Αντίστροφο λεξικό 

Αντίστροφο λεξικό (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη) 

 

1. Το λεξιλόγιο


Ε
ίναι γνωστό ότι η γλωσσική πραγματικότητα δεν ταυτίζεται με τη λεξικογραφική της εικόνα, ότι κανένα λεξικό δεν είναι "πλήρες", ότι όλα τα λεξικά είναι ατελή ως προς τη μακροδομή[1] τους, γεγονός που μειώνει την αξιοπιστία τους. Στον αγώνα για την καταγραφή της γλωσσικής πραγματικότητας η ήττα του λεξικογράφου είναι δεδομένη και γνωστή στους ειδικούς, όχι όμως και στους μη ειδικούς χρήστες των λεξικών. Κανένα λεξικό -τουλάχιστον από τα έντυπα και τα υπάρχοντα ηλεκτρονικά- δεν μπορεί να περιλάβει όλο τον πλούτο μιας γλώσσας, για λόγους που οφείλονται τόσο στην ίδια τη γλώσσα όσο και στη φύση της λεξικογραφικής πρακτικής αλλά και στους στόχους κάθε λεξικού.

Όσον αφορά την ίδια τη γλώσσα, ο αριθμός των λέξεων που διαθέτει είναι άπειρος όχι μόνο γιατί είναι απροσδιόριστος ο αριθμός των λεξικών μορφημάτων (πβ. τα δάνεια, π.χ. κομπιούτερ και τα κύρια ονόματα, π.χ. Ιταλία, Ρήγκαν, που αποτελούν ανεξάντλητη πηγή δυνάμει βάσεων: κομπιουτεράκι, ιταλοποίηση, ρηγκανισμός), αλλά και γιατί κάθε παράγωγο ή σύνθετο μπορεί να χρησιμεύσει εκ νέου ως βάση, σύμφωνα με τη διαδικασία της επανακύκλωσης, π.χ. αγών{ας) -> αγωνίζ(ομαι) -> αγωνιστ{ής) -> πρωταγωνισ(τής) -> συμπρωταγωνιστής).

Ακόμη είναι γνωστό ότι το λεξιλόγιο μεταβάλλεται πιο έντονα και με γοργότερους ρυθμούς από όλα τα υποσυστήματα της γλώσσας, επειδή παρακολουθεί πιο στενά την κοινωνική εξέλιξη (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1986α: 48-52). Όμως ο ταχύς ρυθμός της γλωσσικής μεταβολής στο χώρο του λεξιλογίου δεν οφείλεται μόνο στην αέναη εξωγλωσσική αλλαγή αλλά και στη συνειδητή νεολογική δραστηριότητα των ομιλητών για λογοπαικτικούς και άλλους λόγους. Η λεξική μεταβολή που εμφανίζεται με τη μορφή της νεολογίας διατηρεί ιδιαίτερες σχέσεις με τη λεξικογραφία, αφού κατά κανόνα οι λεξικογράφοι περιμένουν πρώτα να κωδικοποιηθεί ένας νεολογισμός, δηλ. να αποβάλει εν μέρει τη νεολογική του ιδιότητα, για να αποκτήσει δικαίωμα εισόδου στο λεξικό[2]. Στο ΑΛΝΕ, ωστόσο, δεν τηρήθηκε η παράδοση αυτή, από τη στιγμή που αποφασίστηκε να καταγραφεί η νέα ελληνική σε ένα λεξικό μεγάλου μεγέθους[3]. Όπως είναι φυσικό, ένα λημματολόγιο με το εύρος αυτό -180.000 περίπου λημμάτων- πέρα από τις λεξικές μονάδες που συνιστούν τη νόρμα της νεοελληνικής και οι οποίες αποτελούν τον κύριο κορμό του, περιλαμβάνει πολλά λόγια αλλά και λαϊκά στοιχεία, νεολογισμούς ποικίλης φύσης, λεξιλόγιο των νέων κτλ.

