ μάτια μου νὰ εὐφρανθοῦν 'ς τοὺς ἥλιους τῶν ματιῶν σου.
»Ἄ! ἄφησε τὰ χείλια μου ἀκόμα νὰ ῥουφήσουν,
»Τὴν δροσερὴ γλυκύτητα τῶν τρυφερῶν χειλιῶν σου.

…………………………………………………………………………………………………

»Ἀφ' οὗ πεθάνω, φύτεψε 'ς τὸν τάφον μου λουλούδια,
»Ἔρχου πρωῒ καὶ πότιζε τὸ ἄχαρόν τους χῶμα,
»Καὶ κάθε βράδι κάθιζε 'ς τοῦ τάφου μου τὸ στόμα,
»Καὶ τῶν νεκρῶν μουρμούριζε λυπητερὰ τραγούδια·
»Τὰ χρυσαφένια σου μαλιὰ ὅταν χαδεύ' ἡ αὖρα,
»Ἴσως πετᾷ τριγύρω σου μαζῆ της κ' ἡ ψυχή μου,
»Ἢ ἴσως μὲ τὰ σύννεφα τὰ βροχερά, τὰ μαῦρα,
»Βροντᾷ 'ς τοὺς βράχους τῶν βουνῶν, 'ς τοὺς ἄμμους τῆς ἐρήμου.
»Ἄ! ζῆσε λυγιρόκλονο κλαδί μου φουντωμένο·
»Τὴν θύραν γλυκοσκίαζε τοῦ παλατιοῦ ποῦ κτίζω·
»Εἶσαι τῆς ῥίζας μου κλαδί. - Ἂν ζήσῃς, δὲν πεθαίνω·
»Μὲ σχῆμ' ἀγγέλου τῆς ζωῆς τὸν δρόμον ξαναρχίζω·
»Ἤμουν πατέρας! ἡ ζωὴ μὲ ἦταν περιβόλι,
»Ὅμως μὲ γέλασ' ὁ γλυκὸς καρπὸς τῆς ἁμαρτίας·
»Τὸ ἄφησα· μὲ πάγωσαν τῆς τύχης μου οἱ πόλοι,
»Ἡ φλόγα μὲ κατέκαυσε τῆς μαύρης μου καρδίας·
»Ἤμουν πατέρας! τρυφερὰ τῆς κόρης μου τὸ χέρι
»Χρυσάφι θενὰ ὕφαινε 'ς τὸ πλέγμα τῆς ζωῆς μου.
»Σ' τὸ στῆθος της, σ' αἰώνιο θὰ ζοῦσα καλοκαίρι,
»Σ' τὴν δύσιν μου θὰ χαίρουμουν τὲς ὧρες τῆς αὐγῆς μου·
»Ἤμουν πατέρας! Τοῦ υἱοῦ τὸ ἀναμμένον αἷμα
»Νέον βρασμὸν θὰ ἔδιδε 'ς τὴν βραδινὴν ζωὴν μου»…
Δάκρυα τὸν διέκοψαν, καὶ τὸ νεκρὸν του βλέμμα,
Ἀντίκρισε τὰ δάκρυα τοῦ νεκροχλώμου Δήμου.
»Παιδί μου, λέγει, εὔμορφον κ' ἀνδρεῖον παλληκάρι!
»Μὲ σκότωσες, σὲ συγχωρῶ· μὲ ἔχθραν δὲν πεθαίνω·
»Μὲ τὴν εὐχήν μου πήγαινε καὶ ἥσυχος πηγαίνω·
»Μὰ πρὶν πεθάνω, σὲ ζητῶ μιὰν τελευταίαν χάρι.
»Ἐκεῖ ὀπίσω 'ς τὰ βουνά, ἐκεῖ ποῦ δύω βράχοι
»Σ' τὰ πρῶτα φῶτα τῆς αὐγῆς ὁλόγυμνοι ἀσπρίζουν,
