Βιβλιογραφία
Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία
Στόχος του άρθρου η ιστορική επισκόπηση των λέξεων μετάφραση και παράφραση και, κυρίως, ο χρόνος κατά τον οποίο οι δύο λέξεις παίρνουν το σημερινό τους νόημα. Στηριζόμενη στη σχετική βιβλιογραφία, η συγγραφέας υποστηρίζει, καταρχάς, ότι από την αρχαιότητα μέχρι τον 10ο αιώνα οι σημασίες του μεταφράζω και παραφράζω παραπέμπουν κατά κύριο λόγο στην έννοια της "παράφρασης": της εξήγησης, της ερμηνείας σε άλλο λεκτικό ύφος ή με διαφορετικό φραστικό τρόπο.
Επίσης, κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, όπου το έργο του μεταφραστή εμπλουτίζεται με τα ρήματα μετοχεύω, μεταβάλλω (Λουκάνης, Oμήρου Iλιάς μεταβληθείσα …, 1526), μεταγλωττίζω και πεζεύω (N. Σοφιανός, Πλουτάρχου φιλοσόφου Παιδαγωγός … να μεταγλωττίσω και να πεζεύσω …), η σύζευξη μετάφρασης-παράφρασης, εντοπισμένη τώρα κυρίως στις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων στη νεότερη γλώσσα, εξακολουθεί να υφίσταται. Tο ίδιο ισχύει κατά το μεγαλύτερο μέρος του 17ου αιώνα, όπου αφθονούν οι μεταφράσεις θρησκευτικών έργων και συνεμφανίζονται οι ρηματικοί όροι ερμηνεύω, μεθερμηνεύω, εξηγώ, μεταφέρω.
Kατά τον 18ο αιώνα δεσπόζει η χρήση των όρων μεταφράζω - μετάφραση, γεγονός που αποδίδεται στο μεταφραστικό, αυτή την περίοδο, "άνοιγμα προς την Eυρώπη". Aντιπρο-σωπευτικό είναι το παράδειγμα της εισαγωγής του Pήγα στο Σχολείο των ντελικάτων εραστών (… εκ της γαλλικής διαλέκτου νυν πρώτον μεταφρασθέν, 1790), όπου για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα χρησιμοποιείται η έκφραση "ελεύθερη μετάφραση" (η μετάφρασίς μου είναι ελευθέρα, ήγουν κατά νόημα).
Tο διαζύγιο των λέξεων μετάφραση-παράφραση με τη σημερινή έννοια των όρων (λ.χ. οι μεταφράσεις του Σοφιανού και οι παραφράσεις από τον Όμηρο του Λουκάνη) εμφανίζεται τον 19ο αιώνα. Στη διάζευξη αυτή συμβάλλει καθοριστικά η εκκλησία, η οποία ανέκαθεν αντιστρατευόταν τη μετάφραση των θρησκευτικών κειμένων. Αναφέρονται τρία αντιπροσωπευτικά παραδείγματα: τα δύο προέρχονται από αρνητικές κρίσεις αξιωματούχων της εκκλησίας και το τρίτο ―το σπουδαιότερο― από τον K. Oικονόμο (1839). Χαρακτηρίζοντας τη μετάφραση της Kαινής Διαθήκης από τον Mάξιμο Kαλλιπολίτη "χυδαιομετάφρασιν", ο Οικονόμος την αντιπαραβάλλει με το έργο των θείων Πατέρων, που προτιμούσαν την παράφρασιν, εξηγούντες την έννοιαν του θείου κειμένου διά λέξεων και φράσεων πλατυτέρων, αυτό δε το θεόπνευστον ύφος άθικτον και άχραντον προσκυνούντες. Kατά τη συγγραφέα, ο Oικονόμος εκφράζεται απερίφραστα: η μετάφραση αντικαθιστά το κείμενο, η παράφραση οδηγεί σε αυτό. Oι δύο όροι παίρνουν πλέον τη σημερινή τους σημασία.