Όσον αφορά τους λεξικογραφικούς λόγους, από τη στιγμή που το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, που κατά την άποψή μας μπορεί να παρομοιαστεί με την κινούμενη άμμο, εγγράφεται σε σταθερό υπόβαθρο, όπως είναι ένα έντυπο λεξικό, αποκλίνει όλο και περισσότερο από την πραγματική του εικόνα. Αυτή η αδυναμία της συγχρονισμένης απεικόνισης θεραπεύεται έως ένα βαθμό με τις συνεχείς βελτιωμένες και επαυξημένες επανεκδόσεις των λεξικών σε έντυπη μορφή, αλλά κυρίως με τα ηλεκτρονικά λεξικά[4].

Ωστόσο αυτό το άπειρο πλήθος λεξικών μονάδων που συνιστούν το λεξιλόγιο μιας γλώσσας σε συγκεκριμένη συγχρονία δεν είναι ομοιογενές από πολλές απόψεις, μία από τις οποίες ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ, αφού σχετίζεται με τη λεξική δημιουργία. Αν για τις απλές λέξεις δεχόμαστε ότι υπάρχει -έστω και θεωρητικά- χρονολογία εισόδου τους στη γλώσσα, για τις κατασκευασμένες λεξικές μονάδες, δηλ. τις

λεξικές μονάδες με εσωτερική δόμηση, όπως είναι τα παράγωγα και τα σύνθετα, θα παρουσίαζε ενδεχομένως ενδιαφέρον μόνο η στιγμή πραγμάτωσης τους, αφού αποτελούν δυνάμει μέρος του γλωσσικού συστήματος ήδη πριν από αυτή, μέσω των λεξικών και γραμματικών μορφημάτων που περιέχουν και των κανόνων κατασκευής λέξεων με βάση τους οποίους παράγονται (βλ. και Corbin 1987:40 κ.ε). Συνεπώς το γεγονός της ύπαρξης ή μη μιας λέξης αποκτά διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με το αν πρόκειται για λέξη μορφολογικά απλή ή όχι. Στην περίπτωση των απλών λεξικών μονάδων η πραγμάτωσή τους συνδέεται, όπως είδαμε, με την είσοδό τους στη γλώσσα. Στην περίπτωση όμως των κατασκευασμένων λέξεων η μη πραγμάτωσή τους δε συσχετίζεται με τη γλωσσική τους ύπαρξη, αφού ήδη υπάρχουν δυνάμει στο γλωσσικό σύστημα. Επομένως η έννοια της λεξικής μεταβολής έχει διαφορετική υφή όσον αφορά τις κατασκευασμένες λέξεις, αφού στην περίπτωση αυτή το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους κανόνες κατασκευής τους στο αφηρημένο σύστημα. Τα προϊόντα των κανόνων αυτών, δηλ. οι παράγωγες και οι σύνθετες λεξικές μονάδες, ενδιαφέρουν μόνο στο επίπεδο της πραγμάτωσης των λέξεων.

Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας σε μορφολογικό και λεξιλογικό επίπεδο από τη μια μεριά και η αρχή της οικονομίας και της χρηστικότητας που ακολουθείται κατά τη σύνταξη των λεξικών από την άλλη, είναι δύο αντίρροπες δυνάμεις που επηρεάζουν την εξαντλητικότητα της μακροδομής των λεξικών. Θεωρείται φυσικό τα λεξικά σε έντυπη μορφή να προβαίνουν σε επιλογές στη μακροδομή τους, οι οποίες όμως δε γίνονται συνήθως με επιστημονικώς μετρήσιμα κριτήρια, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα λεξικά ίδιου μεγέθους, ίδιας κατηγορίας λ.χ. ερμηνευτικά, που περιγράφουν την ίδια συγχρονική φάση, να διαφέρουν ως προς τις επιλογές του λημματολογίου. Η συχνότητα που επικαλούνται οι λεξικογράφοι ως κριτήριο επιλογής των λημμάτων είναι διαισθητικής φύσης και συνεπώς συνιστά υποκειμενικό κριτήριο (βλ. και Χαραλαμπάκης 1990). Η εμπειρία και η γλωσσική ευαισθησία του λεξικογράφου μόνο ως ένα βαθμό μπορούν να διασφαλίσουν την αντικειμενικότητα της μακροδομής· έτσι εξηγούνται οι ασυνέπειες και οι ασυμφωνίες στους λεξικογραφικούς χαρακτηρισμούς όπως π.χ. "σπάνιο". Συμπερασματικά, ο διαισθητικός χαρακτήρας της έννοιας της συχνότητας, όπως εφαρμόζεται στα νεοελληνικά λεξικά, δε συμφωνεί με τη μορφή της γλώσσας κατά τη χρήση της ούτε με αντικειμενικές μετρήσεις συχνότητας. Οι λεξικογραφικές μαρτυρίες είναι ασφαλώς πολύτιμες, όμως είναι βέβαιο ότι στα λεξικά δεν καταγράφονται όλες οι λέξεις ούτε πάντα οι πιο συχνές.

