Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲▲ Καρυωτάκης Κ.Γ.

Αυτοπροσωπογραφία του Κ.Γ. Καρυωτάκη δημοσιευμένη
στο περιοδικό «Έσπερος» (Σύρος, Ιούλ. 1923) [πηγή: Βικιπαίδεια].
 

 

 

Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) αναγνωρίστηκε από ποιητές και κριτικούς της γενιάς του, όπως ο Τέλλος Άγρας και ο Κλέων Παράσχος, ως ποιητής αντιπροσωπευτικός. Η αυτοκτονία του, που αναστάτωσε πολλές συνειδήσεις […], δεν μας αφορά ως τελική πράξη με την οποία τερματίζει οικειοθελώς την τραγική ύπαρξή του, αλλά ως απότομη ανακοπή μιας γόνιμης ποιητικής δραστηριότητας, ενώ άλλοι ομήλικοί του μπόρεσαν να συνεχίσουν το έργο και αξιώθηκαν να προχωρήσουν σε σημαντικότερα επιτεύγματα. Αρκεί να θυμηθούμε τον Μήτσο Παπανικολάου, τον Τέλλο Άγρα και τον Γιώργο Σεφέρη που συνεχίζουν τη γόνιμη παραγωγή τους μέχρι το 1943, το 1944 και το 1972.

Μετά τις νομικές του σπουδές, ο Καρυωτάκης διορίζεται υπάλληλος της νομαρχίας και ως υπάλληλος αντιμετωπίζει διάφορες μεταθέσεις. Στον Μεγάλο Πόλεμο στρατολογείται αλλά κατορθώνει να απέχει με συνεχείς άδειες. Στη διάρκεια του πολέμου τυπώνει την πρώτη του συλλογή και ένα σατιρικό εβδομαδιαίο φύλλο, τη Γάμπα (1919), που η αστυνομία θα το σταματήσει. Στο τελευταίο φύλλο είχε δημοσιεύσει το αντιμιλιταριστικό ποίημα «Μιχαλιός». […] Το 1927 εκλέγεται γραμματέας του συνδικάτου δημοσίων υπαλλήλων και τον Φεβρουάριο του 1928 δημοσιεύει ένα σκληρό άρθρο, ενυπόγραφο, καταγγέλλοντας τις πολιτικές σκευωρίες του υπουργού. Τα αντίποινα ήταν αναπόφευκτα: μετάθεση στην Πάτρα και από κει στην Πρέβεζα, όπου πρώτα δοκιμάζει να πνιγεί και ύστερα σημαδεύει την καρδιά με το πιστόλι.

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 369-370.

 

 

Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης αναγορεύτηκε αμέσως μετά την αυτοκτονία του ως «ο αντιπρόσωπος μιας εποχής». Πρόκειται για ένα χαρακτηρισμό που, ενώ αρχικά χρησιμοποιείται με θετικό νόημα, προσλαμβάνει στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 αρνητική σημασία γιατί συνδυάζεται με την αντίδραση στη βαριά ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’20. Πράγματι «η εποχή του Καρυωτάκη» παρουσιάζει ένα πλέγμα από πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά προβλήματα: Εθνικός Διχασμός, Μικρασιατική Καταστροφή, προσφυγικό πρόβλημα, παγκαλική δικτατορία, πολιτική αστάθεια, κυβερνητική κρίση, ανεργία. Τον ορίζοντα της εποχής σκιάζουν οι εικόνες του θανάτου, της ήττας, της αρρώστιας, της προσφυγιάς και της φτώχιας. Η επιθυμία της γενιάς του ’30 να παραμερίσει αποφασιστικά αυτό τον ορίζοντα συμπαρασύρει και τους λογοτέχνες που δημιούργησαν το έργο τους μέσα στην γκρίζα ατμόσφαιρά του.