»Εἶν' ἕνας τόπος ἱερός· ἐκεῖ θνητοὶ μονάχοι
»Καὶ μακρυσμένοι ἀπ' τὴν γῆν, 'ς τὸν οὐρανὸν ἐλπίζουν.
»Πήγαιν' ἐκεῖ, ἄ! πήγαινε! ἐκεῖ ζῇ ὁ υἱός μου.
»Εἰς γῆν Κυρίου ἔθαψα τὸν νέον θησαυρόν μου,
»Μακρὰν ἀπὸ τὲς θύελλες ἑνὸς ματαίου κόσμου.
»Ἀφ' οὗ πεθάνω, πήγαινε καὶ εὗρε τὸν υἱὸν μου·
»Μὲ βλέπεις καὶ μὲ συμπονεῖς· τὰ μάτια σου δακρύζουν·
»Ὤ! πόσους εὐγεργέτησα, μὲ ξέχασαν οἱ τόσοι·
»Τὰ σπλάγχνα σου εἶν' ἥμερα, συμπάθειαν γνωρίζουν·
»Τὸν βράχον ποῦ ναυάγησα ἁρπάζω νὰ μὲ σώσῃ.
»Ἂν εἶν' ἀλήθεια πῶς τιμὴν τὰ παλληκάρια ἔχουν,
»Καὶ πῶς ὑπερασπίζονται τοὺς ἀσθενεῖς μ' ἀνδρείαν,
»Μὰ τὰ θερμά σου δάκρυα ποῦ τὰ μαλλιά μου βρέχουν,
»Μὰ τοῦ Θεοῦ ποῦ σέβεσαι τὴν ἱερὰν λατρείαν,
»Προστάτευσε τὴν κόρην μου, - κᾂν τὸ παιδί μου σῶσε·
»Σεβάσου τὴν περίστασιν καὶ τὴν πεποίθησίν μου·
»Σ' εὐγνωμοσύνης ἡδονὴν θὰ πλεύσῃ ἡ ψυχή μου·
»Πήγαινε, καὶ τὴν ἄθλιαν 'ς τὸν ἀδελφόν της δόσε.
»Πέ τον νὰ βγῇ 'ς τὸ πέλαγος γιατὶ ἐγὼ ἀράζω,
»Καὶ ἐπιβάτην νὰ δεχθῇ τὴν ἀδελφήν του πέτον·
»Καὶ φίλησέ τον μιὰν φορὰν καὶ ξαναφίλησέ τον,
»Καὶ σφίξ' τὸν 'ς τὲς ἀγκάλες σου καθὼς σὲ ἀγκαλιάζω.
»Δωρόθεον τὸν βάπτισαν· ἂν θέλῃς καὶ σημεῖα,
»Εἶν' εὔμορφος καὶ γαλανὸς, λεπτὸς καὶ χρυσομάλλης·
»Τὸν διακρίνεις εἰς πολλούς· μ' ἀκόμ' ἂν ἀμφιβάλλῃς.
»Νήπιον ἡ μητέρα του τὸν φόρεσ' ἡ ἰδία
»Μιὰν ἀλυσίδ' ἀπὸ μαλλιά· 'ς τὸν κόμβον μιᾶς ἄλλης
»Ἕνα ὁλόχρυσον σταυρὸν μὲ διαμαντάκια τρία·»
Ἑνὸς ποῦ πάτησ' ὄχεντρα ἡ φρίκ' εἶναι μεγάλη,
Μεγαλῃτέρα τοῦ παιδιοῦ π' ἀπάντησ' ἕνα πτῶμα·
Ὅμως τοῦ Δήμου φάνηκε μηγαλῃτέρ' ἀκόμα·
Τὰ βλέμματά του πρόδωσαν τὴν ἔξαφνήν του ζάλη.
«Μὴ μὲ ἐγγίζῃς, γέροντα, τὰ χέρια σου μολύνεις,
»Μολύνεις τὰ σεβάσμια, τὰ χιονιστὰ μαλλιά σου·
»Μή, λέγει· μαῦρον ἔκτρομα περίθαλψες κοντά σου·
