ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Βικέλας, Δημήτριος

Τα δυο αδέλφια (απόσπασμα)

ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ

Γ

Τὸ δωμάτιον εἰς τὸ ὁποῖον ἡ κυρία Σοφία μᾶς ὁδήγησεν, ἐκ πρώτης ὄψεως καὶ μεθ' ὅλην τὴν γενομένην ἐντὸς αὐτοῦ μεταβολήν, ἐφαίνετο νέας γυναικὸς κοιτών. Τὸ διατί δύσκολον νὰ τὸ διασαφήσω, ἀλλ' ἀμέσως ἐννοήσα ὅτι μᾶς παρεχωρήθη τὸ δωμάτιον τῆς θυγατρὸς τοῦ κυρίου Μελέτη. Ἐννοεῖται ὅτι δὲν ἐτόλμησα νὰ ἐκφράσω τὰς περὶ τούτου σκέψεις μου ἐνώπιον τοῦ πατρὸς καὶ τῆς νέας.

Ἑκατέρωθεν τοῦ παραθύρου, πρὸς μὲν τὰ δεξιὰ ἔκειτο κλίνη σιδηρὰ ἁπλουστάτη ἀλλ' ἀποπνέουσα παρθενικόν τι ἄρωμα, ἀριστερόθεν δὲ ὑπῆρχεν ἄλλη κλίνη, στηθείσα ἐκ τοῦ προχείρου εἰς τρίποδα. Ὅτι δὲ ἐστήθη ἐκεῖ χάριν τῆς περιστάσεως, ἐμαρτύρουν τὰ ὄπισθεν αὐτῆς ἴχνη τοῦ ἑρμαρίου, τὸ ὁποῖον ἐξώσθη τοῦ δωματίου διὰ νὰ τοποθετηθεῖ ἡ κλίνη.

«Πῶς θὰ μοιρασθεῖτε τὰς κλίνας;», εἶπε μειδιὼν ὁ γέρων, ἐνῶ ἡ ἀδελφή του ἔριπτε περὶ ἑαυτὴν τὸ βλέμμα διὰ νὰ ἴδει μὴ λείπει ἢ μὴ ἐλησμονήθη τι.

«Θὰ ρίψομεν κλῆρον», ἀπεκρίθην γελών. «Ἄλλως δὲ καὶ αἱ δύο φαίνονται ἐξαίρετοι καὶ δὲν θὰ μαλλώσομεν μὲ τὸν Νίκον».

Ἅμα ἐπρόφερα τὸ ὄνομα τοῦ ἐξαδέλφου μου, ἡ κυρία Σοφία ἐστράφη διὰ μιᾶς πρὸς αὐτόν.

Ὁ Νικός ἴστατο εἰς τὸ πλευρόν μου, ὁ δὲ λύχνος τὸν ὁποῖον ἐκράτουν τὸν ἐφώτιζε κατὰ πρόσωπον. Ἀφότου ἐφθάσαμεν, ἔμενεν εἰς τὴν σκιὰν πάντοτε. Τότε πρῶτον ἔβλεπε τὰ χαρακτηριστικά του ἡ κυρία Σοφία.

Ἡ ὄψις της ἠλλοιώθη ἅμα τὸν εἶδεν. Ἐφαίνετο ὡς ἐμβρόντητος. Ἡ ἔκφρασίς της ἦτο ἀληθὴς εἰκὼν τρόμου. Μὲ τὰς δύο χείρας τεταμένας πρὸς τὸν Νίκον, τὰ δάκτυλα διεσταλμένα, τὰ χείλη ἡμιανοικτά, ἄφωνος, ὠχρά, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀτενῶς προσηλωμένους εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Νίκου, ἐβάδισε κλονιζομένη πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ ἐκάθισεν, ἢ μᾶλλον κατέπεσεν ἐπὶ ἑνὸς καθίσματος.

Ἐτρόμαξα! Ὁ λύχνος παρ' ὀλίγον νὰ πέσει ἐκ τῆς χειρός μου.

