ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Πασαγιάννης, Σπήλιος

«Ζωή»

ΖΩΗ

1.

Ὁ ἥλιος ἀνοιξιάτικος ξανθὸς στὸν κόσμο λάμπει
Κι ὅλα τὰ πλάσματα τῆς γῆς τὰ γλυκαναγαλλιάζει.
Ἡ πλάση φύτρωσε γονοὺς καὶ βλάστωσε τὸ σπόρο
Καὶ κάμποι λόγκοι καὶ βουνά, κι ὅλα τὰ δεντροτόπια
Ἐχλώρισαν κι ἀνάδοσαν τὴν τρυφερή τους γέννα.
Πέρα καὶ πέρα τὰ δεντρὰ ξανάνειωσαν τὰ φύλλα,
Τὰ μαραμένα κλαρικὰ χορτάρια ξεπετάξαν.
Ὁλόδροσες οἱ χλωρασιὲς στοὺς λόγκους ἐφουντῶσαν,
Καὶ τὰ μπουμπούκια ξάνοιξαν καὶ ἐσκάσαν τὰ λουλούδια,
Κ' εὐωδιαστὰ μοσκοβολιὲς γιομίζουν τὸν ἀγέρα,
Καὶ φύτρα νέα βλαστερὴ στὴν πλάση πρασινίζει.
Κάθε ζωντάνεμα τερπνὰ νοιώθει τὴν ἀναγάλλια,
Ποὺ στὸ κορμὶ τὸ κέντρωμα τῆς ἄνοιξης σταλάζει
Καὶ λαχταρίζουν οἱ καρδιὲς κι ὁγραίνονται τὰ μάτια.
Τῆς παρθενιᾶς οἱ λογισμοὶ σ' ὀνείρατα πλανεύουν.
Τὰ ζᾶ ὀρχιοῦνται ἀμολυτὰ στοὺς κάμπους, στὰ λειβάδια,
Κι ὁρμοῦν τὰ βόϊδα, κυνηγοῦν τὶς μελισσὲς γελάδες
Μὲ μουγκριτὰ ἐρωτιάρικα, φρουμάσματα κι ἀρβάλες.
Οἱ βοσκοποῦλες στὶς ἐρμιές, στοὺς λόγκους ξαπλωμένες
Κυλιοῦνται μὲ ἀποκάρωμα καὶ γλυκαναγαλλιάζουν,
Καὶ λένε γιὰ τις ἐρωτιές, τὰ μάγια τῆς ἀγάπης.
Καὶ τὰ βοσκόπουλα γυρνοῦν, νὰ βροῦν τὶς βοσκοποῦλες,
Καὶ τὰ γλυκὰ τραγούδια τους μὲ τὶς φλογέρες παίζουν,
Κ' ἠχολογᾶνε κ' οἱ σκοποὶ πεντάγλυκοι στὰ πλάγια.
Πλέχουν καὶ τὰ πουλιὰ φωλιὲς καὶ κλώθουνε τ' αὐγά τους,
Νὰ ξεπετάξουν τ' ἄπλερα, κι ἄλλα φτεροκοπιοῦνται
Καὶ στὰ κλαριὰ πετοῦν μ' ὁρμὴ καὶ γλυκοτιτιβίζουν,
Καὶ σμίγουν ταίρια στὶς φωλιὲς τὰ γλυκαγαπημένα.
Τὰ πεταλούδια ἀπὸ γονοὶ νεφτῆρες ξεπετιοῦνται
Καὶ φτερακοῦν π' ἀνθὸ σ' ἀνθὸ καὶ τοὺς χυμοβυζαίνουν.
Τὰ μελισσάκια ὁλογυρνοῦν στοὺς ἀνθισμένους κάμπους
Κ' εὐωδιαστὰ παίρνουν θροφὴ καὶ πᾶν γιὰ τὰ κουβέλια.
Ἀρχίζουν οἱ φειδογεννιὲς στὰ ρείπια νὰ πληθαίνουν.
Τὰ γάργαρά της τὰ νερὰ κάθε βρυσοῦλα χύνει
Καὶ μὲ πεντάγλυκους ἠχοὺς ξατρέχουνε στὰ πλάγια.
Ἄλλα κρεμάμενα βροντοῦν κι ἀφροκοποῦν στὰ γκρέμα,
Κι ἄλλα τρεχούμενα κυλοῦν τερπνὰ καὶ μουρμουρίζουν
Κελαδιστὰ τραγουδιστά, καὶ τὰ ρυάκια τρέχουν,
Καὶ λὲς πὼς νοιώθουν τὴ ζωὴν ὁποὺ στὴν πλάστη ἁπλώνει,
Καὶ τραγουδοῦν τὰ κάλλη της καὶ τὸ ξανάνειωμά της,
Καὶ σμίγουν τὰ τραγούδια τους, τῆς ἄνοιξης τραγούδια,
Σ' ἕνα σκοπὸ ἀνιστόρητο, νεραϊδοταιριασμένο.
Γλυκὰ τὸν ἥλιο σμίγοντας νοιώθει λαχτάρα ἡ φύση,
Πάντα ποθῶντας τὶς ἐρμιὲς κ' ἐπιθυμιὲς διψῶντας,
Καὶ λαχταρίζει ὁλόγλυκα καὶ ζεῖ ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη
Μὲ τὶς ζωῆς τὶς ὀμορφιές, μ' ἀγάπη ἀναγαλλιάζει,
Καὶ μύριες χύνει εὐωδιὲς στὸν ἀναγαλλιασμό της.