»Μὲ εἶναι φλόγα, κόλασις τὸ αἷμ' αὐτὸ ποῦ χύνεις.
»Ἐσ' εἶσ' ὁ Λιάκος, τῶν βουνῶν ἐσ' εἶσαι τὸ θηρίον,
»Ἐσὺ ποῦ αἱ κοιλάδες μας ὠνόμαζαν ἀνδρεῖον,
»Κι' ἐγὼ ὁ κλέφτης, ὁ φονεύς, ἐγὼ εἶμ' ὁ υἱός σου!
»Ναί, ὁ υἱός σου, γέροντα, ἐγὼ ποῦ σὲ σκοτώνω.
»Ἑλένη μου, ὁ μισητὸς ἐγώ, εἶμ' ἀδελφός σου·
»Καταρασθῆτε με· κ' ἐγὼ τὸ χέρι μου ὑψώνω·
»Σφραγίστε τῆς κολάσεως τὴν ἀρχημένην νίκη.
»Ἐκστατικοὶ μὲ βλέπετε· συμπάθεια καὶ φρίκη
»Τὸ βλέπω, ἀπ' τὰ μάτια σας λαλοῦν τὰ τρομαγμένα.
»Συμπάθεια! τί κάμνετε; συμπάθειαν ἐμένα;
»Ἐμένα, ποῦ τὲς ὄχεντρες φαρμάκια θὰ ποτίσω,
»Ποῦ θὰ περνῶ κ' ἐρήμωσιν θ' ἀφήν' ὅπου πατήσω;
»Ποῦ μὲ δακρύων χείμαῤῥον τὸν τάφον σας θὰ λούω,
»Καὶ γέλοια τῆς κολάσεως γι' ἀπόκρισιν θ' ἀκούω;
»Ἐγὼ εἶμ' ὁ Δωρόθεος· ἐδὼ εἶναι κρυμμένος,
»Καὶ ὁ σταυρὸς κι' ἡ μάλλινη ἐκείνη ἀλυσίδα.
»Σ' τὰ τείχη τοῦ μοναστηριοῦ ἐκείτουμουν θαμμένος,
»Εἰς ἄλλου κόσμου ὄνειρα, 'ς ἄλλης ζωῆς ἐλπίδα·
»Καθὼς ζωντανοθάπτεται 'ς τὸν ἴδιόν του νῆμα
»Τὸ ἐλαφρὸν ζωΰφιον ποῦ πλέχει τὸ μετάξι,
»Ὅμως ἐλπίζει μιὰν φορὰν πῶς θ' ἀνοιχθῇ τὸ μνῆμα,
»Ἐλπίζει μὲ ἀσπρόχρυσα πτερὰ πῶς θὰ πετάξῃ.
»Αἱ προσευχές μου μοναχὲς τὲς ὧρες μου μετροῦσαν,
»Καὶ ἡ ζωή μου ἔτρεχε σὰν ἐρημιᾶς ποτάμι·
»Τῆς ἐρημιᾶς τὴ σκέπαζαν αἱ πεῦκες καὶ οἱ ἄμμοι,
»Καὶ τὰ νερά της σύννεφα μονάχ' ἀντανακλοῦσαν·
»Πλὴν 'ς τὰ κρυσταλοκύματα κι' ἀτάραχα νερά της,
»Κ' ἑνὸς ἀγγέλου φάνηκε μορφὴ ζωγραφισμένη·
»Ὡς νέου κόσμου ἥλιος μὲ φάνηκ' ἡ Ἑλένη,
»Σὰν νέας μου ὑπάρξεως σκοπὸς, τὰ θέλγητρά της.
»Ὡς φλόγα καταχώνευσε τὸ αἴσθημα τὸ ἕνα
»Τὰ ἄλλα μου αἰσθήματα· κι' ἐν ὧ ὁ ἔρωτάς μου
»Βασίλευε τυραννικὰ 'ς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου,
»Νὰ ἀφανίσ' ἡ θέρμη του κινδύνευε κ' ἐμένα·