Οι ποιητές και οι πεζογράφοι της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας χαρακτηρίζονται ως εκφραστές της «παραίτησης», «της φυγής», «της απιστίας», της «εγωπάθειας», της «απαισιοδοξίας», της «παρακμής», της «μικροαστικής μιζέριας», «του «κοινωνικού περιθωρίου», της «παραδοσιακής στιχουργίας», αλλά και της «στρατευμένης τέχνης». […]

Το 1922, [ο Καρυωτάκης] είναι ήδη καταξιωμένος στο μικρό πνευματικό κύκλο της πρωτεύουσας. Αν με τον Πόνο του ανθρώπου και των πραμάτων το 1919 είχε ήδη ξεχωρίσει, με τα Νηπενθή (1921) αναγνωρίζεται πλέον ως ένας γνήσιος λυρικός ποιητής με προσωπικό ύφος. Η ποίησή του ωστόσο δεν ξεπερνά ακόμα τα όρια του εγχώριου νεοσυμβολισμού. Βρισκόμαστε δηλαδή μακριά από τα Ελεγεία και Σάτιρες (1927). Τι μεσολάβησε και η ποίηση του Καρυωτάκη, από λυρική, ελεγειακή και χαμηλόφωνη, έγινε, χωρίς να αποβάλει τη μουσική της υπόσταση, τραγική, ρεαλιστική και εντέλει ανατρεπτική; Μέσα από ποιους δρόμους αναδείχθηκε όχι μόνον ως «ο αντιπροσωπευτικός μιας εποχής», αλλά ως ένας ποιητής που ξεπέρασε την εποχή του;

Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα συνδέονται με ένα πλέγμα ισχυρών παραγόντων. Η δημοσιοϋπαλληλία, η σύφιλη, τα συναισθηματικά αδιέξοδα, η σοβαρή μαθητεία του στην περιοχή της ευρωπαϊκής και της εγχώριας ποίησης είναι στοιχεία προσωπικής ιστορίας που βρίσκουν τον τρόπο να μετουσιωθούν σε ένα έργο εξαιρετικής δραστικότητας, επειδή οι ρίζες τους απλώνονται στο συγκρουσιακό ιδεολογικό υπέδαφος του καιρού του: […]

Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000, 25-26 & 33-34.

 

 

Στη νεοελληνική φιλολογία ο ρεαλισμός δεν είναι πράγμα νέο. Κατέχει σχεδόν ολόκληρη τη σφαίρα της πεζογραφίας μας. Ολίγην όμως από τη σφαίρα της ποιήσεως. Αλλ’ ο ρεαλισμός μας υπήρξεν, έως εδώ και λίγα χρόνια, ηθογραφικός. […]

Ο ρεαλισμός, ο αστικός ρεαλισμός, ο ρεαλισμός του πραγματικού περιβάλλοντός μας, επρόβαλε καθαρός στην ποίηση με το έργο του Καβάφη.

Με την ποίηση του Καρυωτάκη αυτός ο ρεαλισμός έγινε νεοαστικός.

Ποια είναι η πλατύτερη, η χαρακτηριστικώτερη, η συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού ρεαλισμού, το ξεύρομε όλοι: είναι η ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο, η γραφειοκρατία.

Στην πρώτη περίοδο των Νεοελληνικών Γραμμάτων, την Επτανησιακή, ο άνθρωπος των γραμμάτων είν’ ο ευγενής, ο ευπατρίδης. Στη δεύτερη περίοδο, την αθηναϊκήκλασική και ρωμαντική — είν’ ο λόγιος. Στην τρίτη, την προπολεμική, είν’ ο δημοσιογράφος. Στην τετάρτη, τη μεταπολεμική (η κατάπτωση συνεχίζεται) ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο υπάλληλος.

Αυτήν την εποχή έζησε κι’ ο Καρυωτάκης. Κι’ αυτήν έγραψε. Ο ρεαλισμός του είναι ο γραφειοκρατικός. Έτσι ζουν άλλως τε κι’ αυτοί που τον διαβάζουν. Κ’ έτσι τους αντιπροσωπεύει.

Και πώς όχι — όταν μιλή, χωρίς ποιητικές μεταφορές, απροκάλυπτα, για τη «μίσθια δουλειά» και τους σωρούς των χαρτιών, για τον Γραφιά, που

διπλώνοντας το στήθος του γυρεύει αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών του

(Νηπενθή, σελ. 39)

και για τους δημοσίους υπαλλήλους — με την ίδια τους τυπική φρασεολογία από την επίσημη αλληλογραφία των εγγράφων; («Δημόσιοι Υπάλληλοι»).

Τέλλος Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες» [1934-1938]. Κριτικά. Δεύτερος τόμος. Ποιητικά. Πρόσωπα και κείμενα, φιλολ. επιμ. Κώστας Στεργιόπουλος, Ερμής, Αθήνα 1981, 200-201[σειρά: Φιλολογική Βιβλιοθήκη, 4].

 

 

Η ποιητική πορεία του Καρυωτάκη, μετά τις νεανικές δοκιμές, έχει δύο σταθμούς σημαντικούς, που ορίζονται αρχικά με τα έργα Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων (1919) και Νηπενθή (1921), και έπειτα με το Ελεγεία και σάτιρες (1927).

[…]

Πιο συγκεκριμένα, στις δύο πρώτες συλλογές πνέει ο άνεμος του συμβολισμού […] Τα Ελεγεία είναι χαμηλόφωνα δίχως να απομακρύνονται από την παράδοση που καθιερώθηκε στην καλή ποίηση της εποχής. Συχνά εμφανίζονται παιδιά, που αντιπροσωπεύουν την αθωότητα του ανθρώπου. Στο τελευταίο ποίημα του πρώτου μέρους του Ελεγεία, «Βράδυ», η θέα των παιδιών που παίζουν συνδυάζεται με τη μοναξιά στο δωμάτιο του ποιητή και με άλλες παραστάσεις που συγχέονται με τα «χαμένα όνειρα», ενώ το βράδυ απλώνεται παντού, και πάνω στη ζωή του όλη.

Στο δεύτερο μέρος του Ελεγεία αναγγέλλονται θέματα και τόνοι που θα αναπτυχθούν στις Σάτιρες. Είναι ακριβώς στις Σάτιρες που συμβαίνει η αναστάτωση της ποιητικής γλώσσας. Εδώ η προσέγγιση της ζωής γίνεται διαφορετικά· ο ποιητής παραμερίζει τα ιδιωτικά θέματα και αφήνει να εισβάλουν τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα, όπως η Μικρασιατική Καταστροφή (στην παρωδία «Εις Ανδρέαν Κάλβον», γραμμένη με τη μετρική του Κάλβου, που εδώ έρχεται σε σύγκρουση με το ηρωικό πνεύμα του πρωτοτύπου), ή οι κοσμικές εκδηλώσεις, στο «Δελφική εορτή». […]

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 370-372.

 

 

«Όλοι οι δρόμοι οδηγούνε στη Ρώμη». Όλοι οι δρόμοι ωδήγησαν τον Καρυωτάκη στη Σάτιρα.

Αν η μεγάλη δυστυχία της ζωής γίνεται τραγωδία, τι γίνεται η μικροδυστυχία η καθημερινή; τι άλλο από Σάτιρα;

Αν η μεγάλη έκσταση της ζωής γίνεται Ποίηση, τι γίνεται η μικροκαλοπέραση, η ψευτασφάλεια, η ταπεινή ικανοποίηση; Τι άλλο από Σάτιρα;

Αν από τα μοιραία πάθη πηγάζει Παλαμάς και Μαλακάσης, τι άλλο θα πηγάση από τα μικρά και τ’ ανάξια, παρά Καβάφης και Καρυωτάκης;

Αυτές οι «έγνοιες μικρές και λύπες» —το μοτίβο του Καρυωτάκη— αυτές είναι η καθαυτό, η συγκεκριμένη ρίζα του κακού. Αυτές έγιναν κι’ ο οριστικός, ο τελευταίος, ο αντιπροσωπευτικώτερος ποιητικός του κύκλος. […]

[…]

 

Η πολιτική σάτιρα υπήρξεν ο τελευταίος ποιητικά κύκλος του Καρυωτάκη. Ο ρεαλισμός του, ο πείσμων, ο συμπαθητικά κακόπιστος, γυρίζει τέλος και στην πολιτική.

