Βιβλιογραφία
Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία
Στο πρώτο κεφάλαιο της Εισαγωγής του στη μετάφραση του πλατωνικού Σοφιστή, που επιγράφεται «Μερικοί στοχασμοί για τη σημερινή θέση των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα», ο Γληνός θέτει τρία ερωτήματα που αφορούν αντίστοιχα στον μεταφραστή, τη μεταφραστική γλώσσα και τον αναγνώστη της μετάφρασης: «(α) Εκείνος που θα μεταφράσει τον Σοφιστή, και θα τον ερμηνέψει φυσικά, είναι σε θέση να κατανοήσει σ' όλο το βάθος και τη σημασία του το περιεχόμενο αυτού του έργου; (β) Η νέα μας γλώσσα έχει καλλιεργηθεί αρκετά για ν' αποδώσει ζωντανά, φυσικά και σωστά τα νοήματά του; (γ) Υπάρχουνε στο αναγνωστικό κοινό τα μορφωτικά στοιχεία που χρειάζονται για να γίνει η μελέτη του έργου αυτού γόνιμη πηγή στοχασμού;» (σ.3).
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είναι υποκειμενική, αλλά αφορά στους αντικειμενικούς όρους, διαφορετικούς σε κάθε εποχή, που καθιστούν δυνατή την κατανόηση ενός έργου. Κατά τον Γληνό, η πλατιά διάδοση στην εποχή του της διαλεκτικής σκέψης, που αποτελεί το ουσιαστικό περιεχόμενο του Σοφιστή, δημιουργεί ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την κατανόηση και ερμηνεία του συγκεκριμένου πλατωνικού διαλόγου.
Καταφατική είναι η απάντησή του και στο δεύτερο ερώτημα. Μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες να μεταφραστούν τα αρχαιοελληνικά έργα σε αρχαΐζουσα καθαρεύουσα ή σε «δημοτική γλώσσα ακατέργαστη και νερουλιασμένη», θεωρεί ότι η δημοτική γλώσσα τα τελευταία χρόνια έχει κάνει αρκετές πετυχημένες δοκιμές σ' όλα τα είδη του πεζού λόγου, ακόμη και του επιστημονικού και φιλοσοφικού, ώστε είναι καιρός πια να δοκιμάσει τα όρια της πλαστικότητας και της ακριβολογίας της ακόμη και σε έργα όπως ο Σοφιστής.
Το τρίτο ερώτημα έχει κεντρική σημασία για τον μεταφραστή, γιατί αυτός ποτέ δεν δουλεύει στο κενό. «Δεν έγινε ποτέ λόγου ή τέχνης έργο χωρίς τη συνειδητή ή και την υποσυνείδητη, την άμεση ή την απώτερη παρουσία του τρίτου, του θεατή, του ακροατή, του αναγνώστη, μ' όποιον τρόπο κι αν τόνε φανταστεί κανείς, έναν ή πολλούς, φίλο ή άγνωστο, συγκαιρινό ή κατοπινό. Γιατί η εσώτατη ουσία και το βαθύτερο κίνητρο της πνευματικής δημιουργίας είναι η ανακοίνωση, η εξωτερίκευση, η εξωυποκειμενική υποστάτωση. Και τούτο έχει πολύ μεγαλύτερη φυσικά σημασία για τον ερμηνευτή ενός έργου τέχνης και για τον μεταφραστή. Η μετάφραση δεν είναι τίποτ' άλλο παρά ερμηνεία ενσαρκωμένη στο ξαναχυμένο έργο. Και ο ερμηνευτής για κάποιον ερμηνεύει βέβαια» (σ.7). Για να απαντήσει στο τρίτο ερώτημα, ο Γληνός κάνει μια εκτενή αναδρομή στην ιστορία των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα και στις σκοπιμότητες που αυτές κατά καιρούς υπηρέτησαν, καταλήγοντας σε μια περιγραφή της κατάστασης στις αρχές του 20ού αιώνα. Κατά την άποψή του, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα οι αρχαϊστικές τάσεις στον χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών υποχωρούν μπροστά στην ανανεωτική δράση του δημοτικισμού, υπό την επίδραση του οποίου διαμορφώνονται τρεις τάσεις στην μελέτη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού: (α) στροφή προς τη μελέτη του περιεχομένου των κλασικών έργων, με εκφραστή της κυρίως τον Παναγή Λορεντζάτο και εν μέρει τον Σίμο Μενάρδο (β) εισαγωγή στην Ελλάδα της γερμανικής φιλολογικής επιστήμης, σε καθαρευουσιάνικη εκδοχή από τον Ι. Συκουτρή και σε δημοτικιστική εκδοχή από τον Κ. Γεωργούλη και τον Ι.Θ. Κακριδή και (γ) η προσπάθεια του Φώτη Φωτιάδη και του Αλέξανδρου Δελμούζου για διδασκαλία των κλασικών από μετάφραση στο σχολείο. Η τρίτη αυτή τάση για μελέτη των αρχαίων κειμένων από μεταφράσεις είναι και η πιο γόνιμη, γιατί μόνο αυτή αποτελεί δημιουργική αναβίωση της αρχαίας λογοτεχνίας και μπορεί να δημιουργήσει ενδιαφέρον για τους κλασικούς σ' ένα πλατύτερο αναγνωστικό κοινό: «η σωστή μετάφραση είναι μετουσίωση και αναδημιουργία […]. Η μετάφραση χρησιμοποιεί και μετοχετεύει τα πορίσματα της επιστήμης, της κριτικής και της ερμηνευτικής προς το δημιουργικό ξαναζήσιμο και είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα και για την παιδεία και για τη δημιουργία. Και συνάμα εξυπηρετεί αμεσότατα η καλή μετάφραση έναν από τους σημαντικότατους σκοπούς της ανθρωπιστικής παιδείας, το άπλωμά της σε όσο μπορεί πλατύτερα στρώματα του λαού, σε όλο τον λαό, που περνάει από το λαϊκό σχολείο ή μπορεί να διαβάσει και αργότερα τη μετάφραση. Έτσι μπορούν να ξαναζήσουνε τα μεγάλα και αθάνατα έργα των Ελλήνων, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, η Αντιγόνη και η Μήδεια, ο Ηρόδοτος και ο Κρίτωνας του Πλάτωνα, και άλλα πολλά και να γίνουνε καθαυτό λαϊκά αναγνώσματα. Αν εννοούμε καλά, πως οι αρχαίοι πρέπει να γίνουνε για τον λαό μας όλο πηγή και κίνητρο της νέας ζωής μας και διαμορφωτικά στοιχεία του νέου πολιτισμού μας και δεν πρέπει να περιοριστούν οι ανθρωπιστικές σπουδές σαν ένα προνόμιο μιας πνευματικής ολιγαρχίας, η ζωντανή λογοτεχνική μετάφραση, όπως η ερμηνευτική καθοδήγηση στα μουσεία και στα αρχιτεκτονικά μνημεία, είναι τα μέσα που θα βοηθήσουνε περισσότερο απ' όλα στο άπλωμα της ανθρωπιστικής παιδείας στο λαό» (σ.57).