»Ἦτον ὁ πρῶτος ἔρως μου, κι' ἔχω καρδιὰν ποῦ καίει·
»Ἀλλὰ βροντὴ μ' ἐξύπνησε 'ς τὸν ὕπνο π' εὐτυχοῦσα·
»Ἕνας πασᾶς μὲ ἅρπαξεν ἐκείνην π' ἀγαποῦσα! -
»Ἄ! ἐρημίτης, φώναξα, σ' ἕνα κελὶ νὰ κλαίῃ!
»Ν' ἀναστενάζῃ κ' ἥσυχος νὰ κάμνῃ τὸν σταυρόν του!
»Ποῦ εἶναι τώρα ἡ ζωή, ὁποῦ 'ς τὴν πεδιάδα,
»Εἰς νέων μ' αἷμα φλογερὸν τὴν ζωηρὴν ἀράδα
»Ὁ νέος εἶν' ἀδάμαστος ἐπάνω 'ς τ' ἄλογόν του,
»Τὴν ψυχικήν του δύναμιν γνωρίζει βοηθόν του,
»Τυφλὰ μὲ τῆς ὑπάρξεως τὸν καταῤῥάκτην τρέχει,
»Σ' τὸ χέρι του ἐκδίκησιν καὶ τιμωρίαν ἔχει,
»Καὶ τὴν ἐλευθερίαν του λατρεύει ὡς θεόν του! -
»Τὸν ἔρωτά μου αὔξησεν ἡ στέρησις ἡ νέα,
»Καὶ νέον πάθος ἄναψε 'ς τὸ στῆθος μου, τὸ μῖσος·
»Τῶν ἱερῶν μου πλὴν χρεῶν ἀκόμα ἡ ἰδέα
»Λαλοῦσε 'ς τὴν συνείδησιν καὶ μὲ κρατοῦσε ἴσως.
»Ὅμως δὲν ἄργησ' ἡ σκληρὰ τῶν Τούρκων τυραννία,
»Ἀπάνθρωπ' εἰς τ' ἀνθρώπινα, καὶ ἀσεβὴς 'ς τὰ θεῖα,
»Νέαν φωτιὰν φιλέκδικον 'ς τὸ στῆθος μου ν' ἀνάψῃ·
»Ἀφ' οὗ τὴν βαρβαρότητα τοῦ μισητοῦ λαοῦ του
»Μ' ἐλπίδες ἔθρεψ' ὁ πασᾶς παραχωμένου πλούτου,
»Τὸ μοναστήρι ἔστειλε στρατεύματα νὰ κάψῃ·
»Σ' αἵματ' ἁγίων βούτησαν οἱ μαῦροι στρατιῶται,
»Καὶ εἶδε νέους μάρτυρας ἡ ἐκκλησία τότε.
»Τότ' ἔζωσα τὸ κοπτερὸν τοῦ κλέφτη γιαταγάνι,
»Τότ' ἡ ψυχή μου πέταξε, τότ' ἔκτασιν ζητοῦσα,
»Τότε κατοίκησα σπηλιές, καὶ ἄνδρας ὡδηγοῦσα,
»Καὶ τοῦ ὀλέθρου ἔδραξα μὲ θάῤῥος τὸ δρεπάνι·
»Τότε καμίνι ἔρωτος, βρασμὸς φιλοδοξίας,
»Καὶ μῖσος ποῦ φαρμάκωνε τ' ἀνήσυχα λεπτά μου,
»Κ' ἀγάπη ἐκδικήσεως καὶ ἀνεξαρτησίας,
»Καὶ ἄλλα πάθη ἔβραζαν 'ς τὴν φλογερὴν καρδιά μου·
»Καθένα τους ὡς θύελλα 'ς τὰ βάθη της βροντοῦσε·
»Τὸ αἷμα μου ἦταν θερμὸν καὶ φλογερ' ἡ νεότης
»Ἡ τύχη μ' ἐμειδίασε Καὶ μ' ἔκαμ' ὀπαδό της,
»Τυφλὰ ἐβάδισα, καθὼς τυφλὰ μὲ ὡδηγοῦσε·
»Ἀφ' οὗ λοιπὸν παραίτησα τὸν ἄμμον τῆς ἐρήμου,
»Ἀπὸ σκοπέλους τῶν παθῶν εἰς πέτρας ἁμαρτίας,
»Μὲ ἄγρια κοχλάσματα κυμάτησ' ἡ ζωή μου,
»Γιὰ νὰ χυθῇ εἰς βάραθρον κατάρας αἰωνίας.
»Μ' ἂν ἔχῃς σπλάγχνα, ἄφησε, ὤ ἄφησε ἀκόμα
»'Σ τὲς πατρικὲς ἀγκάλες σου νὰ πέσω, νὰ κολλήσω
»'Σ τὸ ψυχραμένον χέρι σου τὸ φλογερόν μου στόμα,
»Νὰ γονατίσω, δάκρυα 'ς τὰ δάκρυα νὰ χύσω·
»Τοῦ κεφαλιοῦ μου τὰ μαλλιὰ νὰ κυλισθοῦν 'ς τὸ χῶμα,
»Καὶ πατρικὴν συγχώρησιν κ' εὐχὴν νὰ σὲ ζητήσω.»
Τὸν Λιάκον μαυροσκέπασε τὸ ῥάσον τοῦ θανάτου,
Σ' τὴν παγωμένην γλῶσσαν του ἡ λέξις του παγώνει·
Μὲ βίαν ὅμως καὶ ἀργὰ τὸ χέρι του σηκώνει,
Καὶ εὐλογεῖ τὰ δυστυχῆ μισόνεκρα παιδιά του,
Καὶ ξεψυχᾷ. - Ὤ τύραννοι! 'ς τὸ στρῶμα τὸ χρυσόν σας
Ὁ θάνατος σᾶς ὁδηγεῖ 'ς τοῦ τάφου τὸ ταξίδι·
Τί μάθημα εἰς τοὺς λαοὺς τὸ ἔσχατον λεπτόν σας!
Πῶς σᾶς σπαράττει τὸ σκληρὸν τοῦ συνειδότος φίδι!
Κρίσιν κι' αἰωνιότητα πηγαίνετε νὰ βρῆτε·
Εἶναι θεὸς· παλεύετε μὲ τὴν πεποίθησίν σας·
Εἶναι Θεὸς, καὶ δίκαιος, καὶ θὰ φανῇ κριτής σας·
Εἶστ' ἄθλιοι, 'ς ἕνα λεπτὸν τὸν κόσμον ἐκδικεῖτε·
Διέτε ὁ Λιάκος τὶ γλυκά, τί ἥμερα πεθαίνει·
Χαμογελᾷ 'ς τὰ χείλια του ἀκόμα ἡ εἰρήνη·
Ἔτζι τὸ ἄστρον τῆς νυκτὸς 'ς τὴν δύσιν κατεβαίνει,
Καὶ 'ς τὸν γαλάζι' ὁρίζοντα γύρον χρυσὸν ἀφήνει. -
Εἰς λόφον ποῦ τὴν ἔρημην καλύβαν γειτονεύει,
Πράσινον χόρτον σκέπασε τοῦ γέροντος τὸ σῶμα.
Τριγύρω νεκρολούλουδα ἡ κόρη του φυτεύει,
Καὶ μὲ θερμά της δάκρυα τὸ κρύον βρέχει χῶμα·
Ἐκεῖ τὴν βρίσκ' ἢ σηκωθῇ ἢ δύσῃ τὸ φεγγάρι·
Τὰ θεῖα κάλλη της ἐκεῖ ἡ λύπη της μαραίνει·
Ἐκεῖ πικροξηραίνεται ὡς ἔρημον θυμάρι,
Ἢ ὡς τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ἐκεῖ πικροχλωμαίνει.