Η σάτιρα είναι η σφαίρα, όπου, ολιγώτερο από κάθε άλλην, η ποίησις μένει άπρακτη κι’ αδιάφορη από τον έξω κόσμον. Η σάτιρα ίσα-ίσα εμπνέεται από τον έξω κόσμο. Κι’ ο έξω κόσμος είναι ο ρεαλισμός, η κοινωνία — η πολιτική. Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον Κόσμο, Ο Μιχαλιός, Ωδή εις Ανδρέαν Κάλβον, Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον — ιδού τέσσερα ποιήματα του Καρυωτάκη εμπνευσμένα από την πολιτική, χωρίς όμως να ξεφεύγουν κι’ από τα σύνορα της τέχνης.

Τέλλος Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες» [1934-1938]. Κριτικά. Δεύτερος τόμος. Ποιητικά. Πρόσωπα και κείμενα, φιλολ. επιμ. Κώστας Στεργιόπουλος, Ερμής, Αθήνα 1981, 200 & 218-219 [σειρά: Φιλολογική Βιβλιοθήκη, 4].

 

 

IV. Κατά ένα μεγάλο μέρος της (με άξονα τα ποιήματα «Όλοι μαζί…», «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον», «Σταδιοδρομία») η ποίηση του Καρυωτάκη αποτελεί την έκφραση και την κριτική του  κοινωνικού είναι της νεώτερης ελληνικής ποίησης. Κανένας άλλος ποιητής δεν ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια του ποιητή ως κοινωνικής ύπαρξης, και σε κανένα άλλο ποιητικό έργο δεν αναιρούνται τόσο ριζικά και καίρια οι ιδεολογικές κατασκευές για την «κοινωνική σημασία» της ποίησης και τον «κοινωνικό ρόλο» του ποιητή. Οι αντιλήψεις για τη «μοναδικότητα της ποιητικής προσωπικότητας», για τη μεσσιανική «αποστολή» του ποιητή κ.λπ., σαρώνονται με άτεγκτους, βάναυσους, όσο και οξείς αφορισμούς, που μαρτυρούν πως ο Καρυωτάκης θα πρέπει πολύ να διανοήθηκε πάνω στους κοινωνικούς όρους ύπαρξης της ποίησης, και πως βρήκε πολύ ανεπαρκείς και τις κοινωνιστικές θεωρίες «του περιβάλλοντος κ.λπ.», αφού τοποθετεί μέσα σε εισαγωγικά τις λέξεις «περιβάλλον» και «εποχή». Έτσι ο Καρυωτάκης γίνεται ο πρώτος  βλάσφημος στην ελληνική ποίηση και ο πρώτος βλάσφημος κριτικός της.

[…]

VII. Κοινωνικός ποιητής ο Καρυωτάκης και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής προσωπικής περιπέτειας, ένωσε τις άκρες των δυο τάσεων, προκαλώντας την τρομερή ηλεκτρική κένωση στο σώμα της λογοτεχνίας μας. […]

Βύρων Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη». Κείμενα για την ποίηση, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001, 20 & 22.

 

 

Καταρχάς θα πρέπει να ειπωθεί ότι η γλώσσα του ώριμου Καρυωτάκη υιοθετεί πολλά από τα στοιχεία της μικτής ομιλίας της πόλης, ενώ αρχικά, ιδίως στο ξεκίνημα, ακολουθούσε την κανονική δημοτική. Καθώς προχωρεί προς ένα πιο ατομικό ύφος, τηρεί λιγότερο τους κανόνες: κάτι που μας θυμίζει την αντίστοιχη πορεία του Φιλύρα. Ας σημειωθεί επίσης ότι το λεξιλόγιο γίνεται πιο ποικίλο και πλούσιο από τη μια συλλογή στην άλλη, ενώ παράλληλα και η στιχουργία επιτρέπει την παρείσφρηση διασκελισμών, παρατονισμών, παραφωνιών. […]

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 371.

