Βιβλιογραφία

Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία 

 

Η συγκεκριμένη μονογραφία συγκεντρώνει οκτώ δοκίμια με κοινό θέμα τη μετάφραση της ποίησης, κατανέμοντάς τα, ανά τέσσερα, σε δύο ενότητες:

  • (α) ποίηση και μετάφραση
  • (β) ποιητές και μεταφραστές.

Στο πρώτο και εκτενέστερο δοκίμιο, που επιγράφεται «Η μετάφραση ως πρωτότυπο» και αποτελεί ελαφρά τροποποιημένη μορφή παλαιότερης εισήγησης, δημοσιευμένης στον τόμο Πρωτότυπο και μετάφραση, συστήνεται η μεταφραστική θεωρία του Βαγενά και διευκρινίζεται με σύγκριση μεταφραστικών δειγμάτων αναλυτική παρουσίαση βλ. στο σχετικό βιβλιογραφικό λήμμα.

Στο δεύτερο δοκίμιο («Προϋποθέσεις της Δεύτερης Γραφής»), ο συγγραφέας επιχειρεί, με βάση τη μεταφραστική του θεωρία, να ερμηνεύσει την ανισότητα που παρατηρείται στις μεταφράσεις που ο Ελύτης συγκέντρωσε στον τόμο Δεύτερη Γραφή. Σύμφωνα με την άποψή του, «η μετάφραση δεν είναι άλλο από το αποτέλεσμα της συνάντησης της ευαισθησίας ενός ποιητή με την ευαισθησία του μεταφραστή του. Όσο πιο συγγενικές είναι αυτές οι δύο ευαισθησίες, τόσο ομαλότερη θα είναι η συνάντησή τους και αρμονικότερο το συνταίριασμά τους. Και όσο περισσότερο είναι διαφορετικές, τόσο η συνάντηση θα είναι πιο δύσκολη και τόσο πιο απροσδόκητο το αποτέλεσμα» (σ.49-50). Διαπιστώνεται, λοιπόν, πως η ευαισθησία και οι ποιητικοί ρυθμοί του Ουνγκαρέτι, του Ρεμπώ, του Λόρκα και του Λωτρεαμόν είναι ξένοι στον Ελύτη, γι' αυτό και στην περίπτωση αυτή οι μεταφράσεις του αποτυγχάνουν να διαφυλάξουν την ποίηση των πρωτότυπων ποιημάτων. Επιπλέον, από την αδυναμία συντονισμού με τον ρυθμό του πρωτοτύπου απορρέει και η ανάγκη του Ελύτη να επιδείξει στις συγκεκριμένες μεταφράσεις μεγαλύτερη μεταφραστική ελευθερία, αναπτύσσοντας με προσθήκες και περιφράσεις την ελλειπτική και υπαινικτική έκφραση του πρωτοτύπου. «Επειδή οι ρυθμοί [των παραπάνω ποιητών] είναι πιο σύντομοι και οι λέξεις με τις οποίες ενσαρκώνονται δεν αρκούν για να καλύψουν το μήκος των δικών του ρυθμών, ο Ελύτης αισθάνεται ένα μέρος της φωνής του άδειο, στο κενό. Το κενό αυτό νιώθει την ανάγκη να το καλύψει με πρόσθετες λέξεις» (σ.56). Αντιθέτως, επιτυχημένες είναι οι μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και του Ζουβ, επιτυχία που αποδίδεται στη μεγάλη συγγένεια του Ελύτη με τους συγκεκριμένους ποιητές. «Οι μεταφράσεις αυτές είναι ποίηση σαν αυτή με την οποία μας έχει συνηθίσει ο ποιητής Ελύτης. Και είναι ποίηση χωρίς καθόλου ν' απομακρύνονται από το πρωτότυπο. Στις μεταφράσεις αυτές σπάνια ο Ελύτης αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει μια λέξη ή να συνεχίσει έναν στίχο. Οι ρυθμοί τους ξεδιπλώνονται με τέτοιο κύρος και με τέτοια σταθερότητα, που θα νόμιζε κανείς πως είναι ποιήματα γραμμένα κατευθείαν στα ελληνικά» (σ.57).