Ὁ κύριος Μελέτης ἔδραμε πρὸς τὴν ἀδελφήν του καὶ ἥρπασε τὴν χείρα της.

«Τί ἔπαθες; Τί ἔχεις Σοφία;»

Δὲν ἀπεκρίθη ἐκείνη. Ἔμενεν ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ τρόμου. Ὁ κύριος Μελέτης ἀκολουθὼν τὴν διεύθυνσιν τοῦ βλέμματός της ἐστράφη πρὸς τὸν Νίκον, τὸν ὁποῖον τότε πρῶτον ἔβλεπε καὶ ἐκεῖνος εἰς τὸ φῶς.

Ἡ ὄψις τοῦ γέροντος δὲν ἐξέφρασε τὸν τρόμον ὡς ἡ τῆς ἀδελφῆς του, ἀλλὰ μετ' ἐκπλήξεως προφανοῦς παρετήρει καὶ οὗτος τὸν Νίκον.

Ἐστράφην τότε κι ἐγὼ πρὸς τὸν ἐξάδελφόν μου. Ὁ δυστυχὴς ἐφαίνετο ὡς ἄνθρωπος μὴ γνωρίζων τί νὰ ὑποθέσει, τί νὰ σκεφθεῖ, καὶ τί νὰ εἴπει. Τὰ ἐπ' αὐτοῦ στυλωμένα τριπλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν, ἐν μέσῳ τῆς νεκρικῆς ἐκείνης σιωπῆς, τὸν ἐτάραξαν, τὸν ἐφόβισαν καὶ ἐπιτέλους τὸν παρόργισαν.

«Δὲν μοῦ λέγετε», ἀνεφώνησε, «τί σημαίνει τοῦτο;».

Ἡ ἐκφώνησίς του ἐπέφερε σωτήριον ἀποτέλεσμα. Ἡ φωνή του διέλυσεν, οὕτως εἰπεῖν, τὰ μάγια, ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τῶν ὁποίων διετέλει ἡ ἀδελφὴ τοῦ κυρίου Μελέτη. Ἀνέπνευσε βαθέως στενάξασα, αἱ χεῖρες ἔπεσαν ἐπὶ τῶν γονάτων της, οἱ ὀφθαλμοί της ἐκλείσθησαν, τὸ αἶμα ἀνῆλθεν εἰς τὰς παρειάς της, ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο εἰσέτι νὰ προφέρει λέξιν.

Ὁ κύριος Μελέτης ἔλαβεν ἀντ' αὐτῆς τὸν λόγον:

«Συγχωρήσατε παρακαλῶ, κύριοι, τὴν ἀδελφήν μου κι ἐμὲ δι' αὐτὴν τὴν ἀπρεπὴ ἔνδειξιν τῆς ἐκπλήξεώς μας. Τὸ ἀληθὲς εἶναι ὅτι ὁ κύριος Μαιμὰς ὁμοιάζει τόσον ἕνα νέον, ὁ ὁποῖος … τὸν ὁποῖον πρὸ ἐτῶν πολλῶν δὲν εἴδομεν, ὥστε ἡ ἀδελφή μου… Σᾶς ἐντρέπομαι ἀληθῶς, κύριε Μαιμά… Σοφία, τί θὰ λέγουν οἱ κύριοι! Καληνύκτισέ τους».

Ἡ κυρία Σοφία ἠγέρθη, ἐπροσπάθησεν εἰς μάτην νὰ προφέρει καταληπτάς τινας λέξεις ἀπολογουμένη, μᾶς ἐκαληνύκτισε, χωρὶς ὅμως νὰ μᾶς δώσει τὴν χείρα, καὶ ἐξῆλθε τοῦ δωματίου.