Ζωή, πεντάμορφη ζωή, μὲ τὶς περίσσιες χάρες,
Ζωὴ μὲ τὰ γηλιόμορφα καὶ τ' ἄγνωρά σου κάλλη,
Χαρά στον ποὺ τὶς χάρηκε, χαρά στον καὶ ποὺ τά εἰδε!

2.

Βλησίδι ἀνάβρες τρέχοντας ἀφροκυλοῦν στὰ πλάγια,
Καὶ χύνονται στὰ ἀκρόλιμνα, στὰ σύδεντρα τῆς λίμνης.
Οἱ λεῦκες βεργολύγερες μὲ τοὺς γερτοὺς φτελιάδες,
Καὶ τὰ πλατάνια τὰ ἡσκιερά, τὰ νεροτόπια ἡσκιώνουν
Καὶ τὰ κλαριὰ πλέκουν θολιὲς κι ἀρίφνητα ἀνταμώνουν
Σ' ὁλόχλωρα σμιξήματα. Γύρωθε οἱ πρασινάδες
Κ' οἱ χλωρασιὲς οἱ φουντωτές, ἡ χλόη καὶ τὰ λουλούδια,
Σκορποῦν τὰ πλούσια μύρα τους μὲ τὸν ἀνασασμό τους.
Κι ὅταν φωτάει τὸ ὁλόγιομο φεγγάρι, μαγεμένο,
Τὰ καλοκαίρια τὰ ξανθὰ τῆς ἄνοιξις τὰ βράδια,
Κι ὅταν σιγὰ κι ἀνάλαφρο φυσάει δροσὸ τ' ἀγέρι
Καὶ τὰ νερὰ ζαροκυλοῦν καὶ γλυκομουρμουρίζουν,
Βγαίνουν νεράϊδες τῆς ἐρμιᾶς γύρω ἀφ' τοὺς καλαμιῶνες,
Καὶ πᾶν καὶ πλέχουν στὰ νερὰ κι ἀφροκοποῦν καὶ παίζουν,
Σὰ νύφες ἀπονύχτερες κι ἀγνωρογεννημένες.
Ἀστράφτουν οἱ ἀκρολιμνιές, κ' ἡ λίμνη ἀφροκοπάει,
Καὶ μὲς τὸ ροδοχάραμα, ποὺ ἡ λίμνη ὀνειρεμένη
Τὰ γάργαρά της τὰ νερὰ ξυπνάει κι ἀναγαλλιάζει
Στὸ δροσοφόρι τ' αὐγινὸ καὶ λὲς πὼς ἀνασαίνει,
Ἀπ' τὶς σγουρὲς ἀκρολιμνιὲς οἱ πάχνες τρεμοφεύγουν
Σὰν πέπλοι ἀραχνοΰφαντοι ποὺ τὰ νερὰ σκεπάζουν.
Ὁ κύκνος ὁ ἀφρόλευκος στὰ νούφαρα γυρμένος
Τὸ μαρμαρόγραμμο λαιμὸ μὲς τὶς δροσιὲς ραντίζει
Κι ἀργοσαλεύει τὰ νερά. Τ' ἀηδόνια κελαϊδοῦνε,
Καὶ γύρω γύρω στὶς ὀχτιές, οἱ λεύκες, τὰ πλατάνια
Σαλεύουν κι ἀναδεύουνε τὰ φύλλα, σὰ νὰ κραίνουν
Μὲ μουχρωμένο μίλημα καὶ ξαφνοξυπνημένο.
Ἀριώνουν κάπου στὴν ὀχτιὰ χαμόκλαδα, κ' ἐλάφι
Λαχανιαστὸ γύρω κοιτάει τρεμόφοβο τὸ δόλιο,
Κι ἀκοῦς τὸν ποδοτσάλαχο στὴ σιγαλιὰ ποῦ φεύγει.
Ὥς ποὺ κ' ἡμέρα ροδαλὴ στὸν κόσμο νὰ προβάλει,
Καὶ τὶς δροσιὲς τῆς χαραυγῆς ὁ ἥλιος νὰ σκορπίσει,
Κι ἀπάνου στὸ μεσήμερο ποὺ ἡ λίμνη ἀχνοβολάει
Γλαριάζουν τ' ἄσειστα νερὰ κι ἀσάλευτα ἡσυχάζουν,
Οἱ ψυχαλῆθρες ὑφαίνουνε τ' ἀράχνια τους στὰ δέντρα
Κ' ἡ σιγαλιὰ τὰ πέριορα βουβὰ καταφυγιάζει.
Οὔτε πουλὶ γλυκολαλάει, μήτε κ' οἱ ζάμπες σκούζουν.
Κίτρινες, ἄσπρες καὶ ξανθὲς πετοῦν οἱ πεταλοῦδες
Καὶ στὰ νερὰ διαφαίνονται σὰ διαβατάρικοι ἥσκιοι.
Καὶ τὰ μελίσσια μὲ βουητὸ φτεροκοποῦν στὰ πλάγια,
Καὶ στὰ λουλούδια κάθονται καὶ τὰ ξεπαρθενεύουν.