Η.

Πέρασ' ἀπ' αὐτὸ τὸ μέρος, ἀφ' οὗ πέρασ' ἕνας χρόνος·
Εἶδα ἕναν τάφον νέον κ' ἕναν παλαιὸν κοντά του,
Καὶ γονατιστὸς 'ς τὴν μέσην ἕνας ἐρημίτης μόνος,
Εἶδα ποῦ ἐνῷ λαλοῦσε σκούπιζε τὰ δάκρυά του·
»Τί ἀνατολὴ ὡραία! Χρυσομάλη ἥλιέ μου,
»Εἰς πτερὰ χρυσῶν ἀκτίνων καὶ μὲ βίαν τοῦ ἀνέμου
»Τρέχεις, καὶ μὲ κύκλους φλόγας τὰ οὐράνια τυλίζεις.
»Τί μὲ μέλλει ποῦ πηγαίνεις, τί μὲ μέλλει ποῦ γυρίζεις;
»Δύω πῆχες μαῦρον χῶμα εἶν' ὁ κόσμος δι' ἐμένα·
»Ἂν ἡ λάμψις σου δὲν φθάνῃ 'ς τὸ χορτάρι ἀπὸ κάτου,
»Γύριζε· τὰ ὄνειρά μου ἐδὼ εἶναι κοιμισμένα,
»Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ πόθου ἐδὼ κλείει τὰ πτερά του.
»Πήγαινε, εἰς δόξαν πλέε. Τί κοινόν ἔχεις μαζῆ μου;
»Ἐγὼ εἶμαι κόμβος σκότους κ' ἐσὺ εἶσαι φλογὸς σῶμα·
»Τῶν αἰώνων πατὴρ εἶσαι καὶ στιγμὴ εἶν' ἡ ζωή μου·
»Ἐσὺ 'ς τ' ἄπειρον γυρίζεις, 'ς ἑνὸς τάφου γυρνῶ στρῶμα·
»Σὰν ἐσένα, εἶχα ἔβγη, ὁδοιπόρος φλογισμένος·
»Πλὴν ἐσὺ ζωὴν χαρίζεις καὶ μαζώνεις εὐλογίας·
»Ἐγὼ ἦλθα μ' ἁμαρτίας καὶ ἀρὰς συνωδευμένος,
»Καὶ ἐῤῥόφησα τὸ αἷμα τῆς ἰδίας μου καρδίας.
»Σὰν ἐσένα συνοδίαν μαῦρα σύννεφα τραβοῦσα,
»Πλὴν ἐπάνω μου βροντοῦσαν καὶ κεραύνωναν ἐμένα·
»Ἡ ὁδοιπορία παύει, κι' ἐγὼ δύω σὰν ἐσένα,
»Ὅμως δύω εἰς τὰ σκότη, καθὼς εἰς τὰ σκότη ζοῦσα.
»Ἐσεῖς ὄντ' ἀγαπητά μου, ἂν ὑπάρχετ' ἐσεῖς ὄντα,
»Ἂν 'ς τὸν τάφον δὲν κοιμᾶσθε μὲ τὸ σῶμα ποῦ κοιμᾶται,
»Φωτὸς ἄγγελοι ἂν εἶσθε καὶ 'ς τὸ φῶς ἂν ἐντρυφᾶτε,
»Μὴ ξεχνᾶτ' ἐκεῖ ποῦ εἶσθε ἕνα φίλον σας ἀπόντα.
»Εἶμαι δένδρον, ποῦ τὰ φύλλα τριγυρίζουν τὰ ξηρά του·
»Λύγισαν τὰ γόνατά μου τῶν βασάνων μου οἱ χρόνοι·
»Ἀπ' τὰ πάθ' ἡ κεφαλή μου ἔκλινε 'ς τὸ χῶμα κάτου·
»Ἄσπρα εἶναι τὰ μαλλιά μου ὡς τῆς Λιάκουρας τὸ χιόνι·
»Προσευχ' εἶν' ἡ ὕπαρξίς μου, δάκρυα εἶν' ἡ ζωή μου·
»Μὲ τοὺς ἀναστεναγμούς μου ἡ ἡμέρα μου μετριέται·
»Μὲ ἀπέῤῥιψ' ὁ θεός μου ὡς τὸ χόρτον τῆς ἐρήμου·
»Εἶμαι ἄξιος νὰ ἔλθω νὰ σᾶς ξαναεύρω; πέτε.
»Ἀγαποῦσα τοὺς ἀνθρώπους μὲ αἰσθήματα γενναῖα·
»Καὶ τὴν ἀρετὴν τιμοῦσα, πλὴν 'ς τὰ ὕψη τ' ἄφθαστά της·
»Ἡ καρδιά μου καλὴ ἦταν, πλὴν ὁρμητικὴ καὶ νέα·
»Πλὴν ἁμάρτανα, πλὴν ἤπια τὸ ποτήρι τῆς ἀπάτης·
»Ὡς τὸν ἔρημον τὸν ξένον, ὁποῦ εἰς σκοπέλου ἄκρη,
»Τὴν πατρίδα του 'ς τὰ βάθη τοῦ ὁρίζοντος κυττάζει,
»Καὶ 'ς τὸ κύμα ποῦ τὸν ζώνει στάζει τὸ πικρό του διάκρυ,
»Οὕτω ζῶ, κ' οὕτω 'ς τὸν τάφον τὸ πικρό μου δάκρυ στάζει.»
Εἶχε φέξει· χρυσῆ ἦτον ὅλ' ἡ πεδιὰς τοῦ ἄμμου·
Τὰ τραγούδια των τὰ ἀηδόνια μέσα 'ς τὰ ἄνθ' εἶχαν ἀρχίσει,
Καὶ 'ς τὴν γῆν χαρὰν ἡ λάμψις καὶ ἐλπίδα εἶχε χύσει.
Πέρασα - καὶ πρὶν περάσω σφούγγισα τὰ δάκρυά μου.