Στο τρίτο δοκίμιο («Η μετάφραση των έμμετρων μορφών στην εποχή του ελεύθερου στίχου»), ο Βαγενάς ασκεί κριτική στην άποψη ότι η μετάφραση θα πρέπει να αποδίδει πιστά την έμμετρη μορφή παλαιότερων ποιημάτων. Σύμφωνα με την άποψή του, η μορφή ενός ποιήματος, που παράγεται από την οργάνωση των γλωσσικών του σημείων, είναι κι αυτή με τη σειρά της μια μονάδα με νόημα. Το νόημά της προσδιορίζεται από μια σειρά συντελεστών, όπως το ποιητικό είδος στο οποίο ανήκει το ποίημα, η σχέση της με άλλα ποιητικά είδη της λογοτεχνικής παράδοσης και η μορφή της συγκεκριμένης κοινωνίας που την παρήγαγε. Στην ουσία όλες οι λογοτεχνικές μορφές, ως συμπύκνωση της ευαισθησίας μιας κοινωνίας, αποτελούν αντανάκλαση της μορφής της κοινωνίας στην οποία έχουν παραχθεί. Έτσι, όσον καιρό ο άνθρωπος αισθανόταν τον κόσμο ως ολότητα που διέπεται από μια συνεκτική αρχή, κυριαρχούσαν στην ποίηση οι αυστηρά έμμετρες μορφές από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα όμως, η ολότητα αυτή αρχίζει να χάνεται και την απώλειά της εκφράζει η κυριαρχία του ελεύθερου στίχου. Από τη στιγμή που η λογοτεχνική μορφή ορίζεται ως σημαίνον που παραπέμπει σε κάποιο σημαινόμενο, έπεται ότι και αυτή πρέπει να μεταφράζεται, «γιατί με την πάροδο του χρόνου και την αλλαγή της ευαισθησίας, της οποίας ήταν το σημαίνον, η μορφή του πρωτοτύπου δεν έχει το ίδιο σημαινόμενο» (σ.71). Έτσι το σονέτο για τον αναγνώστη του 16ου αιώνα είναι μια συνηθισμένη λογοτεχνική μορφή, που ανταποκρίνεται στην κοσμοαντίληψή του, ενώ για τον σημερινό αναγνώστη αποτελεί εσκεμμένη παρέκκλιση από τον λογοτεχνικό κανόνα. «Αυτό σημαίνει ότι ο σημερινός μεταφραστής θα πρέπει να μεταφράσει τη μορφή του πρωτότυπου σε μια μορφή βγαλμένη μέσα από τα ποιητικά δεδομένα της δικής του γλώσσας, το νόημα της οποίας θα πρέπει να βρίσκεται σε όσο γίνεται μεγαλύτερη αντιστοιχία με το νόημα που είχε η μορφή του πρωτότυπου για τους ανθρώπους της εποχής της σύνθεσής του. Τα ποιητικά δεδομένα της γλώσσας του είναι πρώτα απ' όλα τα δεδομένα του ελεύθερου στίχου της και έπειτα τα δεδομένα του έμμετρου, σε συνάρτηση με τα οποία αναπτύχθηκε ο ελεύθερος στίχος της. Ο σκοπός του θα πρέπει να είναι να μεταφράσει τη ρυθμική τάξη του παλαιού ποιήματος με τους όρους της αρμονίας του ελεύθερου στίχου, οι οποίοι, παρά τα φαινόμενα, δεν είναι γενικά λιγότερο αυστηροί από τους όρους της αρμονίας του έμμετρου στίχου» (σ.73-74). Αυτό, κατά τον Βαγενά, δεν σημαίνει ότι όλα τα έμμετρα παλαιότερα ποιήματα θα πρέπει να μεταφράζονται ομοιόμορφα σε μία μορφή ελεύθερου στίχου. Αντιθέτως, όπως ποικίλλει ο βαθμός μετρικής πειθαρχίας των παλαιότερων έμμετρων μορφών, έτσι και ο ελεύθερος στίχος της μετάφρασης θα πρέπει, κατά περίπτωση, να περιέχει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό έμμετρα στοιχεία. Στο τέλος του δοκιμίου, ο συγγραφέας αναφέρεται σε μεταφραστικές δοκιμές που ακολουθούν τις αρχές που ανέπτυξε, επιμένοντας κυρίως στην επιτυχή απόδοση του σαιξπηρικού σονέτου από τον Στυλιανό Αλεξίου.

Στο τέταρτο δοκίμιο («Οχτώ θέσεις για τη μετάφραση της ποίησης») συνοψίζονται επιγραμματικά οκτώ βασικές θέσεις της μεταφραστικής θεωρίας του Βαγενά:

  • Η ποιητική γλώσσα είναι ενιαία και αδιαίρετη, γιατί είναι αδύνατο να χωρίσουμε το σημαίνον από το σημαινόμενό της. Γι' αυτό, η ποιητική γλώσσα μπορεί να οριστεί ως η μη μεταφράσιμη γλώσσα, αφού η μετάφραση προϋποθέτει την αυθαίρετη σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου.
  • Η μετάφραση της ποίησης μόνο αναδημιουργία μπορεί να είναι «ακριβέστερα, η δημιουργία, με τα υλικά της γλώσσας του μεταφραστή, ενός ποιητικού σώματος εκ νέου: ενός σώματος αντίστοιχου (αφού δεν μπορεί να είναι το ίδιο), ισόβαρου και ομοιότονου με το σώμα του πρωτότυπου».
  • «Αν η μετάφραση της ποίησης είναι αδύνατη, τότε η μετάφραση της ποίησης είναι μια πραγματική τέχνη».
  • «Στη μετάφραση της ποίησης το πρωτότυπο είναι το βίωμα, και η διαδικασία της μετάφρασης η ποιητική πράξη».
  • «Η επίδραση ανάμεσα σε δύο ποιητές διαφορετικής γλώσσας προϋποθέτει τη μετάφραση. […] Κανείς ποιητής δεν μπορεί να πάρει από έναν ξένο ποιητή μια ποιητική εικόνα, αν δεν τη βάλει πρώτα σε λέξεις, αν δεν της εμφυσήσει έναν ρυθμό της γλώσσας του».
  • «Η μετάφραση είναι ο προσεχτικότερος τρόπος ανάγνωσης. Οι καλύτεροι αναγνώστες είναι οι μεταφραστές».
  • «Μερικά από τα καλύτερα ελληνικά ποιήματα είναι μεταφράσεις. Μερικές μεταφράσεις είναι από τα καλύτερα ελληνικά ποιήματα».
  • «Μια ιστορία της λογοτεχνίας που δεν περιλαμβάνει μεταφράσεις είναι ελλιπής ιστορία. Μια ποιητική ανθολογία που δεν περιλαμβάνει μεταφράσεις είναι ελλιπής ανθολογία».

Θέμα του πέμπτου δοκιμίου είναι «Ο Σεφέρης ως μεταφραστής της αγγλικής ποίησης». Ο συγγραφέας συνοψίζει καταρχήν τη συντηρητική μεταφραστική θεωρία του Σεφέρη, ο οποίος, μέσα από μια κλασικιστική οπτική, παρέβαλλε τη μετάφραση με την αντιγραφή ζωγραφικών πινάκων, και στη συνέχεια αξιολογεί τις σεφερικές μεταφράσεις από τα αγγλικά, επιμένοντας κυρίως στη μετάφραση της Έρημης Χώρας του Έλιοτ. Το τελικό συμπέρασμα είναι πως «οι περισσότερες από τις μεταφράσεις αυτές έχουν τα σημάδια του μεταφραστικού συντηρητισμού του Σεφέρη» (σ.100). Υπάρχουν όμως και μερικές εξαιρετικές, όπως η «Μαρίνα» και οι «Δυσκολίες πολιτευομένου» του Έλιοτ και η «Μυθολογία, Β΄» του Ντάρελ.

Στο έκτο δοκίμιο («Η Οδύσσεια δύο ποιητών») ο Βαγενάς επιχειρεί να ερμηνεύσει την αίσθηση πρωτότυπου ποιήματος που δίνει στον αναγνώστη η μετάφραση της Οδύσσειας του Καζαντζάκη από τον Κ. Φράιερ.

Το έβδομο δοκίμιο («Σχόλια στον Σεφέρη») επανέρχεται στις μεταφράσεις του Σεφέρη από τα αγγλικά, κυρίως στις μεταφραστικές αστοχίες της Έρημης Χώρας και του Φονικού στην εκκλησιά. Επιχειρείται, επίσης, να ερμηνευθεί η παρουσία στις σεφερικές μεταφράσεις γλωσσικών τύπων της «ψυχαρικής δημοτικής», με συχνότητα μεγαλύτερη απ' ό,τι στα ποιήματά του.

Τέλος, στο όγδοο δοκίμιο («Ο Κάλβος και οι Ψαλμοί του Δαβίδ») σχολιάζεται η μεταφραστική εργασία του Α. Κάλβου πάνω στους Ψαλμούς του Δαβίδ και συζητείται κατά πόσο η ποιητική γλώσσα του έχει επηρεαστεί από την ελληνιστική κοινή του βιβλικού κειμένου.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Σ. ΤΣΕΛΙΚΑΣ