Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρκώ [arkó] -ούμαι Ρ10.10 (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : 1.είμαι αρκετός, επαρκής, όσος χρειάζεται· φτάνω: Δεν αρκούν τα λόγια, χρειάζονται και πράξεις. Aρκεί η καλή σου διάθεση. Aρκεί η προσπάθεια. 2. (απρόσ.) είναι αρκετό, δε χρειάζεται άλλο· φτάνει: Mου αρκεί το ότι έχω μια ηθική ικανοποίηση. Δεν αρκεί να είναι κανείς μορφωμένος, πρέπει να ΄ναι και άνθρωπος καλός. Όλα θα πάνε καλά, αρκεί να το πιστέψεις. 3. (παθ.) α. μου είναι αρκετό, είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος: Δεν τον ενδιαφέρουν οι πολυτέλειες, αρκείται σε απλά πράγματα. β. περιορίζομαι: Παρόλο που έχω να αναφέρω πολλά, αρκούμαι στα πιο σημαντικά. Ο αστυνόμος δεν υπέβαλε μήνυση, αρκέστηκε μόνο σε συστάσεις και συμβουλές.
[λόγ. < αρχ. ἀρκῶ]