Θ.

Καὶ πάλιν ξαναπέρασα σὰν πέρασ' ἕνας χρόνος…
Ἑνὸς κελλιοῦ ἐρείπια ὁ ὁδοιπόρος βρίσκει,
Καὶ παρεκεῖ ὑψώνονται τρεῖς πράσινοι λοφίσκοι.
Σ' ἑνὸς τὴν μέση φύτρωσε ἀγρίου βάτου κλῶνος,
Κι' ἐκτείνονται 'ς τοὺς ἄλλους δυὼ οἱ φιλικοί του ἴσκιοι·
Βράδ' ἦτον· ἀνατρίχιασμα μὲ ἦλθε λεπτοῦ τρόμου·
Ἦτον φεγγάρι· σὰν νεκρὴ ἡ φύσις σιωποῦσε·
Μόνον τοῦ βάτου τὸ κλαδὶ ὁ ἄνεμος φυσοῦσε.
Ἀπὸ κοντά του πέρασα κι' ἔκαμα τὸν σταυρό μου.

ΤΕΛΟΣ.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.

 

Σελ. 321 στίχ. 9. [=Α΄, στίχ. 9]

Ἢ ἴσως εἶναι μιὰ Οὐρὶ τῶν παραδείσων κόρη,

«Βλέπω τὴν μαυρομμάταν κόρην τοῦ παραδείσου…» ἀρχίζει ἓν Τουρκικόν ᾆσμα. Αἱ Οὐρὶ, ἀγγελόμορφοι νύμφαι, θέλουν δεχθῆ εἰς τὸν παράδεισον μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας, τοὺς στρατιώτας, ὅσοι μ' ἀνδρείαν ἐπολέμησαν, καὶ ἐνδόξως ἀπέθανον. Ἡ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ ἀνέτρεφε κατακτητὰς, καθώς ἡ χριστιανικὴ ἀνατρέφει ἐναρέτους κοινωνικοὺς ἀνθρώπους. Ἡ μεταῤῥύθμισις τῶν ἠθῶν καὶ τῆς πολιτείας τῶν Τούρκων, χωρὶς τῆς ἀνατροπῆς τῆς θρῃσκείας των, εἶναι χείμαιρα.

 

Σελ. 337 Στίχ. 18 [=Στ΄, στίχ. 170]

Τώρα περνᾷ τὸ Αλισράτ.

Τῶν Τούρκων τὸν Πυριφλεγέθοντα ζευγνύει γέφυρα Ἀλσιρὰτ καλουμένη καὶ ὁδηγοῦσα πρὸς τὸν Παράδεισον, ὅπου αἱ Οὐρί καὶ βουνὰ πιλαφίου προσμένουν τοὺς εὐσεβεῖς. Τὸ πλάτος της εἶναι ἴσον μὲ ἀράχνης κλωστήν. Ὅταν μετὰ τὴν νεκρανάστασιν ἔλθῃ λόγος περὶ τῆς διαβάσεως τοῦ Ἀλσιράτ, ἡ ἐπιδεξιότης εἰς τὴν σχοινοβασίαν, τέχνην, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ Τοῦρκοι πολὺ γυμνάζονται, δὲν θέλει τοῖς ὠφελήσει διόλου. Ὁ ἐνάρετος θέλει διέλθει καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς θέλει σφαλῇ καὶ κατακρημνισθῇ. Διὰ τοὺς δυστυχεῖς χριστιανοὺς καὶ διὰ τοὺς Ἑβραίους ὑπάρχει ἄλλη γέφυρα ὑπὸ κάτω τῆς πρώτης, καὶ πολὺ στενωτέρα ἐκείνης.