ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Βώκος, Γεράσιμος

Πεντέλη (απόσπασμα)

ΠΕΝΤΕΛΗ

Τὴν ἴδια ἐκείνη ἡμέρα ἅμα ἐφύγαμε ἀπὸ τὸν ἔνδοξο τόπο καὶ ἐρρίξαμε τελευταία ματιὰ στὸν τύμβο τῶν Μαραθωνομάχων −ὑπάρχει ὡσὰν μουσικὴ ἀνέκφραστη μὲ λόγια − ἐπήραμε ἕνα δρόμο στὰ πλάγια τοῦ βουνοῦ. Θυμᾶμαι ἀκριβῶς πῶς ἐκτὸς ἀπὸ μᾶς τοὺς δυὸ δὲν ὑπῆρχε κανένας ἄλλος διαβάτης γιὰ ἀρκετὸ διάστημα. Ὁ ὁδηγὸς τῶν μουλαριῶν, ποῦ μᾶς ἔφερναν, μᾶς ἀπεχαιρέτησε σὲ λίγο παίρνοντας τὰ γενναῖα ζῶα του. Βρεθήκαμε τότε στὴν ἄγρια κάτοψι τοῦ βουνοῦ, στοὺς γκρεμνούς του, τοὺς ἀνήφορους καὶ τὰ χαλάσματα, ὅλα ἀπὸ μαρμάρινους βράχους. Ἀνάμεσα μιὰ ἄγρια βλάστησις ἔδειχνε τὴν ἐμορφιά της στὴν ἄπειρη συμφωνία τῶν χρωμάτων της.

Προχωρήσαμε κἄμποσο διάστημα ἔτσι σ' αὐτὴ τὴν πανέμορφη ἐρημία. Ἡ ἀνάμνησις τῶν περασμένων καιρῶν ἀφ' ὅ,τι εἴχαμε ἰδῆ ἦταν ἀκόμη στὸ νοῦ μας. Μᾶς εἶχε ἀφήσει τόση ἐντύπωσι τὸ δοξασμένο χωριὸ μὲ τὸ χείμαρρο του ποῦ ἐθροοῦσε κάτω ἀπὸ τὴς λεῦκες καὶ τὰ πλατάνια, ἀλλὰ περισσότερο μᾶς κρατοῦσε τὴ σκέψι τὸ πανοραματικὸ κίνημα τῆς φαντασίας μας τῶν ὀλίγων ἡρώων ποῦ ἐκτύπησαν τυράννους καὶ κατακτητάς.

Ἔπειτα ἡ νέα τοποθεσία μᾶς συνεπῆρε ὁλόκληρους. Ὁ σύντροφός μου πλησιέστερα στὴν εὐτυχία αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἔλεγε ὅλη τὴ δυσφορία του μὲ τὴν ἰδέα πῶς σὲ λίγο θὰ παρεδίδετο καὶ πάλιν στὴν καταθλιπτική, στὴν ἀπελπισμένη ζωὴ τῆς πόλεως. Μοῦ ἔλεγε ἀκατάπαυστα γι' αὐτὴ τὴν εὐτυχία ποῦ εἴχαμε μπροστά μας. Γιατὶ γι' αὐτὸν μεγαλείτερη ἄλλη χαρὰ δὲν ξέρω ἂν ὑπῆρξε στὴ ζωή του ἀπὸ τὴν ἀδέσμευτη κίνησι στὸ ὕπαιθρο, ἀπὸ τὸν αἰώνιο δρόμο, ἀπὸ τὴν πρωτόγονη γνωριμία του μὲ τὴ φύσι. Πιὸ βάρβαρος ἐγὼ δὲν τὸν ἀκολουθοῦσα μόνον στοὺς θαυμασμούς του, ἀλλ' ἴσως τὸν ὑπερέβαλα. Ἐνόμιζα πῶς εἶχα ἀνακαλύψει ἕνα νέο κόσμο. Γιὰ μιὰ στιγμὴ θὰ ἤθελα νὰ μὴν ἦταν ποτὲ ἡ ἐπιστροφή, ἀλλὰ νὰ φεύγω πάντα ἔτσι πολὺ μακρυὰ σὰν εἰδυλλιακὸς πεζοπόρος τῶν Γραφῶν, ἢ ὅπως λένε σήμερα οἱ προσεκτικοὶ ἄνθρωποι σὰν ἀλήτης καὶ σᾶς τυχοδιώκτης.

Μ' ἐκεῖνο τὸ βαρβαρικό, τὸ πρωτόγονο καὶ σκληρὸ αἴσθημά μου, θαρρῶ πῶς ἡ φύσις ποῦ ἀναστενόταν γύρω μὲ τὰ βάλσαμα τοῦ Ἔαρος, μὲ προσκαλοῦσε μὲ ἀνέκφραστη ὁρμή. Ἔτσι ἐκύτταζα πάντα στὸ διάστημα, στὴ γύρω περιοχὴ μὲ ἀπληστία καὶ κατάπληξι. Πιστεύω πῶς εἶνε τὰ μόνα ἀνεξάντλητα θεάματα αὐτὰ ποὺ χαρίζει ὁ καλὸς Θεός, τοῦ ἥλιου τὸ φῶς ποῦ ἐχυνότανε ἐκείνη τὴν ὥρα σὰν ὁλόχρυσο μέσ' τὴ χαράδρα, ἡ σκιὲς ποῦ ἔπαιζαν μαζή του, γύρω τὰ χαμολούλουδα στὰ φανταχτερά τους χρώματα, παραπάνω τὸ χρυσίζον μάρμαρο, τὰ σκοῖνα, ἡ κουμαριές, τὰ πεῦκα, τὰ ψηλὰ δέντρα ποῦ σὲ κἄτι ξαφνικὰ λεῖα ἐπίπεδα ἔδειχναν τὰ ἐλαφρά τους σχήματα, ἀκόμη ἡ πεταλοῦδες ποῦ περνούσανε ἀπὸ λουλοῦδι σὲ λουλοῦδι καὶ πέρα τὸ ἀτελείωτο κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ ποῦ ἔλεγε τὸ ἀτελείωτο πέραν τῆς ζωῆς. Ἡ χαρά μου δὲν μποροῦσε νὰ μερισθῇ τότε οὔτε στὴν ἀνάμνησι τῆς πιὸ στοργικῆς γιὰ μένα ὑπάρξεως ποῦ δὲν ἠξεύρω πῶς μοῦ ἦλθε στὸ νοὺ ἀπὸ τὸ κύτταγμα ἑνὸς ἀγριολουλουδιοῦ ποῦ τόσο ἀγαποῦσε. Μιὰ ἐκφραστικὴ ἠρεμία ἔδινε ἕνα παράξενο νέο ἐγωϊσμό, σ' αὐτὸ τὸ αἰφνίδιο ὕψος τοῦ ἑαυτοῦ μου, στὴν ἰδέα τῶν μεγάλων ἐκτάσεων, στὸ φανέρωμα τοῦ ἀμέριμνου δρόμου. Καὶ πάντα ἐζητούσαμε ν' ἀνεβαίνουμε ὑψηλότερα καὶ νὰ φεύγουμε μακρύτερα.

Ὁ σύντροφός μου ἐνθυμεῖτο τὰς πληκτικὰς ἀντιθέσεις τοῦ τί ὑπήρξαμεν χθὲς καὶ τοῦ τί θὰ εἴμεθα πάλιν μετ' ὀλίγον, τὰς ἐπιδεκτικὰς κινήσεις τῆς ζωῆς καὶ τοὺς μικροὺς σκοπούς της, τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὴ φιλοδοξία, τὴ μεγαλοποίησι τῆς ἀνθρωπίνης ἀξίας, τὸν ἀγῶνα εἰς τὴν ἐκζήτησι τοῦ χρυσοῦ, τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἐφήμερη δόξα, τὸ ἀδίκημα καὶ γιατί ὄχι καὶ τὰ ἀτελεύτητα ἐγκλήματα κατὰ τῶν ἀδυνάτων καὶ τῶν ἀθώων.