Ὁ κύριος Μελέτης ἔμεινεν ὀλίγα εἰσέτι λεπτὰ μεθ' ἡμῶν, προσπαθὼν νὰ διασκεδάσει τὴν δυσάρεστον ἐντύπωσιν, τὴν ὁποίαν ἐπροξένησεν εἰς τὸν Νίκον ἡ ἔκστασις τῆς ἀδελφῆς του. Ἀλλά, μολονότι ὁ ἐξάδελφός μου ἀπεκρίνετο μὲ τὴν ἀπαιτουμένην εὐγένειαν, ὁ γέρων ἐννόησεν ὅτι τὸ καλύτερον ἦτο ν' ἀφήσει τὸ πράγμα νὰ παρέλθει καὶ νὰ λησμονηθεῖ ἀφ' ἑαυτοῦ, ὥστε, χωρὶς νὰ παρατείνει τὴν συνδιάλεξιν, μᾶς ηὐχήθη καλὸν ὕπνον καὶ μᾶς ἀφῆκε μόνους.

Ἐνῶ ἤνοιγεν ἐξερχόμενος τὴν θύραν τοῦ δωματίου, εἶδα ἔξω εἰς τὴν αἴθουσαν τὴν ἄκραν τοῦ φορέματος τῆς κυρίας Σοφίας. Ἐπερίμενε τὸν ἀδελφόν της. Ἔκλεισα τὴν θύραν μετὰ σπουδῆς. Ἐφοβήθην μὴ τὴν ἴδει καὶ ὁ Νίκος.

Διατί καὶ πόθεν ἡ τοιαύτη μου μέριμνα, κι ἐγὼ δὲν ἠξεύρω. Ἀλλ' ὁ Νίκος εἶχεν ἐπίσης ἴδει τὴν ἄκραν τῆς ἐσθῆτος καί, δραμὼν ἀκροποδητὶ πρὸς τὴν θύραν, ἔκυψε καὶ προσεκόλλησε τὸν ὀφθαλμόν του εἰς τὴν κλειθρίαν. Ἠγανάκτησα διὰ τὸ ἄτοπον τῆς πράξεως καὶ ἐπροσπάθησα νὰ τὸν ἀποσύρω ἐκεῖθεν, ἀλλ' ἦτο στερεὸς ὡς βράχος. Δὲν ἐτόλμων νὰ τὸν ἐπιπλήξω ὑψὼν τὴν φωνήν, διότι ἤκουα ἔξω τὸν ψιθυρισμὸν τῶν δύο ἀδελφῶν.

Τί ἔλεγον;

Τὸ ἐξομολογοῦμαι πρὸς αἶσχος μου: ἡ περιέργεια ὑπερέβαλε τὴν χρηστοήθειαν. Ἐπλησίασα κι ἐγὼ τὸ αὐτίον μου εἰς τὴν χαραμίδα τῆς θύρας.

«Νὰ μὴν τὸν ἰδεῖ ἡ Ἑλένη», ἐψιθύριζεν ἡ κυρία Σοφία. «Δι' ὄνομα Θεοῦ, νὰ μὴν τὸν ἰδεῖ! Θ' ἀποθάνει!».

«Σιωπή!», ἐψιθύρισεν ὁ κύριος Μελέτης.

«Ὁ ἴδιος, ἀπαράλλακτος! Ὡσὰν νὰ ἐβρυκολάκιασε!».

«Σιωπή!», ἐπανέλαβεν ὁ γέρων, καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀμφότεροι.

Ὁ Νίκος ἀνορθώθη. Ἦτο κατακόκκινος.

«Τὴν ἤκουσας», εἶπε. «Μ' ἐπῆρε διὰ βρυκόλακα!».

Καὶ ἀπεπειράθη νὰ γελάσει. Ἦτο ἄγριος ὁ βεβιασμένος ἐκεῖνος γέλως του.

«Ἡσύχασε, ἀδελφέ, δὲν εἶπε τοῦτο. Ἀλλά», ἐπρόσθεσα, «καὶ ἂν τὸ εἶπε, καλὰ ἔκαμε, διὰ νὰ μάθεις ἄλλην φορὰν νὰ γίνεσαι ὠτακουστής!».

