Βιβλιογραφία
Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία
Γενικός στόχος του μελετήματος είναι η διερεύνηση του κρίσιμου φαινομένου της δημιουργικής αρχαιογνωσίας στη νεότερη Ελλάδα, σε συνδυασμό με: (α) την όλη ελληνική παράδοση, όπου ο βυζαντινός και νεοελληνικός λαϊκός πολιτισμός δημιουργούν αντιθετικές και διαλεκτικές συμπληρωματικότητες σε σχέση με τον αρχαίο αλλά και μεταξύ τους· (β) το δυτικοευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Ο συγγραφέας εξετάζει, στο πρώτο κεφάλαιο του μελετήματός του, τις, συντηρητικές ή προοδευτικές, σχέσεις, που ευνοήθηκαν κατά καιρούς ανάμεσα στον νεότερο ελληνισμό και στην αρχαιότητα, όπως αυτές εντοπίζονται σε κείμενα κλασικών φιλολόγων και λογοτεχνών. Συζητείται, καταρχάς, το παράδειγμα του Κοραή, οι ιδεολογικές του απόψεις για τις σχέσεις αρχαίου και νεότερου ελληνισμού, και το πλαίσιο δράσης του. Στη συνέχεια, συγκρίνονται οι απόψεις δύο λογοτεχνών, που υπήρξαν και μεταφραστές αρχαίων ελληνικών κειμένων, του Χριστόπουλου με του Βηλαρά, και, τέλος, οι ιδέες του κλασικιστή Κάλβου με του ρομαντικού Σολωμού.
Το δεύτερο κεφάλαιο του μελετήματος, υπό τον τίτλο "Δημοτικισμός και μεταφράσεις", αρχίζει από τον 19ο "αιώνα των φιλολόγων". Αναφέρονται εδώ αντιπροσωπευτικά παραδείγματα μεταφραστών αρχαιοελληνικών κειμένων, όπως του Γρυπάρη, και σχετικές εκδοτικές προσπάθειες των εκδοτικών οίκων "Φέξη", "Ζαχαρόπουλου" και "Παπύρου". Κατά τον συγγραφέα, τα μεταφραστικά εγχειρήματα του 20ού αιώνα «ανακίνησαν ―σκόπιμα ή μη― καίρια κοινωνικά προβλήματα του τόπου μας και εξέφρασαν τις λανθάνουσες εντάσεις του κοινωνικού μας συστήματος, αλλά και των αντιφάσεων της ελληνικής διανόησης» (σ.60). Ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αναφέρονται τα "Ορεστειακά" και η καλλιτεχνική τους παρουσίαση στο θεατρικό έργο του Γ. Ξενόπουλου Φοιτηταί. Πίσω από αυτά τα γεγονότα διακρίνονται οι αντιφάσεις της ελληνικής συγκρότησης, πριν από την έλευση του Βενιζέλου, και, ταυτόχρονα, οι αντικρουόμενες τάσεις που υπήρχαν στην ελληνική διανόηση της εποχής. Ο I.Θ. Κακριδής μίλησε σχετικά για Το Μεταφραστικό Πρόβλημα (1936).
Ενώ τον 19ο αιώνα οι μεταφράσεις φέρνουν τον αναγνώστη στα αρχαία ελληνικά κείμενα, στον 20ό φέρνουν τους αρχαίους στον αναγνώστη. Εκπρόσωπος της τάσης αυτής θεωρείται ο Γληνός, με την "Εισαγωγή" στον Σοφιστή του Πλάτωνα. (1940) και τη συνεχίζουν άλλοι προοδευτικοί διανοούμενοι στοχαστές, μεταφραστές και φιλόλογοι, όπως οι Κορδάτος, Παπανούτσος, Λεκατσάς, κ.ά. Στα έργα τους η αρχαιομάθεια χρησιμοποιήθηκε συχνά ως όργανο ιδεολογικής αντιπαράθεσης και κοινωνικού προβληματισμού. Με το έργο του Παλαμά αναζητούνται οι ιδεαλιστικοί δίαυλοι για την υπέρβαση του διλημματικού ζεύγους "αρχαίοι-νεότεροι", ενώ οι απόψεις του Καβάφη ως προς αυτό το ζήτημα κυμαίνονται από τον εύστροφο ρεαλισμό των διαπιστώσεων έως τον στέρεο μοραλισμό (σ.85).
Αναφέρονται, τέλος, και σχολιάζονται οι απόψεις για τη μετάφραση και, γενικότερα, για τις τραυματικές σχέσεις του αρχαιοελληνικού παρελθόντος με το νεοελληνικό παρόν των Ι. Συκουτρή, Ι.Θ. Κακριδή και Δ.Ν. Μαρωνίτη.
Στον Επίλογό του ο συγγραφέας διαπιστώνει αποσπασματικότητα στο έργο των μεταφράσεων, και δέχεται ότι: «H συνέχεια δεν μπορεί να προσδιορίζεται από την τυπική και επαναπαυτική ιδεοληψία του "εθνικού κληρονόμου", η οποία ευθύνεται για τεράστιες απώλειες ουσιαστικής αρχαιογνωσίας στη νεότερη Ελλάδα, αλλά από την επίγνωση του δυνητικού και διαρκώς αυτοδύναμου πολιτισμικού δέκτη».



