Βιβλιογραφία
Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία
Επισημαίνεται καταρχήν ο σπουδαίος πολιτιστικός ρόλος της μετάφρασης κατά τον 20ό αιώνα, όπως αυτός καταδεικνύεται από το μεγάλο μερίδιο μεταφρασμένων έργων στην ετήσια εκδοτική παραγωγή και από τη θέση της μετάφρασης στην καθημερινή επικοινωνία. Παρά την αναμφισβήτητη όμως πολιτισμική σπουδαιότητα της μετάφρασης, η μεταφραστική διαδικασία αντιμετωπίζεται συνήθως αβασάνιστα από τους πολλούς και η μεταφρασιολογία συγκροτήθηκε ως επιστημονικός κλάδος μόλις το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, παρότι και παλιότερα υπήρχε κάποιος μη επιστημονικός θεωρητικός στοχασμός σχετικά με τη μετάφραση, κυρίως από μεταφραστές και ανθρώπους που ασχολούνταν γενικότερα με τη γλώσσα. Εξαιτίας της πρόσφατης σύστασης του επιστημονικού αυτού κλάδου, είναι αναμενόμενο να υπάρχει ορολογική σύγχυση ως προς την ονομασία του. Για τα ελληνικά ο Ανδρουλιδάκης προτείνει τον όρο "μεταφρασιολογία", ενώ οι όροι "θεωρία της μετάφρασης" και "μεταφραστική θεωρία" μπορούν να χρησιμοποιηθούν για επιμέρους θεωρίες μέσα στα πλαίσια της μεταφρασιολογίας ή για τις θεωρητικές αρχές που ασύνειδα ακολουθούν οι μεταφραστές κατά τη μεταφραστική διαδικασία. Τα στοιχεία που διακρίνουν την επιστήμη της μεταφρασιολογίας από μη επιστημονικές προσεγγίσεις του μεταφραστικού φαινομένου είναι η ευρύτητα της έρευνάς της, που θέλει να καλύψει όλες τις μορφές μετάφρασης χωρίς να αρκείται κυρίως σε μία, συνηθέστερα τη λογοτεχνική, και ο επιστημολογικός χαρακτήρας της: πρόθεσή της είναι να μην αποτελεί μάθηση κανονιστική (αξιολογική ή δεοντολογική), αλλά πρωτίστως περιγραφική (οντολογική). Φυσικά ο αξιολογικός ή δεοντολογικός τόνος είναι αδύνατο να αποβληθεί, γι' αυτό η μεταφρασιολογία μπορεί να περιγραφεί ως ένα είδος μεταγλώσσας, που προσπαθεί να ανιχνεύσει τις γενικότερες κοσμοθεωρητικές αρχές από τις οποίες απορρέουν οι επιμέρους μεταφραστικές αξίες ή να παραγάγει από ήδη τεθειμένες αξίες ένα συνεπές σύστημα δεοντολογικών μεταφραστικών προτάσεων.
Στη συνέχεια του άρθρου, δίνεται μια ιστορική επισκόπηση των διαφόρων μεταφραστικών θεωριών που κυριάρχησαν στον χώρο της μεταφρασιολογίας. Κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60 βρισκόταν στην ακμή της η αυστηρά γλωσσολογική θεώρηση της μετάφρασης, που ακόμη και στη δεκαετία του '70 ήταν αρκετά διαδεδομένη. Ως αντιπροσωπευτικούς της γλωσσολογικής θεώρησης ο Ανδρουλιδάκης αναφέρει τους ακόλουθους ορισμούς: (α) «Η διαγλωσσική μετάφραση μπορεί να οριστεί ως η αντικατάσταση στοιχείων μιας γλώσσας, του πεδίου ορισμού της μετάφρασης, από ισοδύναμα στοιχεία μιας άλλης γλώσσας του πεδίου τιμών» (A.G. Oettinger) (β) «Η μετάφραση μπορεί να οριστεί ως εξής: η αντικατάσταση κειμενικού υλικού σε μια γλώσσα (γλώσσα-πηγή) από ισοδύναμο κειμενικό υλικό σε μια άλλη γλώσσα (γλώσσα-στόχο)» (J.C. Catford). Οι δύο παραπάνω ορισμοί, παρότι εντάσσονται και οι δύο στα πλαίσια της γλωσσολογίας, διαφοροποιούνται στο εξής σημείο: ενώ ο πρώτος περιορίζει τη μεταφραστική διαδικασία στα όρια του γλωσσικού συστήματος, ο δεύτερος εισάγει την έννοια του κειμένου, αναγνωρίζοντας στην ουσία ότι η μεταφρασιολογία δεν μπορεί να συγκροτηθεί σε επιστήμη της, κατά Saussure, γλώσσας (langue), αλλά είναι κατ' ανάγκη επιστήμη της ομιλίας (parole), αφού ο μεταφραστής δεν μεταφράζει γλωσσικά συστήματα, αλλά συγκεκριμένα κείμενα. Επιπλέον, η έννοια της ισοδυναμίας, την οποία χρησιμοποιούν και οι δύο ορισμοί, είναι αδύνατο να οριστεί με αμιγώς γλωσσολογικά κριτήρια και δεν είναι αξιολογικά ουδέτερη, αφού το περιεχόμενό της εξαρτάται από τις μεταφρασιολογικές αξίες που θέτουμε και επιδέχεται πολλές διαβαθμίσεις. Γενικότερα, «η αυστηρά γλωσσολογική θεώρηση της μετάφρασης κατακρίθηκε και κατακρίνεται συχνά, επειδή παραγνωρίζει με τη γενικότητά της ζωτικότατες μεταφραστικές παραμέτρους, καθώς είναι το επικοινωνιακό πλαίσιο του πρωτοτύπου, η πρόθεση του συντάκτη του και οι προσδοκίες του μελλοντικού δέκτη του μεταφράσματος» (σ.20).