Ειδικότερα για τα ηλεκτρονικά λεξικά, όπου δεν υπάρχει πρόβλημα χώρου και η εξαντλητικότητα αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά τους, η απαίτηση για πληρότητα θέτει το πρόβλημα των ορίων αποδοχής μορφολογικά υπαρκτών αλλά χρηστικά λόγιων ή λαϊκότροπων λέξεων. Το ίδιο συμβαίνει και με τον εμπλουτισμό των λεξικών αυτών με νεολογισμούς. Η λογιότητα, ο λαϊκότροπος χαρακτήρας, η παραγωγικότητα στο σχηματισμό λέξεων και η χρήση αποτελούν παράγοντες που δυσχεραίνουν την ακριβή οριοθέτηση της έκτασης της μακροδομής. Αυτό συμβαίνει γιατί οι μορφολογικοί μηχανισμοί και η αδράνεια των λεξικογράφων επιτρέπουν την καταχώριση πεποιημένων ή παρωχημένων λέξεων, σε αντίθεση με τους μηχανισμούς λεξικοποίησης οι οποίοι συνεπάγονται την εμφάνιση και καθιέρωση της λέξης και στη συνέχεια την αποδελτίωσή της. Σε επίπεδο μορφολογικού σχηματισμού μια λέξη μπορεί να είναι σύμφωνη με το γραμματικό σύστημα, σε χρηστικό επίπεδο όμως μπορεί να μην εμφανίζεται σε συγκεκριμένη φάση της γλώσσας, όπως για παράδειγμα τα λήμματα εμποροδικείο, αισχροδικείο, που περιλαμβάνονται στο λεξικό αυτό, γιατί αποτελούν ορθούς σχηματισμούς με συνθετική σημασία χωρίς όμως χρηστικό αντίκρισμα στην αρχή της νέας χιλιετίας. Και αντίστροφα μπορεί να σχηματίζονται νεολογισμοί που δεν έχουν θησαυριστεί και χρησιμοποιούνται παρ' όλη τη σημασιολογική τους ιδιαιτερότητα, όπως για παράδειγμα το ουσιαστικό ερωτοδικείο, που δεν περιλαμβάνεται στη μακροδομή του ΑΛΝΕ, γιατί αποτελεί όνομα τηλεοπτικής εκπομπής.

Είναι γνωστό ότι οι λεξικογράφοι ανατρέχουν σε παλαιότερα λεξικά για να εκμεταλλευτούν τις πληροφορίες που παρέχουν. Στην περίπτωση μας σημείο εκκίνησης αποτέλεσε το Αντίστροφον Λεξικόν του Γ. Κουρμούλη, το οποίο συμπληρώθηκε όμως και με υλικό από άλλα λεξικά, από αρχεία με ανέκδοτο υλικό, όπως το "Αρχείο λογοτεχνικών λέξεων" (βλ. 2.) και το "Αρχείο Νεολογισμών" (βλ. 2.), καθώς και με αποδελτιώσεις προφορικού και γραπτού λόγου. Κάθε λεξικό αποτελεί, σε συνδυασμό με τα κριτήρια επιλογής του λεξικογράφου, σημαντική πηγή άντλησης υλικού. Ωστόσο αυτά τα δύο στοιχεία από μόνα τους δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την επιδιωκόμενη πληρότητα της μακροδομής.