 

 

Αυτό που μας φαίνεται σημαντικότερο είναι να δειχθεί ότι οι γλωσσικές επιλογές του Καρυωτάκη είναι λειτουργικές και σημαδιακές· να δειχθεί δηλαδή ο προμελετημένος χαρακτήρας ορισμένων γλωσσικών αποκλίσεων και ο τρόπος με τον οποίον δρουν μέσα στη γενικότερη γλωσσική ορθοδοξία που επικρατεί. Τα αποκλίνοντα αιρετικά αυτά στοιχεία, είτε είναι δημοτικά είτε καθαρευουσιάνικα, είτε έχουν, είτε όχι, χρησιμοποιηθεί από άλλους συγγραφείς, στον Καρυωτάκη αποτελούν μέρος ενός ποιητικού σχεδίου. Αποσκοπούν να διαταράξουν με την παρουσία τους μια γενική, επιφανειακή αρμονία. Δεν αποτελούν δείγματα μιας εύκολης στιχουργίας ούτε είναι αποτελέσματα της λεγόμενης «ελληνικής διγλωσσίας»· δεν μπορούμε ούτε καν ως ιδιαίτερα γλωσσικά γνωρίσματα του Καρυωτάκη να τα θεωρήσουμε. Ό,τι μάλλον προσιδιάζει σ’ αυτόν, είναι το ότι δεν διστάζει να εκμεταλλευθεί συνειδητά όλες τις δυνατότητες της γλώσσας, χωρίς διακρίσεις, προκειμένου να επιτύχει το αισθητικό αποτέλεσμα που επιδιώκει. Θα ήταν επομένως λάθος, αν μελετούσαμε αυτά τα στοιχεία απομονωμένα στα πλαίσια μιας μελέτης καθαρά γλωσσολογικής. Αντ’ αυτού, καλύτερα είναι να θεωρήσουμε τις απομακρύνσεις αυτές από την οποιαδήποτε γραμματική ορθοδοξία ως ποιητικές αποκλίσεις και να εξετάσουμε πώς οι παράταιροι αυτοί ήχοι οργανώνονται και λειτουργούν μέσα στα συμφραζόμενά τους, ποια είναι τα αποτελέσματα και ποια η σημασία τους.

[…]

[…] Στην τελευταία […] συλλογή [Ελεγεία και Σάτιρες] οι παράφωνοι γλωσσικοί ήχοι παύουν προοδευτικά να φαίνονται ξένο σώμα και ενσωματώνονται καθολικά και αξεχώριστα σ’ ό,τι μπορούμε να ονομάσουμε καρυωτακική γλώσσα. […]

[…]

Στις Σάτιρες […], οι παράφωνοι γλωσσικοί ήχοι συμβάλλουν κυρίως στο να υπογραμμιστεί η πικρία της ειρωνείας, το ξέσκισμα του σαρκασμού, η αναγούλα της αηδίας, η συνειδητοποίηση της αυταπάτης.

Εδώ οι γλωσσικές επιλογές γίνονται με κριτήρια τη δραστικότητα του δηλητηρίου, τη δηκτικότητα της κοροϊδίας, το πομπώδες της υποκρισίας, τη διαύγεια της αναλύσεως που μπορεί να εμπεριέχουν από μόνοι τους ή, το πιο συχνά, σε συνάρτηση με τα συμφραζόμενά τους, ένας ήχος, ένας τύπος, μια λέξη, μια φράση. […] Εκείνο που μετράει δεν είναι η λόγια, λαϊκή ή και ξενική προέλευση και μορφή του επιλεγομένου λεξιλογίου, αλλά η επιγραμματική ευγλωττία λέξεων και εκφράσεων που ξαφνιάζουν, επειδή ακριβώς αποκόβονται από τις στερεότυπες χρήσεις, όπου τις έχουμε συνηθίσει και όπου τις περιμένουμε. Λέξεις της μόδας, που ξεχωρίζουν για τη ρηχότητά τους ή τον σνομπισμό τους, γραφειοκρατικές, διοικητικές, κ.λπ. εκφράσεις που έχουν καθιερωθεί σε πάγιες σημασίες και απονεκρωθεί. […]

Χρήστος Παπάζογλου, Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Κέδρος, Αθήνα 1988, 106-107, 126 & 134.

 

 

Οπωσδήποτε σπανιότεροι, όχι όμως και λιγοστοί, οι παρατονισμοί στίχων συνιστούν ίσως την «παραφωνία» με τη μεγαλύτερη λειτουργικότητα στην καρυωτακική ποίηση. Στα όρια της μετρικής νομιμότητας, ανεκτός κατ’ εξαίρεσιν, ο παρατονισμός θεωρείται γενικά ως δείγμα μιας κάποιας δυσκολίας, αν όχι και αδεξιότητας, εκ μέρους του ποιητού. Υπό την έννοιαν αυτήν, ο Καρυωτάκης δεν φαίνεται να βρέθηκε ποτέ σε δυσκολία ούτε να περιέπεσε σε κάποια αδεξιότητα, τουλάχιστον στις δύο πρώτες του συλλογές.

[…]

Στην πραγματικότητα, ο παρατονισμός ως αυθαίρετη διασάλευση του ρυθμικού τόνου παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην τρίτη συλλογή του Καρυωτάκη. Στην αρχή δειλός και ήπιος, μετά όλο και πιο προκλητικός (και ανυπόφορος ιδίως επί της 5ης συλλαβής ιαμβικού στίχου), πρωτοεμφανίζεται στα Ελεγεία και πυκνώνει στις Σάτιρες και στα τρία τελευταία ποιήματα.

Χρήστος Παπάζογλου, Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Κέδρος, Αθήνα 1988, 161-162.

 

 

 

Η ωδή «Εις Ανδρέαν Κάλβον» εντάσσει ρητά πλέον τον άδοξο ποιητή των Ωδών στο κρισιμότερο σημείο της ποιητικής πορείας του Καρυωτάκη, εκεί όπου κατακτάται η (επώδυνη) γνώση ότι ο ποιητής αποτελεί ζωντανή και δρώσα παραφωνία σε σχέση με την περιβάλλουσα πραγματικότητα. […]

Οι ανιχνεύσιμες εξωκειμενικές αναφορές της καρυωτακικής ωδής επιβάλλουν ως χρόνο σύνθεσης την περίοδο της δικτατορίας του στρατηγού Θ. Πάγκαλου (Ιούνιος 1925-Αύγουστος 1926)· η έκρυθμη πολιτική ζωή του θυελλώδους 1926 και η κοινωνική διάλυση αποτελούν εδώ τους αποφασιστικούς δείκτες για τη γραμμή πλεύσης του Καρυωτάκη.

Μια προκαταρκτική περιγραφή του υλικού της ωδής του μας δίνει δεκαπέντε πεντάστιχες, τυπικά καλβικές, ως προς το μέτρο, στροφές, συναρμοσμένες λεξιλογικά, γραμματικά και συντακτικά βάσει των Ωδών, και μαζί μια ευκρινή θεματική αντιστροφή με ευρύτερους εξωκειμενικούς στόχους. Η συνάντηση των δύο ποιητών αφορά στο συνδυασμό δύο διαφορετικών «ηθών» […]: των παρωδικών κειμενικών στοιχείων και της σατιρικής στάσης του ποιήματος του Καρυωτάκη. […]

Τι διαβάζει αλήθεια ο Καρυωτάκης στις καλβικές ωδές και τι συνειδητοποιεί; Πρώτον την (αθέλητη) σατιρική στάση του Κάλβου, την αναντιστοιχία δηλαδή κειμενικών και εξωκειμενικών δεδομένων (:υψηλό ύφος για μια οικτρή πραγματικότητα) και δεύτερον, τη βαθιά ανάγκη του άδοξου ποιητή να σιωπήσει μετά το 1826, αλλά και το κυριότερο: την αξία αυτής [της] σιωπής. […]

Δημήτρης Αγγελάτος, Διάλογος και ετερότητα. Η ποιητική διαμόρφωση του Κ.Γ. Καρυωτάκη, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1994, 68, 72-73 & 75.

 

Η εφ. «Εμπρός» (27 Ιουλ. 1928) αναγγέλλει το θάνατο του Κ.Γ. Καρυωτάκη
[πηγή: Βικιπαίδεια].
 

 

[…] Αν και η αυτοκτονία του Καρυωτάκη έφερε τον ποιητή στο προσκήνιο και του προσέφερε την αποδοχή, από μέρους ενός μεγάλου κοινού, μέσα από τα αμφιλεγόμενα στοιχεία που αφορούσαν στην προσωπικότητά του και δημιούργησαν το μύθο του, αυτό που προσδιόρισε κυρίως το ενδιαφέρον γύρω από αυτόν ώς τις μέρες μας είναι ο διατυπωμένος, μέσα στην ίδια την ποίησή του προβληματισμός για την τέχνη της ποιήσεως.

[…]

Οι στίχοι του Καρυωτάκη είναι “τραγούδι” και σπανιότερα “ποίημα”. Είναι το αδέσποτο τραγούδι, είναι η προτροπή προς εαυτόν να κάνει τον πόνο του άρπα, να ’ναι χορδή η καρδιά. Είναι η κυριαρχία της μουσικής αντίληψης, που κατορθώνει να συνδυάσει το κέλυφος ενός ενδεκασύλλαβου σονέτου με την εναλλαγή του ρυθμού, έτσι όπως προκύπτει από τη χρήση των διασκελισμών, την εσωτερική ισχυρή στίξη, τη χασμωδία και τους παρατονισμούς· είναι η «νέα ευαισθησία», που καθορίζει την «αρμονία» με τους όρους της εσωτερικής δυσαρμονίας, όταν εικονοποιεί το ξεχαρβάλωμα και τη διάχυση των αισθήσεων. Είναι «η ποίησις», που μαγνητίζει την αναγνωστική προσοχή μας· και συστήνεται ως καταφύγιο απροσπέλαστο.

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

[…]

Στον εσωτερικό του θάλαμο συγχρωτίζονται οι δημόσιες απαιτήσεις: ο ποιητής-γραφιάς […]· όχι μόνο από την αυτονόητη αντιπαράθεση του ποιητή με τον δημόσιο υπάλληλο που είναι, αλλά και η δημόσια διάσταση του ποιητή —με επακόλουθο το αίτημα για κοινωνική αναγνώριση— που φαίνεται να τον κατέχει από νωρίς. […] Ο Καρυωτάκης, με τις ρομαντικές καταβολές, τις συμβολιστικές διασταυρώσεις, αλλά κυρίως με τη ρεαλιστική κατεύθυνση των ποιητικών του επιλογών, αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα πως η ταύτιση ποίησης και ζωής όχι μόνο δεν πρόκειται να του προσπορίσει κοινωνική δικαίωση αλλά θα αποδώσει «στη χάρη» την αχαριστία και τον ίδιον θα τον οδηγήσει στην υποχρεωτική αποξένωση. Μέσα απ’ αυτή την επίγνωση, διαλέγει να υμνήσει τους ταπεινούς και καταφρονεμένους ποιητές, τους όμοιούς του· και αυτοί δεν είναι οι ποιητές από θεούς και ανθρώπους μισημένοι, όσοι, δηλαδή, έζησαν μεν δυστυχισμένοι αλλά κατόρθωσαν εντέλει να περάσουν στην αθανασία με το έργο τους. Δεν είναι οι Ουγκώ, οι Πόε, οι Βερλαίν. Είναι οι ποιητές που χάθηκαν μες στην ανωνυμία· είναι γι’ αυτούς που συνθέτει τη «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» και μ’ αυτούς συνδέει τη δική του μοίρα. Με το ποίημα αυτό ο Καρυωτάκης κατορθώνει την έξοδό τους από την ανωνυμία· την ίδια στιγμή αξιώνει και γι’ αυτόν την ίδια προοπτική.

Όσο για την κοσμική διάσταση των ποιητών, κυρίως των συγχρόνων του, θα αρκούσε, ίσως, για την κατανόηση της αρνητικής στάσης του, η γελοιογράφηση του Μαλακάση στο ποίημα με τη μουσική τιτλοφόρηση, που ανταποκρίνεται στο ποιητικό του γούστο αλλά και σ’ αυτό του διακωμωδούμενου: «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον».

Άντεια Φραντζή, «Η ποιητική στην ποίηση του Κ.Γ. Καρυωτάκη». Καρυωτάκης και καρυωτακισμός (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 1998, 131 & 133-135.

 

 

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησης του Καρυωτάκη, δημιουργικά ανατρεπτικό άρα και πρόδρομο της νεωτερικότητας, ανήκει στη θεματική σκευή του έργου του και δεν οροθετείται απλώς ως γενική κριτική του μικροαστικού καθωσπρεπισμού, αλλά στοιχειοθετείται ως συγκεκριμένη απαξίωση των ποιητών και της ίδιας της ποίησης ως αξίας και καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Από το «Δικοί μου οι Στίχοι, απ’ το αίμα μου παιδιά», φτάνουμε στο να εκλαμβάνονται με οίκτο οι ποιητές σαν «χλωμά ανθάκια», ενώ οι περισσότεροι από αυτούς είναι «στην τραγική απάτη τους δομένοι / πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί» (και οι τρεις αναφορές προέρχονται από τα Νηπενθή […]).

Σε μία εποχή, κατά την οποία οι περισσότεροι ομότεχνοι του Καρυωτάκη, όλοι αυτοί που συγκρότησαν τη χαμηλόφωνη νεοσυμβολιστική ή νεορομαντική ποιητική παραγωγή του Μεσοπολέμου (Στεργιόπουλος), πάσχισαν να πραγματώσουν την εύηχη και εύρυθμη αποτύπωση των μελαγχολικών ψυχικών τους δονήσεων, σε μια ποίηση, κατά της οποίας την ανάπτυξη το ευγενές «ποιητικό» λεξιλόγιο και η ρομαντικογενής αποδοχή του ποιητή σαν εκλεκτού και ενίοτε σαν προφήτη έδιναν τον κύριο τόνο […], η καρυωτακική συμβολή ήταν contra tempo, γι’ αυτό και αναγνωρίστηκε μεταπολεμικά, αφού για αρκετό καιρό υπήρξε σημείο αμφιλεγόμενο. Ο Καρυωτάκης δεν είναι μοντέρνος ποιητής, υπό την έννοια της συνειδητής και προθετικά αποφασισμένης νεωτερικότητας, ενώ η υπαρξιακή στόφα της ποιητικής του μας πείθει ότι δεν πρέπει, βέβαια, να εκλαμβάνεται και σαν αποκλειστικά πολιτικός ποιητής (Βαγενάς). Η γεμάτη ρωγμές ποίησή του υποβάλλει και ελκύει και τους αναγνώστες τού καιρού μας, αφού καθρεφτίζει στοιχεία διαχρονικά, και ως εκ τούτου και για την εποχή μας επίκαιρα: το αντιφατικό, το συγκρουσιακό, το χαώδες, την πικρή βεβαιότητα για το ανεύρετο της υπαρξιακής ισορροπίας. Η παραδοσιακή καλολογία και ευρυθμία, καθώς και το «τέλειον της μορφής» δεν εξέφραζαν τον Καρυωτάκη, αλλά προφανώς δεν εκφράζουν και την κοινωνία των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα, γι’ αυτό μία κοινότοπη πλέον μεταφορά (η ραγισμένη φωνή του Καρυωτάκη) αποτελεί για ορισμένους από τους σημερινούς αναγνώστες της ποίησης την πιο δραστική κυριολεξία.

Δημήτρης Κόκορης, «Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης ως πρόδρομος της ποιητικής νεωτερικότητας», περ. Το δέντρο, τχ. 175/176 (Καλοκαίρι 2010), 88-90.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1920, Σάτιρα