Ὠτακουστὴς δὲν ἔγινε μόνος ὁ Νίκος, ἀλλά, καθὼς συνήθως συμβαίνει, ἀντὶ νὰ ἐπιπλήξω τὸν ἑαυτόν μου ἐπέριπτα εἰς ἐκεῖνον τὸ σφάλμα. Ὁπωσδήποτε, ἡ ὥρα δὲν ἦτο κατάλληλος διὰ μαθήματα ἠθικῆς. Τουλάχιστον ὁ Νίκος οὔτε ἀκρόασιν οὔτε ἀπόκρισιν ἔδωκεν εἰς τοὺς λόγους μου, ἀλλὰ μὲ τόνον φωνῆς μὴ ἐπιδεχόμενον συζήτησιν:

«Νὰ φύγομεν», εἶπε. «Νὰ φύγομεν ἀπ' ἐδῶ μίαν ὥραν ἀρχήτερα!».

«Καλά, Νίκο! Τώρα νὰ φύγομεν δὲν εἶναι δυνατόν. Ἂς περάσομεν τὴν νύκτα καὶ αὔριον βλέπομεν. Ἂς πλαγιάσομεν τώρα».

«Νὰ πλαγιάσομεν! Ποῦ ὕπνος».

Μετὰ κόπου καὶ μόχθου τὸν ἔπεισα, ὄχι νὰ κοιμηθεῖ, ἀλλὰ νὰ ἐκδυθεῖ καὶ νὰ ἐξαπλωθεῖ εἰς τὸ στρῶμα, διὰ νὰ δώσω δὲ τὸ καλὸν παράδειγμα, ἤρχισα νὰ ἐκδύομαι. Ἀνεφύη τότε νέον ζήτημα: Εἰς ποίαν κλίνην θὰ κοιμηθῶ ἐγώ. Ἤθελα νὰ λάβει ἐκεῖνος τὴν σιδηράν, διότι ἐφοβούμην μὴ αἱ σανίδες τῆς ἄλλης χορεύουσαι τὴν νύκτα ἐπάνω εἰς τὰ τρόποδά των δώσουν νέαν ἀφορμὴν ταραχῆς εἰς τὰ ἀρκούντως ἤδη ταραγμένα νεῦρα του. Ἀλλ' ὁ Νίκος δὲν ἐπείθετο. «Ἐγώ, ὁ εἰς ἀνάρρωσιν, ἔπρεπε νὰ λάβω κατοχὴν τῆς καλυτέρας κλίνης − καὶ τί θὰ ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου−, καὶ ἐπιτέλους χρεωστῶ νὰ τὸν ὑπακούω διότι ἦτο μεγαλύτερος». Ἐνέδωσα διὰ νὰ δοθεῖ πέρας εἰς τὴν συζήτησιν, ἀφοῦ ὅμως τὴν παρεξέτεινα ἐπίτηδες ἐπὶ ἀρκετὴν ὥραν, ἐπὶ σκοπῷ νὰ δώσω νέαν διεύθυνσιν εἰς τὰς σκέψεις του. Ἐνόμισα δὲ ὅτι τὸ κατόρθωσα ἰδὼν αὐτὸν ἐπιτέλους ἐκθηλυκώνοντα τὰ κομβία του, καὶ ἤρχισα νὰ ἐλπίζω ὅτι θὰ κοιμηθῶμεν.

Ἀλλ' ἀγνοῶ ὑπὸ τίνος σκέψεως κινούμενος, ὁ εὐλογημένος, διέκοψεν αἴφνης τὰς πρὸς κατάκλισιν προετοιμασίας καί, ἀφοῦ πρῶτον ἐκλείδωσε τὴν θύραν, ἐπεδόθη εἰς λεπτομερὴ ἐξέτασιν τοῦ δωματίου. Ἕως καὶ τὰς κρεμαμένας σινδόνας ἀνεσήκωσε διὰ νὰ ἴδει μὴ κρύπτεταί τι ὑπὸ τὰς κλίνας. Ἀφοῦ δὲ ἠρεύνησε τὰ ἐπὶ τοῦ πατώματος, ἤρχισε νὰ ἐξετάζει καὶ τὰ ἐπὶ τῶν τοίχων. Παρηκολούθουν τὰς κινήσεις του ἐν σιωπῇ, μειδιὼν λάθρα διὰ τὴν ἀνησυχίαν του.