3.

Καθάριο κι ὁλογάληνο κυλιέται τὸ ποτάμι,
Καὶ μὲ τ' ἀργὸ κατέβασμα βογγάει ἡ νεροσυρμή του,
Καὶ τὸ νερομουρμούρισμα μὲς τὴν ἐρμιὰ ἀγροικιέται
Νεραϊδικὸ κι ἀσώπαστο τραγούδι μαγεμένο.
Τὰ ποταμήσια σύδεντρα σιγὰ καταβουΐζουν
Μὲ τ' ἀγεροφυσήματα καὶ μὲ τὰ δροσοφόρια·
Καὶ στὰ κλαδιὰ λαλοῦν πουλιά, καὶ τὶς νυχτιὲς τ' ἀηδόνια
Σκορπᾶνε τὸ παράπονο. Καὶ μὲς τὰ μεσημέρια
Συχνὰ ξεφεύγουν τὰ νερά, καὶ στ' ἄσπρα τὰ χαλίκια
Οἱ νεροφίδες λιάζονται κι ἀργόσειστες γλυστρᾶνε.
Τὰ λευκοτόπια σὰν ψυχὲς τὰ φύλλα ἀναφτεριάζουν,
Κ' οἱ πικροδάφνες κ' οἱ λυγιὲς μυροκοποῦν τ' ἀγέρι,
Ποῦ κατεβάζουν οἱ συρμὲς καὶ χύνουν οἱ κορφοῦλες.
Καὶ στὶς σγουρὲς μοσκοετιὲς καὶ στὰ νεροκαλάμια,
Κι ἀνάγυρα στὶς σφενταμιὲς καὶ στὶς πλατιὲς πλατάνες
Ἀρχίζει τὸν κελαδισμὸν ἡ ἄσπρη ἡ ποταμίδα.
Κι ἀπὸ τὸ στριγγλοπέρασμα ἁπλώνεται τραγούδι
Κάποιου διαβάτη καὶ βουβὸ στὴν ποταμιὰ χωνεύει.
Στὴ ράχη ἀπάνου ἀσπρολογοῦν ποὺ βόσκουν τὰ κοπάδια
Καὶ τὰ κουδούνια ἀχολογοῦν καὶ τὰ βελάσματά τους
Γλυκὰ γλυκὰ κι ὁλόβουβα παντόγυρα στὰ πλάγια.
Πέρα στὸν ἥσκιο τοῦ φτελιᾶ κάθεται ἡ βοσκοποῦλα,
Τ' ἀρνιὰ σταλίζουν στὴ δροσιά, στὴ χλόη κι ἀναχαράζουν,
Καὶ ἐκείνη πλέχει κάνιστρο καὶ λέει ψιλὸ τραγούδι,
Κι ὥρια τὰ γυροπόταμα τ' ἀντιλαλοῦν κ' οἱ ράχες.
Τὰ πεταλούδια ξεπετοῦν, π' ἀνθὸ σ' ἀνθὸ καθοῦνται,
Καὶ μὲ τὰ ἡλιοκαθίσματα τὰ ζουδολαμπινέρια
Βουΐζουν στὰ χαμόδεντρα καὶ στὰ ξερὰ λουλούδια.
Ἡ ποταμιὰ μυροκοπάει. Τ' ἀπόσπερο τ' ἀγέρι
Γύρω φυσάει καὶ γέρνουνε τὰ κλαρικά, καὶ ἐκεῖθε
Ἀπὸ τὸ πλατανόρεμα φωνὲς κι ἀχοὶ ξεβγαίνουν,
Ποὺ οἱ βοϊδολάτες βουκεντροῦν καὶ φέρνουν τὰ κοπάδια·
Καὶ τ' ἀποσπέρι ἐσούρπωσε. Ὁλογυρνοῦν στὰ σκότη,
Καὶ στὶς ροδάφνες φτερουγοῦν οἱ νερονυχτερίδες,
Κι ἀγγιάζουν στοὺς ἀζώγυρους τὰ ἀπούπουλα φτερούγια.