Στο ΑΛΝΕ καταβλήθηκε προσπάθεια να μειωθεί η απόσταση ανάμεσα στη μακροδομή του και στον άπειρο αριθμό των πραγματωμένων λεξικών μονάδων. Προσπαθήσαμε, από τον γαλαξιακών διαστάσεων λεξιλογικό πλούτο της νεοελληνικής, να εμφανίσουμε μεγάλο αριθμό των δυνάμει παράγωγων λέξεων, οι οποίες αντλήθηκαν από τη γλωσσική ικανότητα της λεξικογραφικής ομάδας. Ωστόσο δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις. Το λεξιλόγιο εξελίσσεται διαρκώς και κανένα λεξικό -ακόμη και ηλεκτρονικό- δε θα μπορέσει να το συμπεριλάβει στην απεραντοσύνη του και στην ολότητά του καταγράφοντας το σύνολο των υπαρκτών λεξικών μονάδων. Όμως τι σημαίνει υπαρκτή λεξική μονάδα; Πρόκειται ασφαλώς για αμφίσημη έκφραση, αφού μπορεί να αναφέρεται τόσο σε λεξική μονάδα ή γραμματικό τύπο που μαρτυρείται σε κείμενο όσο και σε αποδεκτό τύπο μη μαρτυρημένο, ο οποίος όμως είναι δυνατό να υπάρξει.

Με αυτή τη λογική αποκλείστηκαν λήμματα καταχωρισμένα σε άλλα λεξικά που όμως δίνουν την εντύπωση πεποιημένων και όχι αποδελτιωμένων λέξεων, π.χ. βόσκισσα, ορκισμός. Επίσης δεν έχουν περιληφθεί ιδιαίτερα αρχαΐζουσες λέξεις, π.χ. βοστρυχίζω, βοστρυχίζομαι, ή άλλες που διατηρούν τον αρχαΐζοντα χαρακτήρα τους ακόμη και μετά την ενδεχόμενη μορφολογική συμμόρφωσή τους προς το τυπικό της δημοτικής. Ωστόσο καταχωρίστηκε πλήθος σύνθετων λέξεων που δίνουν την εντύπωση πλαστών, επειδή ανευρέθηκαν στις πηγές. Έτσι, εμφανίζονται π.χ. τα ουσιαστικά βρωμογούρουνο, βρωμόγατος, βρωμόγατα και βρωμόσκυλο όχι όμως και το βρωμοκάτσικο. Ειδικότερα στα σύνθετα ούτε το ΑΛΝΕ μπορεί να είναι εξαντλητικό.

Τέλος, επειδή το ΑΛΝΕ κινείται σε πλαίσιο ευρύτερης συγχρονίας, καταχωρούνται και οι επιστημο­νικοί όροι που σήμερα έχουν αντικατασταθεί από νεότερους, π.χ. βρεφολόγος παράλληλα με το σύγ­χρονο τύπο νεογνολόγος. Τύποι όπως βυζαντιολόγος, βυζαντιολογια παραμένουν παράλληλα με τους κοινούς τύπους βυζαντινολόγος, βυζαντινολογία.