Καὶ ἐγὼ −τώρα τὸ νοιώθω καλλίτερα − ὄχι ἐλεύθερος ἀπὸ ὅλα αὐτά, μὲ ἐφήμερα ἰδανικά, μὲ τὰς ματαίας ἐλπίδας εἰς τὴν καρδιά μου καὶ τοὺς δισταγμοὺς εἰς τὸν νοῦν, μὲ ἐνστικτώδεις τάσεις πρὸς κἄποιαις ἀδικίαις, μὲ ἐλάττωσιν τοῦ ἱεροῦ αἰσθήματος τῆς ἀγάπης, δὲν ἠξεύρω πῶς ἠμποροῦσα νὰ αἰσθάνομαι εὐλαβητικὰ αὐτὴν τὴν θείαν χάριν. Ὄχι, τώρα σᾶς βλέπω καλλίτερα, παρήγορα καταφύγια, καὶ σᾶς λαχταρῶ στὴ μουσικὴ τῶν ἀναμνήσεών μου. Μὰ ἴσως γι' αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ἀποδώσω ὅπως ἤθελα.

Ἡ ἴδια μου ἡ ψυχὴ προσθέτει ἄθελά μου. Τολμᾷ νὰ ἀπασχολῇ τὸ κύτταγμα στὴν ἄγρια αὐτή, ἀλλὰ τόσο ἁρμονικὴ φύσι. Φέρνει τοὺς ἀνθρώπινους παροξυσμοὺς ἐκεῖ ποῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλη θέσι παρὰ σὲ ἐξαφάνισι καὶ λήθη τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ σὲ ἐκστατικὸ ὕμνο προσευχῆς.

Ὕστερα ἀπὸ δρόμο μιᾶς ὥρας βρεθήκαμε σ' ἕνα ὕψωμά ποῦ ἄλλαζε τὴν ὅλη σκηνογραφία. Τὸ βουνὸ ἀπομακρυνότανε ἀριστερᾷ μὲ τὴ φανταστικὴ χάρι τῆς λεπτῆς γραμμῆς ποῦ τὸ βλέπουμε μακρυά. Ἡ τριγωνική του κορυφὴ θίγει τὰ κυανόχροα κρύσταλλα τοῦ οὐρανοῦ. Τὰ λευκὰ μαρμάρινά του στήθη ἀστράφτουν στοῦ ἥλιου τὸ φῶς καὶ τὰ δασωμένα του ἄκρα δείχνουν πέρα τὴ λευκὴ ὀπτασία τῶν ἀγροτικῶν συνοικισμῶν. Σὲ λίγο φθάνουμε στὸν πρῶτο, σ' ἕνα ταπεινὸ χωριὸ ποῦ φαίνεται φτωχὸ καὶ δύστυχο. Ἔτσι ἀνέλπιστα ἀπὸ τὸ ὡραῖο ὄνειρο πέφτουμε στὴν ἀνθρώπινη δυστυχία. Στὸν ὀλιγόωρο σταθμὸ ποῦ ἐκάναμε εἴδαμε τὴς γυναῖκες νὰ κάθωνται ἔξω ἀπὸ ἕνα χαμόσπιτο ὅλαις μαζῆ. Σὰν νὰ ἔλεγαν λυπηροὺς ρεμβασμούς, καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ ξεκουρασμοῦ των μᾶς φάνηκε θλιβερή. Ἐκεῖ σιμὰ σ' ἕνα μαγαζὶ ἀκούονταν βακχικὰ τραγούδια τῶν χωρικῶν. Μαζῆ τους γλεντοῦν καὶ ἐργάται ξένοι, ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς γραμμῆς. Δὲν ξέρω πῶς ὁ ἐργατικὸς αὐτὸς σταθμὸς μοῦ φαίνεται σὰν κόλασις, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνδρες ποῦ ἔφυγαν ἀπὸ τὴς πατρίδαις των τόσω μακρυὰ γιὰ λίγο ψωμί, σὰν σκλάβοι ποῦ ἐνεργοῦν ὑπὸ ἀλλότριον πρόσταγμα νὰ πλάσουν τὰ ἔργα τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῶν ὀλίγων. Ἀλλὰ ποιὸς ξέρει! Αὐτοὶ ποῦ χτίζουν ἔτσι, αὐτοὶ καὶ θὰ γκρεμίσουν μιὰ μέρα.