Ὑπεράνω τῆς κλίνης του ἐκρέμαντο ἐπὶ τοῦ τοίχου τρεῖς εἰκόνες· ἐν τῷ μέσῳ ἡ Παναγία, ἑκατέρωθεν δὲ ὁ ἅγιος Νικόλαος καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Κάτωθεν τῶν εἰκόνων ἦτο καρφωμένον ἐπὶ τοῦ τοίχου, διὰ τεσσάρων καρφίων ὀρειχαλκίνων, ὕφασμα ἐπίμηκες κεντητόν. Ἐφαίνεται ὅτι ἐτοποθετήθη ἐκεῖ πρὸς τιμὴν τῶν εἰκόνων ὑπὸ γυναικείας φιλαρέσκου χειρός. Τὸ κέντημα δὲν εἶχε τι τὸ ἀξιοπερίεργον, ἀλλ' ὁ Νίκος τὸ περιειργάζετο μετὰ πολλῆς προσοχῆς. Κρατὼν διὰ τῆς ἀριστερᾶς του λύχνον, ἀνεσήκωνε διὰ τῆς δεξιᾶς τὴν μεταξὺ τῶν καρφίων πλευρὰν τοῦ ὑφάσματος βλέπων τὸ ὑπὸ τὸ κέντημα. Αἴφνης γονατίζει ἐπὶ τῆς κλίνης, πλησιάζει τὸν λύχνον εἰς τὸν τοῖχον καὶ κύπτει τὴν κεφαλὴν διὰ νὰ ἴδει καλύτερα. Ἔπειτα, χωρὶς νὰ προφέρει λέξιν, προσπαθεῖ διὰ τῶν δακτύλων ν' ἀποσπάσει τοῦ τοίχου τὸ ἐπὶ τῆς κάτω γωνίας καρφίον.

«Τί κάμνεις ἐκεῖ;», ἠρώτησα πλησιάζων.

Τὸ καρφίον δὲν ἀπεσπᾶτο εὐκόλως.

«Τί εἶναι αὐτά, Νίκο! Δὲν ἀρκεῖ ὅτι ὠτακουστοῦμεν, θ' ἀρχίσομεν τώρα καὶ ν' ἀνοίγομεν τοὺς τοίχους!».

Ὁ Νίκος δὲν ἀπεκρίθη, ἀλλ' ἐξηκολούθησε τὴν ἐργασίαν του. Τὸ καρφίον ἐνδίδον εἰς τὸν κλονισμὸν τῶν δακτύλων του ἐχαλαρώθη βαθμηδὸν καὶ ἐξήχθη ἀπὸ τὸν τοῖχον καὶ ἀπὸ τὸ κέντημα. Ὁ Νίκος γονατιστὸς ἐπὶ τῆς κλίνης, ἀνεσήκωσε μὲ τὴν μία χείρα τὸ ὕφασμα, φωτίζων διὰ τῆς ἄλλης τὰ ὑπ' αὐτό. Ὁ τοῖχος ἦτο ζωγραφισμένος.

Ὁμολογῶ ὅτι, ὑπὸ τὴν πρόσφατον ἔτι ἐντύπωσιν τοῦ τρόμου καὶ τῶν ψιθυρισμῶν τῆς κυρίας Σοφίας, καὶ τοῦ μυστηρίου, τοῦ προφανῶς ἀναγομένου εἰς τὴν ἄγνωστον νέαν, τῆς ὁποίας τὸν θάλαμον κατείχομεν − κατὰ τῆς σιωπῆς τῆς εὐρείας ἐκείνης ἀρχαίας οἰκίας −ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ λύχνου τρέμοντος εἰς τὴν χείρα τοῦ Νίκου−, ὁμολογῶ ὅτι δὲν ἔβλεπα μὲ ψυχρὰν ἀδιαφορίαν τὴν ἐπὶ τοῦ τοίχου εἰκόνα, τὴν ὁποίαν μετὰ δέους παρετήρη ὁ ἐξάδελφός μου.

Ἐντὸς περιθωρίου ἐκ σταυρῶν καὶ κρανίων μικρῶν, ἐναλλὰξ συνδεομένων ἐν εἴδει ἁλύσεως, ἡ ζωγραφία παρίστα κτίριον μικρόν, ὁποῖον τὰ ἐξοχικὰ παρεκκλήσιά μας. Ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον. Ἦτο τάφος. Ἐπὶ τῶν δύο φύλλων τῆς θύρας του, ὑπὸ δύο σταυρούς, ὑπῆρχε διπλὴ στήλη ἐπιτυμβίου ἐπιγραφῆς, ἀλλ' ὡς ἐκ τῶν μικρῶν διαστάσεων ὁ ζωγράφος, μὴ δυνηθεὶς νὰ χαράξει τὰς λέξεις, ἀπεμιμήθη ἁπλῶς τὴν παράστασιν τῶν ψηφίων. Ἑκατέρωθεν τῆν θύρας, ἐπὶ τῆς προσόψεως τοῦ μνημείου, ἦσαν ζωγραφισμένοι δύο μεγαλύτεροι σταυροί, ὐπὸ ἕκαστον δὲ τῶν σταυρῶν δύο ὀστὰ χιαστί −κάτωθεν τῶν ὀστῶν κρανίον−, καὶ ὑπὸ ἕκαστον κρανίον ἓν ψηφίον κεφαλαῖον, ἀριστερόθεν Μ καὶ δεξιόθεν Ν.

Ἡ εἰκὼν δὲν ἦτο ἔντεχνος. Εἶχε ζωγραφισθεῖ ἐπὶ τοῦ λείου ἐκεῖ τοίχου διὰ μελάνης, ὑπὸ χειρὸς ὄχι καθ' ὑπερβολὴν ἐμπείρου. Ἀλλ' ἡ ἀτέλεια αὐτὴ τῆς τέχνης ἐπηύξανε τὴν ἀγριότητα τοῦ ἀπεικονίσματος, ἰδίως περὶ τὴν παράστασιν τῶν δύο κρανίων. Τὰ ἄνισα ἀνοίγματα τῶν ὀφθαλμῶν εἶχον τι τὸ ὑπὲρ φύσιν ἀποτρόπαιον. Αἱ γυμναὶ σιαγόνες διεστέλλοντο εἰς τρόπον ὥστε τὰ ἄνευ χειλέων ἐκεῖνα στόματα ἐφαίνοντο γελῶντα σατανικὸν γέλωτα. Γύρω−γύρω δὲ τὰ μεταξὺ τῶν σταυρῶν μικρὰ κρανία ἔβλεπον καὶ ἐκεῖνα μὲ τοὺς κενούς των ὀφθαλμοὺς καὶ ἐγέλων μὲ τὰ ἄσαρκα στόματά των.

Ἡ εἰκὼν ἐνέπνεεν ἀληθῶς φρίκην!

Ὁ Νίκος δὲν ἠδύνατο ν' ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴν θέαν της. Ἀλλὰ κι ἐγὼ μετὰ δυσκολίας ἐκυρίευσα τὴν ταραχήν μου.

«Ἄφησε», εἶπα ἐπιτέλους. «Ἀρκετὰ ἐθαυμάσαμεν τὸ καλλιτέχνημα τοῦτο».

Καὶ ἀπέσυρα διὰ τῆς βίας ἀπὸ τὰ δάκτυλά του τὴν ἄκραν τοῦ ὑφάσματος, τὸ ὁποῖον κατέπεσε καὶ ἐκάλυψε τὴν φρικώδη ζωγραφίαν.

Ὁ Νίκος κατέβη ἀπὸ τὴν κλίνην καὶ ἐκάθισεν ἐπ' αὐτῆς. Ἦτο κάτωχρος. Ἔλαβα ἐκ τῆς χειρός του τὸν λύχνον καὶ τὸν κατέθεσα ἐπὶ τῆς τραπέζης. Ἤθελα νὰ εἴπω τι διὰ νὰ τὸν καθησυχάσω, ἀλλ' αἱ λέξεις δὲν ἀνήρχοντο εἰς τὰ χείλη μου. Ἔλαβα μηχανικῶς τὸ καρφίον, τὸ ὁποῖον εἶχε πέσει ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ ἐπροσπάθησα νὰ τὸ βάλω εἰς τὴν προτέραν θέσιν του. Ἡ ἐργασία αὕτη μὲ ἀπησχόλησεν ἐπί τινας στιγμάς.

«Ἰδού», εἶπα, «διορθώθη τὸ πράγμα καὶ δὲν θὰ ἐννοήσουν αὔριον ὅτι διεσκεδάσαμεν τὴν νύκτα ἀποκαλύπτοντες τὰ μυστικά των».

«Τί ἤθελες νὰ μὲ φέρεις εἰς αὐτὸ τὸ κατηραμένον μέρος!», ὑπέλαβεν ὁ Νίκος. «Ἀφότου ἐφθάσαμεν εἰς τὸν ἄγριον λιμένα του, προησθάνθην ὅτι κάτι κακὸν μᾶς περιμένει ἐδῶ. Νὰ φύγομεν!».

«Καλά, Νίκο! Εἴμεθα σύμφωνοι. Αὔριον ἀναχωροῦμεν».

«Αὔριον! Πῶς;».

«Θὰ εὕρομεν κάτω εἰς τὴν Σκάλαν κανὲν καΐκι. Δὲν ἐχάθη ὁ κόσμος».

«Καΐκι! Ἐλησμόνησες τὴν ὑπόσχεσίν σου πρὸς τὴν μητέρα σου;».

«Λοιπὸν πῶς νὰ γίνει;».

«Νὰ ζητήσομεν ἀλλοῦ φιλοξενίαν. Ἔχει καὶ ἄλλα χωρία εἰς τὴν νῆσον».

«Τοῦτο δὲν γίνεται, Νίκο. Θὰ εἶναι προσβολὴ μεγάλη διὰ τὸν κύριον Μελέτην. Ὁ ἄνθρωπος μᾶς ὑπεδέχθη μὲ τόσην καλοσύνην, τόσην προθυμίαν».

Ἐξηκολουθήσαμεν σχολιάζοντες ἐπὶ ὥραν πολλὴν τὸ πράγμα. Παρεδέχετο καὶ ὁ Νίκος τὸ ἄτοπον τοῦ νὰ προσβληθεῖ δωρεὰν ὁ κύριος Μελέτης, ἀλλ' ἐπ' οὐδενὶ λόγο ἐπείθετο νὰ μείνομεν μίαν ὁλόκληρον ἑβδομάδα εἰς τὴν οἰκίαν του. Εἰς τοῦτο δὲν ἀντέτεινα, διὰ λόγους τοὺς ὁποίους ἐθεώρησα περιττὸν νὰ διακοινώσω εἰς τὸν ἐξάδελφόν μου. Χωρὶς νὰ γνωρίζω τί μυστήριον κρύπτεται ὑπὸ τὴν στέγην τοῦ κυρίου Μελέτη, ἤμην ἀρκούντως πεπεισμένος, ἐξ ὅσων εἶδα καὶ ἤκουσα, ὅτι ἡ παρουσία μας δὲν ἦτο βεβαίως εὐάρεστος εἰς τὸν οἰκοδεσπότην καὶ εἰς τὴν ἀδελφήν του, καὶ ὅτι ἡ τοῦ Νίκου ἰδίως ἦτο ἐπικίνδυνος διὰ τὴν θυγατέρα τοῦ φιλοξενοῦντος ἡμᾶς. Ἔπρεπε ν' ἀναχωρήσομεν, ὄχι χάριν τῶν προλήψεων καὶ τῶν φόβων τοῦ ἐξαδέλφου μου, ἀλλὰ χάριν τῆς θυγατρὸς τοῦ κυρίου Μελέτη.