Το ΑΛΝΕ, παρά το γεγονός ότι εμφανίζει την πληρέστερη μακροδομή σε σχέση με όλα τα υπάρχοντα λεξικά της νεοελληνικής, δεν είναι εξαντλητικό ιδίως όσον αφορά τις εκφράσεις, τα εθνικά επίθετα, ιδίως τα σύνθετα, π.χ. ελληνοβουλγαρικός[5], τα παράγωγα κύριων ονομάτων (οικογενειακών και τοπωνυμίων), π.χ. παλαμικός, σεφερικός, χολιγουντιανός[6], τα αριθμητικά και το ειδικό επιστημονικό λεξιλόγιο. Δε δηλώνονται επίσης πάντοτε τα ουσιαστικοποιημένα επίθετα, π.χ φιλοχρήματος Ε:αε,Ο:αε αλλά ολιγοχρήματος Ε:αε, καθώς και οι δύο τύποι θηλυκού ορισμένων επιθέτων σε -ος, δηλ. [+/-λόγιο], π.χ. χειρήλατος Ε:αε,θε, αλλά σφυρήλατος Ε:αε. Δεν έχουν περιληφθεί αρκτικόλεξα, κύρια γεωγραφικά ονόματα (τοπωνύμια και εθνικά), ανθρωπωνύμια -με εξαίρεση όσα ανέπτυξαν γλωσσική σημασία, π.χ. Καζανόβας, Σάυλοκ[7]- καθώς και λέξεις ή εκφράσεις που γράφονται με λατινικά στοιχεία, π.χ. abovoκαι δε συνηθίζονται με το ελληνικό αλφάβητο. Αποκλείστηκαν επίσης τύποι, ιδίως της λογοτεχνίας, οι οποίοι στο "Αρχείο λογοτεχνικών λέξεων" απαντούν με αφαίρεση, π.χ. 'διοτελής (ιδιοτελής), 'ποτρώγω (απο-τρώγω), 'πογράφω (υπογράφω), 'ποθαίνω (αποβαίνω), καθώς και το μη συμβατικοποιημένο λεξιλόγιο, δηλ. αυτό που εμφανίζεται σε λογοπαίγνια, ειρωνική χρήση της γλώσσας κτλ. ως αποτέλεσμα εφαρμογής των κανόνων που αφορούν τα σχήματα λόγου. Αυτοί οι τρόποι σχηματισμού λέξεων θεωρούνται περιθωριακοί από στενή γλωσσολογική άποψη, αλλά είναι ήδη γνωστοί από την κλασική ρητορική και έχουν εμπλουτιστεί από νέο προβληματισμό στο πλαίσιο της γλωσσολογικής πραγματολογίας.

Συμπερασματικά, ως λημματικοί τύποι καταγράφονται όχι μόνο όσοι γίνονται αποδεκτοί μέσα σε πλαίσιο ρύθμισης της νεοελληνικής, παρά και όσοι είναι δυνατό να εμφανιστούν σε νεοελληνικό κείμενο λόγιου ή οικείου επιπέδου, προφορικού λόγου, λογοτεχνικού ύφους ή επιστημονικού περιεχομένου. Η διεύρυνση που επιζητήσαμε ως προς τη μακροδομή του ΑΛΝΕ σε σχέση με άλλα σύγχρονα λεξικά της νεοελληνικής αλλά και ως προς το μορφολογικό σύστημα της νεοελληνικής σε σχέση με την ισχύουσα γραμματική, είναι σύμφωνη με το πνεύμα των ηλεκτρονικών λεξικών, τα οποία χαρακτηρίζονται από εξαντλητικότητα, πληρότητα και ρητή περιγραφή των πληροφοριών, ακριβώς γιατί σχεδιάζονται για να εξυπηρετήσουν νέες ανάγκες, όπως είναι π.χ. η αυτόματη μετάφραση.

Θεωρούμε ότι το ΑΛΝΕ θα αποτελέσει ένα αναντικατάστατο εργαλείο για το γλωσσολόγο και ιδιαίτερα αυτόν που ασχολείται με τη μελέτη και διδασκαλία της νεοελληνικής μορφολογίας τόσο όσον αφορά τα κλιτικά μορφήματα, π.χ. -ω (παίζ-ω), -ος (ελεύθερ-ος), όσο και τα παραγωγικά, π.χ. -ία (ελευθερ-ία), -μα (χτένισ-μα) και τα α' και β' συνθετικά, π.χ. υδρο- (υδρο-φόρος), -παιδο (σοκολατό-παιδο). Ο χρήστης πληροφορείται για το πόσο παραγωγική και διαθέσιμη είναι η κάθε υπολεξική μονάδα και του παρέχεται ένας μεγάλος αριθμός λέξεων στην κατασκευή των οποίων μετέχουν οι μονάδες αυτές. Έτσι, αποκτά μια σαφέστερη εικόνα του λεξιλογικού πλούτου της νεοελληνικής, αφού πρόκειται για το νεοελληνικό λεξικό με το μεγαλύτερο αριθμό λημμάτων, ενώ ταυτόχρονα του παρέχεται μια πληρέστερη εικόνα της νεοελληνικής πολυτυπίας, καθώς στο ΑΛΝΕ καταγράφονται τύποι όπως αγαπάω και αγαπώ, σπάω, σπάζω και σπάνω. Επιπλέον, παρά την αντεστραμμένη μορφή του, το ΑΛΝΕ αποτελεί χρήσιμο βοήθημα για τον έλεγχο της ορθογραφίας των λέξεων στο λημματικό τύπο τους όχι μόνο γιατί περιέχει περισσότερες λέξεις από κάθε άλλο λεξικό αλλά και γιατί επιδιώχθηκε η κατά το δυνατό συνεπέστερη εφαρμογή των ορθογραφικών κανόνων. Για να βοηθήσουμε περισσότερο το χρήστη, ελπίζουμε σύντομα να δώσουμε το υλικό αυτό, συμπληρωμένο και αλφαβητισμένο από την αρχή προς το τέλος, ως ορθογραφικό λεξικό, ύστερα μάλιστα από την επίσημη ανάθεση που μας έγινε από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Τέλος, το ΑΛΝΕ μπορεί να χρησιμεύσει και σε όσους ενδιαφέρονται για την ομοιοκαταληξία είτε στον έντεχνο λόγο είτε απλά σε πλαίσιο σχολικής εργασίας ή για λογοπαικτικούς λόγους.