Θεαταὶ κόσμου ποῦ μᾶς συγκινεῖ, φεύγουμε δοσμένοι στὸ ὄνειρο τοῦ θαυμασμοῦ μας. Τώρα ὁ κάμπος πέρα μακρυὰ μᾶς τὸ λέγει ὡραιότερα. Εἶνε ἡ Ἀττική, ἡ χώρα ποῦ δὲν ἔχει τὴν ὅμοιά της στὴν διαφάνεια τοῦ αἰθέρος καὶ εἰς τὴν χάριν καὶ τὴν λεπτότητα τῶν γραμμῶν. Ἀρχίζει νὰ βραδυάζῃ. Ὁ ἥλιος δύει πέρα σὲ κόκκινες λάμψεις, σὲ ρόδινες ἀναλαμπές. Φαίνονται ὁ Λυκαβητὸς καὶ ἡ Ἀκρόπολις. Ἡ πόλις κάτω χάνεται στὴς πρῶτες σκιὲς τῆς νύχτας. Κάπου κάπου τὰ φῶτα ἀρχίζουν νὰ λάμπουν σὰν διαμάντια. Ἡ Ἀκρόπολις γράφει στὸν ὁρίζοντα ἀνάμεσα σ' ἕνα ἁπαλὸ κόκκινο φῶς τοὺς στοχασμοὺς τῶν ὡραίων κόσμων ποῦ πέρασαν.

Ἐπιστρέφομεν, φθάνομεν. Δὲν γνωρίζω ποῖαι εἶνε αἱ ἔνδοξοι ἐπιστροφαί, ἐὰν πρέπει νὰ ἐπιστρέφῃ κἀνεὶς νικητὴς ἀπὸ μάχην ἢ νὰ φέρνει κομμάτια χρυσοῦ ἀπὸ τὸν ὀχληρό, τὸν αἱματηρὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπόκτησί του. Δὲν ξέρω ποιὰ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ πότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀλαλάζῃ ἀπὸ ὑπερηφάνειαν. Φαντάζομαι τὴν ἱκανοποίησι τῆς δόξης, τὴν ὥρα ποῦ ὁ στέφανος τῆς δάφνης στέφει τὰ μέτωπα τῶν κατακτητῶν σὲ κάθε τὶ ποῦ ἐπεκράτησε καὶ θεωρεῖται σπουδαῖο, μεγάλο καὶ ἠρωϊκό. Ἀλλὰ ἡ ἐπιστροφὴ αὐτὴ ἦταν σὰν ἕνας θρίαμβος. Τὰ τρόπαιά της ἦταν σὰν μιὰ στενὴ γνωριμία μὲ τὴν γαλήνη τοῦ Θεοῦ στὴς σκέψεις καὶ τὰ ἔργα ποῦ ὑπαγορεύει τῆς ἀγάπης. Γιατὶ ἡ ἀληθιναὶς σκέψεις μας δὲν εἶνε βέβαια ἐκείναις ποῦ κάνουμε στὴν ὑπολογισμένη ὀρθοφροσύνη τῶν διαβημάτων μας, στὸν προδιαγεγραμμένο τρόπο τῶν διαπραγματεύσεών μας, στὴς τυπικὲς ἰδέες ποῦ ἐνεργοῦμε. Ἡ ἀληθιναὶς σκέψεις εἶνε ἐκείναις ποῦ μπορεῖ νὰ εἶνε ἀδιάφορες ἀπὸ κάθε τὶ ποῦ λέγεται πρόσκαιρο, ἐφήμερο. Τὸ κράτος των εἶνε τὸ μόνο ἀληθινὸ στὴν ἰδέα τῆς ἐλευθερίας, στὴν ἐπιστροφὴ στοὺς φυσικώτερους νόμους, ποῦ δίδουν τὴν πραγματικὴ ἀνθρώπινη εὐτυχία καὶ χαρά, γιατὶ ἡ μητέρα φύσις τοὺς νομοθετεῖ χωρὶς κανένα ὕποπτο ἀντάλλαγμα.

Ὅταν ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἐφθάσαμε εἰς τὴν πόλιν, τὸ ὄνειρο ἐχάθηκε στὴν πεζότητα τῆς ζωῆς της γιὰ νὰ γυρίσῃ πάλιν σὰν κάτι ποῦ ἔχει δικαίωμα ζωῆς εἰς τὰς ἀναμνήσεις μας…

(1911)