Σώματα Κειμένων

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας 

 

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΟΛΥΝΘΙΑΚΟΣ Γ΄

ΔΗΜ 3.10–13

Απαραίτητη η κατάργηση των νόμων για το απαραβίαστο των θεωρικών και την ατιμωρησία των ανυπότακτων
Τα χρήματα των δημόσιων ταμείων που περίσσευαν μεταφέρονταν στο ταμείο των θεωρικών . Πολιτική του κόμματος του Εύβουλου, που ήταν τότε ισχυρό στην Αθήνα, ήταν η διανομή αυτών των χρημάτων στο λαό. Έτσι, ο Δημοσθένης με τον λόγο αυτόν, που εκφωνήθηκε στο τέλος της άνοιξης του 348 π.Χ., ζήτησε να διατεθούν τα συγκεκριμένα χρηματικά ποσά στις στρατιωτικές δαπάνες, καθώς και να καταργηθούν οι νόμοι που αθώωναν τους ανυπότακτους. Στο προοίμιον τόνισε ότι, σε αντίθεση με τους άλλους ρήτορες, σκοπός του στην παρούσα περίπτωση ήταν να τους υποδείξει με ποιον τρόπο θα βοηθούσαν τους συμμάχους τους, ενώ περνώντας στις προτάσεις του τόνισε ότι δεν έπρεπε να εγκαταλείψουν τους Ολυνθίους, που κινδύνευαν από τον Φίλιππο, καθώς ο επόμενος στόχος του Μακεδόνα βασιλιά θα ήταν οι ίδιοι οι Αθηναίοι.

    [10] Ἀλλ’ ὅτι μὲν δὴ δεῖ βοηθεῖν, εἴποι τις ἄν, πάντες ἐγνώ-
καμεν, καὶ βοηθήσομεν· τὸ δ’ ὅπως, τοῦτο λέγε. μὴ τοίνυν,
ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, θαυμάσητε, ἂν παράδοξον εἴπω τι τοῖς
πολλοῖς. νομοθέτας καθίσατε. ἐν δὲ τούτοις τοῖς νομο-
θέταις μὴ θῆσθε νόμον μηδένα (εἰσὶ γὰρ ὑμῖν ἱκανοί), ἀλλὰ
τοὺς εἰς τὸ παρὸν βλάπτοντας ὑμᾶς λύσατε. [11] λέγω τοὺς
περὶ τῶν θεωρικῶν, σαφῶς οὑτωσί, καὶ τοὺς περὶ τῶν
στρατευομένων ἐνίους, ὧν οἱ μὲν τὰ στρατιωτικὰ τοῖς οἴκοι
μένουσι διανέμουσι θεωρικά, οἱ δὲ τοὺς ἀτακτοῦντας ἀθῴους
καθιστᾶσιν, εἶτα καὶ τοὺς τὰ δέοντα ποιεῖν βουλομένους
ἀθυμοτέρους ποιοῦσιν. ἐπειδὰν δὲ ταῦτα λύσητε καὶ τὴν
τοῦ τὰ βέλτιστα λέγειν ὁδὸν παράσχητ’ ἀσφαλῆ, τηνικαῦτα
τὸν γράψονθ’ ἃ πάντες ἴσθ’ ὅτι συμφέρει ζητεῖτε. [12] πρὶν δὲ
ταῦτα πρᾶξαι, μὴ σκοπεῖτε τίς εἰπὼν τὰ βέλτισθ’ ὑπὲρ ὑμῶν
ὑφ’ ὑμῶν ἀπολέσθαι βουλήσεται· οὐ γὰρ εὑρήσετε, ἄλλως
τε καὶ τούτου μόνου περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν ἀδίκως
τι κακὸν τὸν ταῦτ’ εἰπόντα καὶ γράψαντα, μηδὲν δ’ ὠφελῆσαι
τὰ πράγματα, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ λοιπὸν μᾶλλον ἔτ’ ἢ νῦν τὸ
τὰ βέλτιστα λέγειν φοβερώτερον ποιῆσαι. καὶ λύειν γ’, ὦ
ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοὺς νόμους δεῖ τούτους τοὺς αὐτοὺς ἀξιοῦν
οἵπερ καὶ τεθήκασιν· [13] οὐ γάρ ἐστι δίκαιον, τὴν μὲν χάριν, ἣ
πᾶσαν ἔβλαπτε τὴν πόλιν, τοῖς τότε θεῖσιν ὑπάρχειν, τὴν
δ’ ἀπέχθειαν, δι’ ἧς ἂν ἅπαντες ἄμεινον πράξαιμεν, τῷ νῦν
τὰ βέλτιστ’ εἰπόντι ζημίαν γενέσθαι. πρὶν δὲ ταῦτ’ εὐτρε-
πίσαι, μηδαμῶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μηδέν’ ἀξιοῦτε τηλι-
κοῦτον εἶναι παρ’ ὑμῖν ὥστε τοὺς νόμους τούτους παραβάντα
μὴ δοῦναι δίκην, μηδ’ οὕτως ἀνόητον ὥστ’ εἰς προὖπτον
κακὸν αὑτὸν ἐμβαλεῖν.