ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Κρυστάλλης, Κώστας

«Ο ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ»

Ο ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Η

Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Στὰ παγωμένα αἰθέρια
Λάμπουν χρυσᾶ τἀστέρια,
Και στὸ φεγγάρι ποὺ ἔτοιμο νὰ βασιλέψῃ σκύβει
Πέρα στοῦ Βάλτου τὰ βουνὰ − ποὺ καταχνιὰ τὰ κρύβει −
Ἀσπρίζουν τοῦ ζυγοῦ οἱ κορφαὶς οἱ χιονοσκεπασμέναις,
Σὰν νἆν' ψηλὰ φαντάσματα, ψηλαὶς καμαρωμέναις
Ὣς στἄστρα, λὲς κι' ἀπόκρυφα μ' αὐτὰ συνομιλοῦνε.
Ἀνάρῃα−ἀνάρῃα τὰ Ζυγὰ τὴν Πούλια ἀκολουθοῦνε
Καὶ περασμένη τὴ μισὴ τὴ νύχτα σημαδεύουν.
Σβυέται ὁ Σταυρὸς μεσουρανίς· οἱ Δράκοι βασιλεύουν.
Σὲ λίγο το φεγγάρι
Σὰν βασιλέψῃ τρίβαθο σκοτάδι θανὰ πάρῃ.
Πόσο τὸ χειμωνιάτικο εἶν' ἄγριο τὸ σκοτάδι!
Κι' ἂν ξενυχτίσῃς στὸ βουνό, στὸ λόγγο, ἢ λαγκάδι
Διπλῆ σοῦ χύνουν στὴν καρδιά, διπλῆ ἀνατριχίλα
Τὸ κρύο κ' ἡ μαυρίλα.
Τὴ νύχτα ἐκείνη ἐδιάλεξε ὁ 'Μὲρ γιὰ τὸ σκοπό του.
− Ἀπόψι ἀγρύπνια ὁλονυχτίς, λέει στὸ σύμβουλό του,
Κ' ὔστερ' ἀπ' τὰ μεσάνυχτα, σὰν τὸ φεγγάρι φύγῃ,
Τὴν ὥρα ποὺ τῶν Χριστιανῶν ἡ ἐκκλησία ἀνοίγει
Καὶ πᾶνε τὰ Χριστούγεννα αὐτοὶ νὰ λειτουργήσουν
Καὶ στὰ προχώματα ψηλὰ κανένας δὲ θὰ μείνῃ,
Τὴ νύχτα, λέγω, ἐκείνη
Τἀμέτρητα τἀσκέρια μας ἄξαφνα νὰ χουμήσουν
Κι' ὣς τὴν αὐγὴ νὰ στήσουμε, πατώντας τὸν ὀχτρό μας,
Στοὺς τοίχους τοῦ Μεσολογγιοῦ τὸ μισοφέγγαρό μας. −
Ὁ λόγος δίνεται μὲ μιᾶς στἀσκέρια πέρα−πέρα,
Καὶ μὲ φωναὶς χαρούμεναις γιομίζουν τὸν ἀγέρα.