Κατά τη δεκαετία του '60 ήδη, ο E.A. Nida είχε αισθανθεί τους περιορισμούς της αυστηρά γλωσσολογικής μεταφρασιολογίας και λαμβάνοντας υπόψη του τα πορίσματα της ψυχογλωσσολογίας, της εθνογλωσσολογίας και της γενετικής μετασχηματιστικής γραμματικής, είδε τη μετάφραση μέσα στο αναφαίρετο πολιτιστικό της περιβάλλον, εξήρε τον ρόλο του δέκτη του μεταφράσματος και διέκρινε δύο τύπους ισοδυναμίας: την "τυπική" ισοδυναμία, που αναπαράγει, ακόμη και μηχανικά, τη μορφή του πρωτοτύπου και τη "δυναμική" ισοδυναμία, που επιδιώκει να προκαλέσει στον δέκτη της μετάφρασης την ίδια επίδραση με το πρωτότυπο, χωρίς να διστάζει να προβεί σε αλλαγές της μορφής. «Τα κριτήρια όμως της δυναμικής ισοδυναμίας παραμένουν ασαφήνιστα ακόμη και στη μεταφρασιοθεωρία του Nida, η προσφορά του στάθηκε ωστόσο μεγάλη, αφού έστρεψε την προσοχή σε πτυχές της μετάφρασης που ελάχιστα είχαν προσεχθεί προηγουμένως, ενώ αξιοσημείωτη υπήρξε και η συμβολή του στην τυπολογία κειμένων» (σ.21).
Ως αρτιότερη θεώρηση της μετάφρασης ο Ανδρουλιδάκης κρίνει εκείνη που στηρίζεται στην επικοινωνιολογία, την κειμενολογία και τη γλωσσοαναλυτική φιλοσοφία και τοποθετεί στο επίκεντρο της μελέτης της τα κείμενα, τόσο το πρωτότυπο όσο και το μετάφρασμα, στα οποία βλέπει να πραγματώνεται η πρόθεση του αρχικού συντάκτη και του μεταφραστή αντίστοιχα. «Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, όταν προσπελάζουμε ένα κείμενο με σκοπό να το μεταφράσουμε, δεν αρμόζει να μείνουμε κατά την ανάλυσή του προσκολλημένοι στη διαπλοκή και τη σημασία των μεμονωμένων λέξεων, φράσεων, περιόδων και παραγράφων, με αποτέλεσμα να το εκλάβουμε ως απλό σύμφυρμα αυτών, αλλά θα πρέπει μάλλον να το δούμε ως οργανικό όλο και ως έσχατη μεταφραστική μονάδα υπό ευρεία έννοια. Μέσα στο πρωτότυπο κείμενο πραγματώνεται η επικοινωνιακή πρόθεση του συντάκτη, την οποία οφείλει ο μεταφραστής να διαγνώσει και να συσχετίσει με τον σκοπό της μετάφρασης και τους μελλοντικούς της δέκτες, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση επικοινωνίας και το πολιτιστικό πλαίσιο όπου εντάσσεται αυτή» (σ.22). Για τη διάγνωση της επικοινωνιακής πρόθεσης του συντάκτη του πρωτοτύπου η σύγχρονη μεταφρασιολογία χρησιμοποιεί την τυπολογία κειμένων, η οποία διακρίνει τα κείμενα σε τρεις θεμελιώδεις τύπους: τα πληροφοριακά, στα οποία προέχει το σημασιολογικό περιεχόμενο * τα παραινετικά που στόχο έχουν να παραινέσουν τον δέκτη τους προς μια πράξη * τα εκφραστικά, που με τη μορφή τους επιδιώκουν να προκαλέσουν κάποια συγκίνηση. «Οι ακολουθίες αυτές της τυπολογίας κειμένων, σε συσχετισμό με τον σκοπό της μετάφρασης, κατευθύνουν την επινοητική δύναμη του μεταφραστή και αποτελούν έναν πολύτιμο γνώμονα για ν' αποτιμά αυτός τα γλωσσικά του εξευρήματα και ν' αντιμετωπίζει τα δεινά διλήμματα που του θέτουν» (σ.24).