1 Με τον όρο "μακροδομή" αναφερόμαστε στο λημματολόγιο των λεξικών. Ο όρος αυτός αντιπαραβάλλεται προς τον όρο "μικροδομή", δηλ. το σύνολο των πληροφοριών που παρέχονται για το λημματικό τύπο. Στο ΑΛΝΕ οι πληροφορίες της μικροδομής αφορούν μόνο τη γραμματική κατηγορία των στοιχείων της μακροδομής.

2 Εξαίρεση αποτελούν τα λεξικά νεολογισμών, όπου οι λεξικογράφοι καταγράφουν μη κωδικοποιημένες λεξικές μονάδες.

3 Το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών και το Λεξικό της Νέας Ελληνικής του Γ. Μπαμπινιώτη, θεωρούνται λεξικά μεσαίου μεγέθους με περίπου 50.000 έως 60.000 λήμματα αντίστοιχα.

4 Με τον όρο "ηλεκτρονικό λεξικό" δεν εννοούμε ένα έντυπο λεξικό που διατίθεται και σε ηλεκτρονική μορφή, ώστε απλώς να εμφανίζεται σε οθόνη Η/Υ, παρά ένα λεξικό που κατασκευάστηκε εξαρχής σύμφωνα με τις αρχές της ηλεκτρονικής λεξικογραφίας και επιτρέπει με τη βοήθεια του Η/Υ αναζητήσεις ποικίλης φύσης.

5 Περιλαμβάνονται π.χ. τα ελληνοαγγλικός, ελληνοαμερικανικός, ελληνοβουλγαρικός, ελληνογαλλικός, ελληνογερμανικός, ελληνοελληνικός, ελληνοκυπριακός, ελληνολατινικός, ελληνορωμαϊκός, ελληνοσερβικός, ελληνοτουρκικός, αλλά δεν καταγράφονται τα ελληνοκουβανικός, ελληνοπορτογαλικός κτλ. Ασφαλώς στην κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζεται ο βαθμός σχέσης ανάμεσα στους λαούς στο εξωγλωσσικό επίπεδο.

6 Περιλαμβάνονται π.χ. τα βυρωνικός, καβαφικός, παλαμικός, σεφερικός, σαιξπηρικός καθώς και τα χολιγουντιανός, αθηναϊκός, πατρινός, παρισινός, παριζιάνικος, αλλά δεν καταγράφονται πολλά παράγωγα της κατηγορίας αυτής, γιατί πρέπει πρώτα να λυθεί το πρόβλημα της ορθογράφησης των κύριων ονομάτων και ειδικότερα, όσον αφορά τα τοπωνύμια, η ετυμολόγησή τους.

7 Κύρια ονόματα που εμφανίζονται μόνο μέσα σε εκφράσεις και στερούνται αυτονομίας δε λημματογραφήθηκαν, π.χ. δεν υπάρχει λήμμα Χαράλαμπος, Λούης, γιατί απαντούν μόνο στο πλαίσιο των εκφράσεων κλαύτα, Χαράλαμπε - γίνομαι Λούης.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2010, 11:01