Κάποτε κάπου τσιριχτὰ λαλήματα αγροικιοῦνται,
Ποὺ τὰ πουλάκια ἀναζητοῦν, ἀφ' τὶς βοσκὲς γυρνῶντας,
Νὰ βροῦν καθένα τὴ φωλιά, τὴν κούρνια νὰ καλιάσει.
Κι ὅταν νυχτώσει ὁλόπυκνα σιγαλινεύει ἡ πλάση,
Καὶ τὸ ποτάμι ἀργοκυλάει κι ἀχοβουΐζει μόνο
Βαθιὰ στὸ ρέμα στὴν ἐρημιά, κι ὁ βόγγος του σκορπιέται
Γύρω στὶς ἀρτηράδες του καὶ τ' ἀποσύρματά του,
Φριχτὸς στὴ νυχτοσιγαλιὰ κι ἀγνωρογεννημένος.

4.

Γάργαρη ἀνάβρα ἀφροκυλάει τὰ ξάστερα νερά της
Καὶ τὸ νερομουρμούρισμα γλυκὰ τραγούδια λέει,
Μ' ἄλλους σκοποὺς τὴν ἄνοιξη κι ἄλλους τὰ καλοκαίρια.
Μὲς τὰ ρυάκια κελαϊδοῦν τὰ κρουσταλλόνερά της
Καὶ σμίγουν τὰ τραγούδια τους μὲ τ' ἀηδονιοῦ τὸ κλάμα,
Καὶ μὲ τὸ φυλλοσάλεμα τὸν ἦχο ποὺ πλανεύει
Μέσα στὴ νυχτοσιγαλιά, ὅταν κοιμᾶται ἡ πλάση.
Το ἐρωτιάρικο πουλὶ γλυκὰ παραπονιέται
Κι ὡς τὴν αὐγοῦλα κελαϊδεῖ ξυπνὸ τὴ σαστικιά του.
Γλυκοαυτιάζεται ἡ ψυχὴ στὸ βουητὸ τῆς λεύκας,
Στὰ νερομουρμουρίσματα, καὶ μὲς ἀφ' τὰ λαγκάδια
Τὸ δροσοφόρι ὅταν φυσάει σιγὰ στὰ χαμοκλάδια.
Καὶ στὰ ροδοχαράματα, στ' ἀηδονοχαραμέρι,
Κάθε πουλάκι στὴ φωλιὰ ξυπνῶντας ἀρχινάει
Σιγὸ κι ἀνάλαφρο σκοπὸ νὰ γλυκοκελαδάει,
Καὶ στὰ νερὰ νὰ φτερουγάει καὶ νὰ δροσολογιέται.
Ἡ πετροπέρδικα ψηλὰ στ' ἀγριώματα ξυπνῶντας
Γιὰ τὴν αὐγοῦλα τραγουδάει, καὶ μὲ τὸν πέρδικά της
Πετοῦν σὲ γάργαρα νερὰ καὶ λούζουν τὰ φτερά τους
Καὶ τοὺς λαιμοὺς τοὺς πετρωτοὺς μ' ἀγάπη δροσοραίνουν.
Πέρα ἀπὸ τὸ στανότοπο βοσκοῦλα ροβολάει
Γιὰ τὴν ἀνάβρα, νὰ λουστεῖ καὶ ποθοτραγουδῶντας
Ξυπνάει τὰ πλάγια, τὶς ἐρμιὲς μὲ ὁλόγλαρο ἀχολόγι,
Καλῶντας τὸ βοσκόπουλο, τὸν ὕπνο του νὰ διώξει,
Νὰ πάει στὴ βρύση νὰ λουστοῦν, νὰ δροσοβολιστοῦνε,
Καὶ σὰν τ' ἀγριοπερίστερα νὰ τσιμποφιληθοῦνε
Κάτου σὲ λεῦκα φουντωτὴ καὶ στὶς πυκνὲς δαφνοῦλες.

Ὅταν σουρπώνει τὶς στερνὲς βαφὲς ὁ ἥλιος στέλνει
Καὶ ροδοβάφουν τὰ νερὰ. Τὸ ἀπόσπερο ἀεράκι
Ἀργοσαλεύει τὰ κλαδιὰ κι ἀνακυλάει τὰ φύλλα.
Δροσίζουν γύρα κ' οἱ πλαγιὲς καὶ τὰ πουλιὰ γυρνοῦνε
Ἀπ' τὶς βοσκὲς καὶ μὲ γλυκὰ λαλήματα φωλιάζουν.
Γύρω ἀπ' τὰ λόγκα ροβολοῦν βοσκοὶ μὲ τὰ κοπάδια,
Γιδοβοσκοῦλες ὄμορφες, βοσκοῦλες ἐρωτιάρες,
Κ' οἱ βοϊδολάτες γιὰ νὰ πιοῦν καὶ γιὰ νὰ δροσιστοῦνε
Καὶ νὰ ποτίσουν καὶ τὰ ζά. Κι ἀχολογοῦν κουδούνια,
Κι ἀναταράζεται ἡ ἐρμιὰ 'πὸ τὰ γλυκὰ τραγούδια.
Κι ὅταν ποτίσουν οἱ βοσκοὶ καὶ πᾶν στὰ στανοτόπια,
Γύρω ἡ ἐρμιὰ ξαπλώνεται. Τὸ μοναχὸ τ' ἀηδόνι
Μὲ τὸ νερομουρμούρισμα ταιριάζει τὸ τραγοῦδι.
Κάπου φλογέρα ἀκούγεται, κάπου σκυλιὰ λαχτίζουν,
Κι ἀντίπερα ἀπὸ τὰ μαντριὰ στερνὸ τραγοῦδι λέει,
Κομμένο καὶ νανουριστό, βοσκοῦλα ἡ πικραμένη,
Κι ἁπλώνεται στὸ ἀπόσπερο καὶ τὴν ἐρμιὰ μαγεύει·
Γύρω τὰ λεῦκα, οἱ πλάτανοι, τὸ λέν, καὶ τ' ἀριοκλάδια
Τὸ ξαναλένε σιγαλά· τὸ λέει κ' ἡ νερομάνα
Καὶ ἡ ρεματιὰ τὸ μυριολέει, καὶ στὰ πλατιὰ φτερά του
Γλυκὰ γλυκὰ κι ὁλόβουβα ὁ ἀγέρας τὸ ξαπλώνει.

5.

Ὅταν ἀνοίγουν τὰ κλαριὰ καὶ σκάζουν τὰ μπουμπούκια
Καὶ ἀπὸ τοὺς κάμπους, τὰ βουνά, τὶς λαγκαδιές, τὰ δάσα
Οἱ ὀμορφιὲς τῆς ἄνοιξης ξεχύνονται στὸν κόσμο,
Καὶ ἡ πλάση μῦρα πνέοντας εὐωδιαστὴ ἀνασαίνει,
Στοὺς χλωροὺς λόγκους γέρνουνε, στὰ κλαρικά, στὰ φύλλα,
Καὶ μὲ χαρὲς οἱ κοπελλιές, οἱ ὄμορφες βοσκοῦλες,
Παίζουν παιγνίδια μάργιολα καὶ λὲν τρελλὰ τραγούδια.
Κι ἄλλη γιὰ προῖκες ἱστοράει, γιὰ στόλους ἄλλη λέει
Καὶ γιὰ τὰ ξόμπλια τὰ καλά, τὶς πλουμιστὲς ποδιές της,
Κι ἄλλη ποὺ ξέρει μολογάει γιὰ τὶς κρυφὲς ἀγάπες
Καὶ τὰ νυχτανταμώματα μιᾶς λυγερῆς στοὺς λόγκους,
Καὶ γιὰ τοὺς νειοὺς τοὺς ὄμορφους καὶ γιὰ τραγουδιστάδες,
Ὁπ' ἀγαπᾶνε οἱ κοπελλιές, καὶ γιὰ τὶς χάρες πὄχουν.
Καὶ μιὰ ὀμορφοῦλα καστανὴ καὶ μιὰ περδικοστήθα
Μιὰν ἄλλη μὲ σγουρὰ μαλλιὰ στὰ στήθια γαργαλίζει,
Κι ὅλο κυλιοῦνται στὶς δροσιές, στὴ χλόη καὶ στὰ κλωνάρια.
Ἄλλη μιλάει γιὰ τὰ μαλλιὰ τῆς ἄλλης, τὶς πλεξοῦδες,
Πῶς εἶναι σὰ δεντρογαλιὲς καὶ μαῦρες κορακάτες,
Καὶ λέει πὼς μὲ τὸ γήτεμα τἀβάσκαντα τρανεύουν
Καὶ μαρμαρώνει κι' ὁ λαιμὸς κι ἀσπρογαλιάζει ὁ κόρφος.
Καὶ μιὰ ποὺ πλέκει ἀμίλητη γιὰ τραχηλιὰ σειρῆτι
Γλυκὰ γλυκὰ τὸ τραγουδάει τὸ λυγερὸ τραγοῦδι
Τῆς νειότης ποῦ μαραίνεται σὰν ἡ καρδιὰ πονέσει.
Καὶ δυὸ ξεπλέκουν τὰ μαλλιά, νὰ τὰ περιχτενίσουν,
Νὰ τὰ ξεπλέξουν τάχατε γιὰ νὰ τὰ ἰδοῦν κ' οἱ ἄλλες,
Νὰ τὰ θαμάξουν ποὖν' σγουρά. Καὶ μιὰ κοκκινομάλλα
Βαστάει φλογέρα κεντιστὴ κι ὀμορφοσκαλισμένη,
Καὶ παίζει χάμου ξαπλωτὴ τῆς Πούλιως τὸ τραγοῦδι,
Κ' οἱ ἄλλες γύρω σιγαλὰ τερπνά τὸ ἁρμονίζουν.
Καὶ τὸ στεφάνωμα ἀρχινοῦν ὁλόχαρες νὰ παίζουν.
Πλέκουν στεφάνια ἀπὸ σμυρτιὲς κι ἀπὸ ἀνθοὺς τοῦ λόγκου
Καὶ κάνουν στεφανώματα. Βάνουν καὶ στεφανώνουν
Τὶς δυὸ ποὺ ἔχουν ξέπλεκα χυμένα τὰ μαλλιά τους,
Κ' οἱ ἄλλες στὸ στεφάνωμα μὲ ἀνθοὺς τὶς περιχύνουν.
Στοῦ ὑμέναιου τὸ κοίμισμα πλαγιάζουν ταιριασμένες
Ἀπάνου σὲ χλωρόφυλλα, κομμένα ἀπὸ τὰ λόγκα,
Κι ὁλόχαρα ἀγκαλιάζονται κι ὁλόγλυκα φιλιοῦνται.
Καὶ οἱ ἄλλες γύρω τραγουδοῦν τὸν εὔτυχο τὸ γάμο
Καὶ λαχταρίζουν τὰ κορμιὰ ἐπιθυμιὲς καὶ πόθους.
Μὲ τὴ φλογέρα ξαπλωτή, παίζει ἡ κοκκινομάλλα
Τραγοῦδι τῆς χαρᾶς τερπνό, τοῦ γάμου τὸ τραγοῦδι.
Κι ὅταν γυρίζει τὸ σκοπὸ σουράει καὶ μὲ τὰ χείλη
Κι ὁ λόγκος γύρω ἀντιλαλάει τὸ σούριγμα στὰ πλάγια.

