Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυλάση
1 εγγραφή
αμυλάση η [amilási] & αμυλάζη η [amilázi] Ο30 : (χημ.) ένζυμο που συντελεί στην υδρόλυση του αμύλου.

[-άζη: λόγ. < γαλλ. amylas(e) (δες άμυλο)· -άση: λόγ. ορθογρ. δαν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες