Basic Lexicon of Ancient Greek
ΛΗΜΜΑ
- εἶδος
- ουσιαστικό
- -ους
- τό
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
1. η εμφάνιση, η εξωτερική μορφή, το σχήμα, το παρουσιαστικό, αυτό που φαίνεται |για έμψυχα και άψυχα |η ομορφιά του προσώπου, η ωραία μορφή, το παράστημα |με γεν. ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος 2. ο τύπος, το είδος, η κατηγορία, η ιδιαίτερη φύση, το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης |ο τρόπος σκέψης, ο τρόπος ενέργειας, η μέθοδος, οι συνθήκες 3. ταξινόμηση, διαίρεση γένους ή είδους |επιστήμη |ιδέα, σκέψη, πρότυπο, αρχέτυπο |ΠΛ |το σχήμα, η μορφή, σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη |ΑΡΙΣΤ |η φύση , η ουσία |ύφος |ρητορική
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- 1. η εμφάνιση, η εξωτερική μορφή, το σχήμα, το παρουσιαστικό, αυτό που φαίνεται
- για έμψυχα και άψυχα
- ΗΡ 3.107 ὄφιες ὑπόπτεροι͵ σμικροὶ τὰ μεγάθεα͵ ποικίλοι τὰ εἴδεα
- ΠΛ Πολ 380d ἀλλάττοντα τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς
- ΠΛ Κρατ 394d τί δὲ τοῖς παρὰ φύσιν͵ οἳ ἂν ἐν τέρατος εἴδει γένωνται;
- η ομορφιά του προσώπου, η ωραία μορφή, το παράστημα
- ΗΡ 8.105 ὅκως γὰρ κτήσαιτο παῖδας εἴδεος ἐπαμμένους { παιδιά που έχουν όμορφο πρόσωπο }
- με γεν. ονόματος ο ίδιος ο άνθρωπος
- ΣΟΦ Ηλ 1177 ἦ σὸν τὸ κλεινὸν εἶδος Ἠλέκτρας τόδε;
- 2. ο τύπος, το είδος, η κατηγορία, η ιδιαίτερη φύση, το στοιχείο διαφοροποίησης ενός πράγματος ή κατάστασης
- ΗΡ 1.94 καὶ τῆς σφαίρης καὶ τῶν ἀλλέων πασέων παιγνιέων τὰ εἴδεα
- ΘΟΥΚ 2.50.1 γενόμενον γὰρ κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1286a ὁ δὲ λοιπὸς τρόπος τῆς βασιλείας πολιτείας εἶδός ἐστιν
- ΠΛ Πολιτ 389b θεοῖσι μὲν ἄχρηστον ψεῦδος͵ ἀνθρώποις δὲ χρήσιμον ὡς ἐν φαρμάκου εἴδει
- ο τρόπος σκέψης, ο τρόπος ενέργειας, η μέθοδος, οι συνθήκες
- ΘΟΥΚ 3.62.3 καίτοι σκέψασθε ἐν οἵῳ εἴδει ἑκάτεροι ἡμῶν τοῦτο ἔπραξαν
- ΘΟΥΚ 8.90.1 οἱ δὲ τῶν τετρακοσίων μάλιστα ἐναντίοι ὄντες τῷ τοιούτῳ εἴδει
- 3. ταξινόμηση, διαίρεση γένους ή είδους
- επιστήμη
- ΠΛ Θεαιτ 148d ὥσπερ ταύτας πολλὰς οὔσας ἑνὶ εἴδει περιέλαβες
- ΠΛ Σοφιστ 235d κατὰ δὴ τὸν παρεληλυθότα τρόπον τῆς διαιρέσεως ἔγωγέ μοι καὶ νῦν φαίνομαι δύο καθορᾶν εἴδη τῆς μιμητικῆς
- ιδέα, σκέψη, πρότυπο, αρχέτυπο
- ΠΛ
- ΠΛ Φαιδ 103e ὥστε μὴ μόνον αὐτὸ τὸ εἶδος ἀξιοῦσθαι τοῦ αὑτοῦ ὀνόματος
- το σχήμα, η μορφή, σε αντίθεση προς την κυρίως ύλη
- ΑΡΙΣΤ
- ΑΡΙΣΤ Φυσ 207a εἶδος γὰρ οὐκ ἔχει ἡ ὕλη
- ΑΡΙΣΤ Ψυχ 424a καθόλου δὲ περὶ πάσης αἰσθήσεως δεῖ λαβεῖν ὅτι ἡ μὲν αἴσθησίς ἐστι τὸ δεκτικὸν τῶν αἰσθητῶν εἰδῶν ἄνευ τῆς ὕλης
- η φύση , η ουσία
- ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1032b εἶδος δὲ λέγω τὸ τί ἦν εἶναι ἑκάστου καὶ τὴν πρώτην οὐσίαν
- ύφος
- ρητορική
- ΙΣΟΚΡ 13.17 δεῖν τὸν μὲν μαθητὴν͵ πρὸς τῷ τὴν φύσιν ἔχειν οἵαν χρὴ͵ τὰ μὲν εἴδη τὰ τῶν λόγων μαθεῖν
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΕΙΔΟΣ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο26
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: εἴδωλον 'ομοίωμα, εικόνα, φάντασμα', εἰδωλοποιΐα 'σχηματισμός εικόνων', εἰδωλοποιός
- ρήματα: εἰδωλοποιέω 'πλάθω είδωλο, σχηματίζω εικόνα', εἴδομαι 'εμφανίζομαι, μοιάζω', διαείδομαι 'εμφανίζομαι, μοιάζω'
- επίθετα: εἰδάλιμος 'όμορφος, ευπρεπής', εἰδεχθής 'ασχημόμορφος, δυσώδης, σαπρός', εἰδοποιός 'χαρακτηριστικός', εἰδωλοποιϊκός, εἰδωλουργικός 'σχετικός με την κατασκευή ειδώλων', εὐειδής 'αυτός που έχει ωραία μορφή', θεοειδής 'όμοιος με θεό', ἀεροειδής
- επιρρήματα: εἰδεχθῶς
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: εἰδέχθεια 'απωθητική όψη', εἰδομαλίδης 'αυτός που καλλωπίζει την όψη του', εἰδοποιία 'ιδιαίτερη φύση κάποιου πράγματος, περίσταση, απεικόνιση', εἰδοποίημα, εἰδοποίησις, ὁ εἰδοφόρος 'το μέρος του τύμβου που είχε την εικόνα ή το ομοίωμα του νεκρού', εἰδύλλιον 'σύντομο, ιδιαίτερα επεξεργασμένο περιγραφικό ποίημα', εἰδωλεῖον ή εἰδώλιον 'ναός με είδωλα', εἰδωλογραφία 'η ζωγραφιά των ειδώλων', εἰδωλόθυτον 'αυτό που θυσιάζεται προς τιμή των ειδώλων', εἰδωλολατρεία, εἰδωλολάτρης, εἰδωλοποίησις 'ανάπλαση των εικόνων στη σκέψη', εἰδότης 'η ποιότητα που έχει κάτι για να αποτελεί ένα είδος'
- ρήματα: εἰδαίνομαι 'εξομοιώνομαι', εἰδοποιέω 'αναπαριστώ, απεικονίζω', εἰδοφορέω 'αναπαριστάνω γενικά σύμφωνα με το είδος', εἰδωλολατρέω, εἰδωλοπλαστέω 'σχηματίζω, δίνω μορφή σε κάτι'
- επίθετα: εἰδικός, εἰδωλικός 'μυθολογικός', εἰδωλόμορφος 'αυτός που έχει τη μορφή του ειδώλου', εἰδωλόπλαστος 'φαντασιώδης', εἰδωλοφανής 'όμοιος με είδωλο', εἰδωλοχαρής 'αυτός που χαίρεται με τα είδωλα', φιλείδωλος 'αυτός που αγαπάει τα είδωλα', κατείδωλος 'γεμάτος είδωλα', ἀγαθοειδής, ἀγγελοειδής, ἀγκιστροειδής, ἀγκυροειδής, αἰγλοειδής, αἰθεροειδής, αἱματοειδής, ἀλλαντοειδής, ἀλλοειδής, ἀμυγδαλοειδής, ἀμφιβληστροειδής, ἀνδροειδής, ἀνηθοειδής, ἀνθρακοειδής, ἀνθρωποειδής, ἀπειροειδής, ἀραχνοειδής, ἀστροειδής, ἀτμοειδής, αὐγοειδής, βροντοειδής
- επιρρήματα: εἰδικῶς, εἰδωλολατρικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ειδ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ειδίκευσις, ειδικεύω, ειδικολόγος, ειδικομαθείς, ειδικοποιέω, ειδικοποίησις, ειδικότης, ειδογραφικός, ειδολογέω, ειδολογικός, ειδολογικώς, ειδολογισμός, ειδοποιητήριον, ειδοποιϊκός, ειδοπώλαι 'έμποροι', ειδυλλιακός, ειδυλλιακότης, ειδυλλιογραφία, ειδυλλιογραφικός, ειδυλλιογράφος, ειδυλλιόφιλος, ειδυλλιώδης, ειδωλέμπορος, ειδωλίδιον, ειδωλοθρησκεία, ειδωλόθρησκος, ειδωλολατρεύω, ειδωλολατρικός, ειδωλολατρισμός, ειδωλολογία, ειδωλοπορθητής, ειδωλοσκόπιον, ειδωλόσπαρτος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. τα είδοτα 'έπιπλα, συσκευές, πράγματα, περιουσία, κατοχή, τα γυναικεία γεννητικά όργανα', Πόντ. είδωλο, είδελο, γιούδωλον, γιούδουλον 'φάντασμα, πολύ αδύνατος άνθρωπος, πολύ άσχημος άνθρωπος', Κάρπαθ. γείωλο 'φάντασμα, πολύ αδύνατος άνθρωπος, πολύ άσχημος άνθρωπος', Ήπ. ούδουλου, γιούδουλου 'μορφασμός μικρού παιδιού'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