6.

Μὲ τὶς πολύλαλες φωνές, ποὺ σέρνουν μὲ τοὺς ἤχους
Τοῦ λογισμοῦ τοὺς κλωθισμούς, τοῦ πόθου τὰ ταξείδια,
Σ' ἄλλης ζωῆς πλανέματα, στῆς ἀρνησιᾶς τὴ βρύση,
Λούζοντας με ὑπνοβότανα τοῦ νοῦ τὸ κάθε φύλλο,
Ραίνοντας μὲ γητέματα κάθε ψυχῆς τὰ φίλτρα,
Κ' ὑφαίνοντας τὰ ὀνείρατα πλεχτὰ μὲ τὶς ἐλπίδες,
Στοὺς ἀργαλιοὺς τοὺς πλανεροὺς μὲ ἀνάερες, σαΐττες,
Μὲ νεραϊδοπλανέματα κι ἀνέγγιαχτα μαγνάδια,
Ὁποὺ τὰ μάτια ὁλάνοιχτα θαμπώνουν καὶ τοῦ ἥλιου,
Μ' ἀγέρα χωρὶς μύρωμα καὶ πνεῦμα ζωοφόρο,
Χωρὶς ζωὴ πολύοψη, χωρὶς βλεφτὰ τὰ κάλλη,
Πὄχουν τὴν ἄλαλη λαλιά, μὲ πλανερὰ στολίδια,
Ὅσα διαβλέπουν οἱ ψυχὲς κι ἀναθωροῦν τὰ φῶτα,
Τὰ φῶτα τὰ μυριόκαλα, περίμορφα καὶ πλάνα,
Στ' ἀνάδαρμα τὸ φτεριαστὸ τοῦ ἀνεμοκλώστη κλώθουν
Καλόμοιρα κι ἀφόρμιστα κι ἀνάβλεφτα καλούδια,
Μὲ νέφαλα ροδόκαλα γυρίζοντας στὸν κύκλο.
Ἥσκιοι ξανθοί, λαῦρες πνοές, ἀνάσυρτα πλανάδια,
Μὲ μπορετὰ καλόχαρα, μὲ ὑπερκόσμια κάλλη,
Μὲ τὶς εἰδὲς τὶς ἄθωρες, περίπλοκες κι ὡραῖες,
Μὲ φῶτα μυριοχρώματα, ἀραδαριὲς φτεριάζουν,
Καὶ καθεμιὰ καὶ δύναμη στ' ἄγγιαχτα χέρια φέρνουν.
Σαλεύουν βέργες μαγικές, μαγνάδια ποὺ θαμπώνουν,
Κρατοῦν ψυχὲς στὸ ἀνάβλεμμα, στὸ διάνεμα λαχτάρες.

Μὲ τὰ κανίστρια ὁλόγιομα γητέματα καὶ μάγια
Ὅθε διαβοῦν σκορπολογοῦν κι ὅθε περνοῦν μοιράζουν.
Στὰ ἡσκιομόνια τῆς χαρᾶς, στὰ μυστικὰ ξωφύγια,
Ραίνουν τὰ σπάρτα τοῦ καημοῦ, τὰ ἀσπάλαχτα τῆς θλίψης.
Στὰ περιβόλια τῆς ζωῆς, στοὺς κήπους τῆς ἀγάπης,
Ὅπου κρατάει πνοὴ τρανή, γλυκειὰ καὶ μυροφόρα,
Ραίνουν φαρμάκι στὰ κλαδιὰ καὶ τοὺς ἀνθοὺς μαραίνουν,
Κ' ἐκεῖ περνοῦν ἀστόχαστες σ' ἀνάδροσα κλινάρια,
Τὶς ὧρες τῆς καλοτυχιᾶς μοιραίνοντας στοὺς ἥσκιους.
Καὶ τάζουνε μοιραίνοντας κι ἀμίλητες γητεύουν
Τῆς νειότης τὰ χαμόγελα, τῆς ἐρωτιᾶς τὰ μάγια,
Τῆς ἀρχοντιᾶς οἱ καλλιτὲς καὶ τῆς ἀντρειᾶς καμάρια
Στ' ἀνάφλογα φυσήματα τοῦ Λύβα νὰ χωνεύουν.
Σπίτια λευκοπερίχαρα, μαῦρα νὰ ξακληρίσουν,
Νὰ κλαῖνε, γόοι, ἀγύριστα βλαστάρια τῆς ψυχῆς τους.
Κίτρινες πάνες, σάβανα καὶ τεφερὰ πλοκάμια
Νὰ ζώνουν τὰ νειοστρώσιδα κρεβάτια, καὶ τὰ πάθια
Σμιχτὰ μ' ἐλπίδες πλανερὲς στὰ γέρα, ὠιμέ, τοῦ τάφου·
Βασιλεμένα βλέφαρα μὲς τὴν ἀνατολή τους,
Πριμοῦ νὰ ἰδοῦν τ' ἀνήλιαστα τῆς νοησιᾶς παλάτια.

Κοπαδιαστὲς κι ἀθώρητες γυρνοῦν στὰ μαῦρα δάσα
Κ' ἥσκιος πυκνός, ἀπέραστος, μὲ τὰ φτερὰ τῆς νύχτας,
Πανώριος ἥσκιος, νέφαλο, ἀγήτευτος γυρίζει,
Καὶ δράμει ἀψὺς ὁλόγυρα καὶ κρύβει τους τὸν κόσμο,
Μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ' ἀμπόδεμα καὶ τὶς ἀποσκεπάζει.
Καὶ τοῦ ἀνακράζουν μὲ φωνὲς μελίγλυκες, νὰ πέσει
Καλόβολος, γιὰ νὰ διαβοῦν στὴν πλάση, νὰ ξαπλώσουν
Μὲ θωρητὰ τὰ κάλλη τους κ' ἡλιόθωρες τὶς ὄψες.
«− Ἔλα, καλὲ κι ἀνάποδε κι ἀτράνταχτό μας κάστρο,
»Ἄνοιξε πόρτα φωτερή, γιοφύρι διαμαντένιο,
»Νὰ πᾶμε νὰ βυζάξουμε στὶς γλυκορρεῖθρες κρῆνες,
»Τῆς μαγεμένης μας ζωῆς στάζοντας τὸ φαρμάκι,
»Ὅπου τρανεύουν οἱ χαρές, κι ὅπου χαράζουν ἥλιοι
«Ἐλπίδας, νὰ ξεχύσουμε σκοτάδι ἀπὸ τὸν ᾍδη.
»Δές· μᾶς καλεῖ πλάνα φωνή, βαθειὰ φωνὴ τοῦ πόθου,
»Ὅπου ἀνασαίνει ὁλόφωτος στὴν ἄνοιξη τῆς πλάσης,
»Καὶ δένει μας τὸ ἀνάβλεφτο κλωστάρι τοῦ κορμιοῦ του,
»Ποὺ οἱ φλέβες οἱ κοσμάπλωτες στ' ἄχρωμο σφύζουν αἷμα,
»Σφυροκοπῶντας τὶς νευρὲς στὸν ἄσωστον αἰθέρα
»Ὁ πόθος κοσμοκράτορας. Τί στὰ ἄλικα καμίνια
»Τοῦ ὀνείρου, ποὺ μᾶς μάγεψε καὶ τῆς ζωῆς ἡ δίψα
»Φλογίζουνε οἱ ἐπιθυμιὲς καὶ στάζουν τὴν ἀγάπη
»Τὰ χείλια τὸ ροδόσταμα. Κι ἀγγίζουν λαῦρες φλόγες.
»Στὰ καταφύγια τῆς ψυχῆς, τὰ χνούδια τῶν ἐρώτων,
»Ρουφῶντας μέλι τῆς ζωῆς ἀπὸ τὰ λείψανά μας,
»Μὲ βότανα τῆς ἀρνησιᾶς, γητέματα τῆς λήθης».
Κι ὁ ἥσκιος φεύγει ἀνάερος μὲ τὰ φτερὰ τοῦ ἀνέμου,
Καὶ σαλαγίζει φτεριαστὲς τὶς κόρες τὸ μελίσσι,
Ποὺ δράμουν φωτογλίγορες μ' ὁλόγιομα κανίστρια,
Σκορπῶντας κι ἀνεμίζοντας τὶς ἄμοιρες βουλές τους.