Ἀλλὰ πῶς ν' ἀναχωρήσομεν;

Μετὰ πολλὰ εὑρέθη ἡ ζητουμένη διέξοδος. Τὸ ἀτμόπλοιον διὰ τοῦ ὁποίου ἤλθομεν εἰς τὴν νῆσον ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ γῦρου του τὴν νύκτα τῆς μεθαύριον. Ἐπιβιβαζόμενοι εἰς αὐτὸ ἠθέλομεν, ναὶ μέν, ἐπανέλθει καὶ πάλιν εἰς τὴν νῆσον ἐκ τῆς ὁποίας σήμερον τὸ πρωὶ ἀνεχωρήσαμεν, ἀλλ' ἐκεῖθεν ἠδυνάμεθα τὴν προσεχὴ ἑβδομάδα νὰ ἐπαναλάβομεν τὴν περιοδείαν, κατὰ τὸ ἀρχικὸν δρομολόγιόν μας. Θ' ἀπορήσουν οἱ ἐκεῖ φίλοι διὰ τὴν ἀπροσδόκητον ἐπάνοδόν μας, ἀλλὰ τοῦτο ἀδιάφορον. Εὑρίσκομεν πρόφασίν τινα πρὸς ἐξήγησίν της, χωρὶς νὰ ἐκθέσομεν τὴν ὑπόληψιν τοῦ κυρίου Μελέτη ἢ τῆς οἰκίας του. «Τὸ οὐσιῶδες εἶναι», ἔλεγα πρὸς τὸν Νίκον, «ὅτι οὔτε βρυκόλακες ὑπάρχουν ἐκεῖ, οὔτε γυναῖκες νευρικαί, οὔτε σταυροὶ καὶ κρανία ἐπὶ τῶν τοίχων, καὶ ὅτι περιορίζεται οὕτως εἰς μόνην μίαν εἰσέτι νύκτα ἡ διαμονή μας ὑπὸ τὴν στέγην τοῦ κυρίου Μελέτη».

Ὁ Νίκος βλέπων ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν, νὰ γίνει ἀλλέως, παρεδέχθη τὸ σχέδιόν μου, διαμαρτυρόμενος ὅμως ὅτι δὲν μένει περισσότερον καὶ ὅτι, ἐὰν ἐγὼ μετανοήσω, ἐκεῖνος θ' ἀναχωρήσει ἐξάπαντος. Τοῦτο γνώριζα ὅτι ἦτο ἀπειλὴ πρὸς ἐκφόβισίν μου καὶ ὅτι ὑπὸ οὐδεμίαν περίστασιν δὲν θὰ μὲ ἀπεχωρίζετο, ἀλλὰ τὸν ἐβεβαίωσα, οὐχ ἦττον, ὅτι δὲν θὰ μετανοήσω καὶ ὅτι μεθαύριον θ' ἀναχωρήσομεν ἀφεύκτως.

«Τώρα λοιπὸν ἡσύχασε, Νίκο, καὶ κοιμήσου».

«Πῶς θέλεις νὰ κοιμηθῶ μὲ αὐτὰ τὰ κρανία ἀπ' ἐπάνω μου!».

«Ὅπως θέλεις, ἐγὼ ὅμως θὰ κοιμηθῶ».

Ἐξεδύθην καὶ ἔπεσα εἰς τὰ μαλακὰ στρώματα τῆς σιδηρᾶς κλίνης, ἐνῶ ὁ Νίκος ἐξηπλώθη μὲ τὰ ἐνδύματά του ἐπὶ τῆς κλίνης του, μὲ ἀπόφασιν νὰ μὴ σβήσει τὸν λύχνον καὶ νὰ περιμένει οὕτω τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου.