Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲▲ Ελύτης Οδυσσέας

Ο Οδυσσέας Ελύτης
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου].
 

 

 

Τελευταίος γόνος μιας παλιάς οικογένειας της Λέσβου, ο Ελύτης γεννήθηκε στην Κρήτη, έζησε στην Αθήνα όπου και σπούδασε νομικά, ενώ τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων περνούσε στις Σπέτσες, κι αργότερα σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, γεγονός που συνέβαλε στη διαμόρφωση της νησιωτικής του συνείδησης. […]

[…] ο Ελύτης θήτευσε στο σχολείο της φύσης, αν όχι σαν απλός θεατής αλλά σαν προνομιακός αναγνώστης, σαν ένα αναπόσπαστο μέρος της. Ο ρόχθος της θάλασσας, ο ίσκιος της ελιάς, η λευκότητα του ασβέστη, οι απλές γραμμές «πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες», το βότσαλο και το φύλλο της συκιάς, οι αύρες του βασιλικού γίνονται τα σταθερά στοιχεία της αλφαβήτας του, τα ανώτερα μαθηματικά του, οι κώδικες, τα κλειδιά με τα οποία μπορεί ν’ αποκρυπτογραφήσει το ακατάβλητο μυστήριο της ζωής, το θαύμα του φωτός, το παντοτεινά αναπάντητο ερώτημα του θανάτου.

Ιουλίτα Ηλιοπούλου, «Οδυσσέας Ελύτης». M.Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003, 317-318.

 

 

Η ποιητική σταδιοδρομία του Ελύτη ξεκινά το 1935 και ολοκληρώνεται το 1996. Διαρκεί επομένως εξήντα γεμάτα χρόνια. […]

Όλα αρχίζουν από Τα Νέα Γράμματα. Παρά το γεγονός ότι ο Ελύτης δεν θεωρούσε το περιοδικό αυτό εντελώς δικό του, επειδή δεν ανταποκρινόταν ούτε από μακριά στο επαναστατικό πνεύμα όπως αυτός το ένιωθε —ο ίδιος ποθούσε με νεανικό πείσμα ένα «όργανο μαχητικής πρωτοπορίας»— σ’ αυτό δημοσίευσε τα πρώτα ποιήματά του […].

Mario Vitti, «Εισαγωγή. Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη και η ελληνική κριτική». Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Mario Vitti, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, 1-2.

 

 

[…] Ο τίτλος [της πρώτης ποιητικής συλλογής, Προσανατολισμοί (1940)] δεν υποδηλώνει μόνο την κατεύθυνση προς την οποία επέλεξε να κινηθεί ο νέος ποιητής, αλλά, εμμέσως, και τον αναπροσανατολισμό των ενδιαφερόντων που φιλοδοξεί να φέρει στα ελληνικά ποιητικά πράγματα: Ο Ελύτης ενστερνίζεται πολλά από τα ανατρεπτικά δόγματα του υπερρεαλισμού που ασκεί επάνω του ευεργετική και απελευθερωτική επίδραση. Από την άλλη πλευρά όμως διατηρεί με το κίνημα αυτό μια ελεύθερη και ιδιότυπη σχέση, με την έννοια ότι δεν εντάσσεται στους ορθόδοξους εκπροσώπους του, όπως ο στενός του φίλος Ανδρέας Εμπειρίκος ή ο Νίκος Εγγονόπουλος, που δημοσιεύει το 1938 την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον ανοίκειο και καθαρεύοντα τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Εκείνο που καταρχήν γοήτευσε τον Ελύτη στις προτάσεις του υπερρεαλισμού ήταν η εισήγηση να αντικρίσουμε την πραγματικότητα με άλλα μάτια, να εισέλθουμε σε μια νέα κατάσταση, όπου παύει να ισχύει η καρτεσιανή ή όποια άλλη λογική. […]

Δανιήλ Ι. Ιακώβ, «Ο Οδυσσέας Ελύτης και η αρχαία ελληνική λογοτεχνική παράδοση». Η αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη και άλλες νεοελληνικές δοκιμές, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000, 121-122.

 

 

Το γραμματολογικό πλαίσιο της πορείας του Ελύτη προς τον υπερρεαλισμό είναι ήδη γνωστό. Η γνωριμία του με την ποιητική συλλογή Capitale de la douleur του Eluard στα 1929, […].

Η έκδοση των Προσανατολισμών στα 1940 αποτελεί το τέρμα ορισμένων μορφικών αναζητήσεων του ποιητή, αλλά και αρχή για μια γενικότερη αποτίμηση των μέχρι τότε πραγματοποιήσεων. Έτσι, πιστεύω πως θα πρέπει να αναζητηθεί το στίγμα του Ελύτη μέσα στη διαμορφούμενη υπερρεαλιστική γλώσσα, σε σχέση πάντα με τη γαλλική ποίηση που κατηύθυνε τις γενικότερες αισθητικές επιλογές του. […]

[…]

Η περίπτωση του Ελύτη είναι χαρακτηριστική για τη διαδικασία της πρόσληψης του υπερρεαλισμού εκτός Γαλλίας. Η απελευθέρωση της γραφής και ο συνακόλουθος εμπλουτισμός της με στοιχεία της τοπικής παράδοσης, σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία, οφείλεται κυρίως στις προϋποθέσεις της ελεύθερης έμπνευσης και της εκμετάλλευσης των συνειρμών που προτείνει ο υπερρεαλισμός, αναστέλλοντας ουσιαστικά κάθε εμπόδιο, πολιτισμικό ή ιδεολογικό, στην άνευ ορίων ανάπτυξη της ποιητικής γραφής. Η ρήξη με την προηγούμενη ποιητική παράδοση, που κηρύττει το Πρώτο Μανιφέστο [του André Breton], λειτουργεί ευεργετικά για τον ποιητή, που έρχεται στον υπερρεαλισμό αναζητώντας και επιλέγοντας τα στοιχεία εκείνα που ταιριάζουν στην ευαισθησία του, την καταγωγή και τις ικανότητές του, προκειμένου ν’ αρθρώσει τον προσωπικό του λόγο. Η ρηξικέλευθη στάση των υπερρεαλιστών της πρώτης περιόδου πέτυχε, χωρίς αμφιβολία, να ενθαρρύνει ποιητές, που έρχονται από διαφορετικούς ορίζοντες, να τολμήσουν την αλλαγή και την ανανέωση της ποιητικής γλώσσας τους.

Ζαχαρίας Ι. Σιαφλέκης, «Η ιδιομορφία της υπερρεαλιστικής γλώσσας του Ελύτη. Διακειμενικές σχέσεις και μορφικές διαπλοκές», περ. Σύγκριση, τχ. 6 (Ιούν. 1995) 41-42 & 51.

 

 

[…] ότι ο αλβανικός πόλεμος, σχεδόν αμέσως και με κοινή συναίνεση, ονομάστηκε «αλβανικό έπος», δείχνει τη γενικότερη προτίμηση της εποχής (πολιτική, ιδεολογική και λογοτεχνική) για απομόνωση της ηρωικής μόνον ακμής του.

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας συλλογικής ενθουσιαστικής επιλογής εντάσσεται και το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, ως τυπικό σήμα της πρόσφατης εθνικής μας ιστορίας στην πρόσφατη εθνική μας ποίηση.

Το ποίημα αυτό, σε σύγκριση με τα συγγενικά του, αποτελεί αναμφισβήτητα έργο αντιπροσωπευτικό και καίριο […].

Ξέρουμε ότι η ποιητική αυτή σύνθεση του Ελύτη έχει δραματικό προσωπικό αντίκρισμα: ο ποιητής πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και βρέθηκε στο νοσοκομείο μεταξύ ζωής και θανάτου.

Το Άσμα ηρωικό και πένθιμο εξάλλου αποτελεί, ύστερα από τον διάχυτο αίθριο υπερρεαλισμό των Προσανατολισμών και τον στοχαστικότερο λυρισμό της συλλογής Ήλιος ο πρώτος, την πρώτη επίσημα διασταύρωση του Ελύτη με τα ιστορικά δρώμενα της εποχής του. Η πείρα της Αλβανίας υπήρξε προς την κατεύθυνση αυτή προφανώς κρίσιμη και κατά κάποιον τρόπο διορθωτική της προηγούμενης πορείας του ποιητή.

Η σύσταση και η στάθμη του ποιητικού λόγου στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο το προορίζουν, πιστεύω, εξαρχής για ευρύτερο κοινό και το προαναγγέλλουν ως εθνικό ποίημα: ο υπερρεαλιστικός τρόπος βρίσκεται εδώ σε σημαντική υποχώρηση (δίχως να καταργεί τη νεωτερική έκφραση), ενώ μέσα στο μοντέρνο αυτό περιβάλλον συμβάλλουν συχνά πυκνά (με θέματα, τυπικές εκφράσεις και στιχουργικά μέτρα) τόσο το δημοτικό μας τραγούδι όσο και οι κορυφαίοι της παραδοσιακής μας ποίησης: προπάντων ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Σικελιανός.

Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ο τύπος του εθνικού ποιητή». Οδυσσέας Ελύτης. Μελετήματα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008, 71-72.

 

 

Τον Νοέμβριο του 1943 βγαίνει σε εξακόσια αντίτυπα το ολιγοσέλιδο βιβλίο Ήλιος ο πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα. Βρισκόμαστε στην καρδιά της Κατοχής. Το βιβλίο παρουσιάζει μια χτυπητή αντίθεση με το όλο κλίμα της ξενικής καταπίεσης και της γενικής κακουχίας. Ο τίτλος μιλά για τη βασιλεία του ήλιου και για τη διάθλαση μιας ακτίνας του. Το εξώφυλλό του είναι κίτρινο λεμονί. Η μέσα όψη του γαλάζια. […]

[…]

Ο Ελύτης, γράφοντας και δημοσιεύοντας το Ήλιος ο πρώτος μέσα στην Κατοχή, αρνείται να υποταχτεί στη μηχανή θανάτου, αντιστέκεται στην «Ανάγκη». […]

Αντισταθμίζει στο κακό, αντιπαραθέτοντας στο ζόφο ένα σύμπαν φανταστικό, που είναι καρπός της μυθοπλαστικής δύναμης του ποιητή. Σε όσους θα θεωρήσουν την πράξη αυτή σαν μια «φυγή από την πραγματικότητα», ο Ελύτης μπορεί να απαντήσει με όσα επιχειρήματα προσκομίζει προς υπεράσπιση του υπερρεαλισμού, το 1944, υπενθυμίζοντας ότι «υπερπραγματικότητα σημαίνει ολοκληρωτική πραγματικότητα, όπου έχουνε θέση όχι μονάχα το χώμα ή το τσαπί αλλά, ισότιμα πάντοτε, και το όνειρο και η σκιά και το ρίγος κι ο όρκος των ερωτευμένων, αφού και αυτά όλα υπάρχουνε, συγκροτούνε τον κόσμο κι έχουν το δικαίωμα στην ποιητική έκφραση […]. Και επαναλαμβάνει με επιμονή: «το όνειρο είναι μια πραγματικότητα».

Mario Vitti, Οδυσσέας Ελύτης. Κριτική μελέτη, Ερμής, Αθήνα 1991 (2η ανατύπωση), 102 & 107-108.

 

 

Μετά την πρώτη μακρά παραμονή του στο Παρίσι (1948-52), όπου ήρθε σε επαφή με τους σημαντικότερους ζωγράφους και ποιητές του εικοστού αιώνα (Picasso, Matisse, Chagall, Breton, Reverdy), ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας στη Σορβόννη, εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα. Το 1960 του απονεμήθηκε το πρώτο κρατικό βραβείο Ποίησης, για το βιβλίο του Άξιον Εστί. Στη συνέχεια ταξίδεψε στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση ως προσκεκλημένος των κυβερνήσεών τους και κατά την περίοδο της Δικτατορίαςστην Ελλάδα το 1967 κατέφυγε ξανά στη Γαλλία. Με την επιστροφή του δημοσίευσε τα κυριότερα έργα αυτής της περιόδου (Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, Μονόγραμμα, Μαρία Νεφέλη). Το 1979 η Σουηδική Ακαδημία τού απένειμε το Νομπέλ Λογοτεχνίαςκαι τα Πανεπιστήμια της Σορβόννης, Λονδίνου, Ρώμης, Θεσσαλονίκης, Αθηνών τον ανεκήρυξαν Διδάκτορα Φιλολογίας Honoris Causa. Συνέχισε να εργάζεται ως το τέλος του βίου του δίνοντας κορυφαία έργα όπως: Ο Μικρός Ναυτίλος, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας.

Ιουλίτα Ηλιοπούλου, «Οδυσσέας Ελύτης». M.Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003, 320-321.

 

 

 

[Το] Άξιον εστί, […] βρίσκεται στο μεταίχμιο της ποιητικής πορείας του Ελύτη και αποτελεί την απαρχή μιας νέας φάσης στις σχέσεις του με το αναγνωστικό κοινό. Η ιστορία αυτή δεν αρχίζει με την δημοσίευση του έργου, τυπικά το 1959 και πραγματικά το 1960, όταν το έργο αυτό, τον Απρίλιο, κυκλοφορεί ταυτόχρονα με το Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό, αλλά δυο χρόνια νωρίτερα.

Το 1958 τα δύο αυτά έργα είναι ήδη έτοιμα. Ο Ελύτης δημοσιεύει στο πρώτο τεύχος του περιοδικού της Θεσσαλονίκης Διαγώνιος μια επιλογή από τις Έξη και μία τύψεις, και στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης μία επιλογή από το Άξιον εστί. Δεν έγιναν γνωστές οι σκέψεις που οδήγησαν τον πρεσβύτερο ποιητή στο να εμπιστευτεί τις δύο αυτές δημοσιεύσεις σε ποιητές που ανήκουν στην μεταπολεμική γενεά, αυτήν που θέσει αποβλέπει να αντικαταστήσει, να εκτοπίσει, πιο σωστά, την γενεά του ’30. […]

Ο Ελύτης όχι μόνο παραδίδει το έργο του στην γενιά που αποβλέπει στο να διαδεχθεί την δική του στην ιστορία, αλλά ταυτόχρονα δρομολογεί τα δύο διαφορετικά έργα μέσα από τους δικούς της φορείς, αυτούς που εκτιμά πιο αποτελεσματικούς. Το έργο που κατάγεται από το Ήλιος ο πρώτος, στη Διαγώνιο, περιοδικό μη πολιτικοποιημένο, αν κρίνει κανείς εκ των προτέρων από τον διευθυντή του [Ντ. Χριστιανόπουλο]. Το Άξιον εστί, με την πρόσφατη ιστορία και τις τραυματικές εμπειρίες για τον λαό, στο περιοδικό της αριστεράς που είχε αναλάβει τον ρόλο να υποστηρίζει την αντίσταση μέσα από τα χαρακώματα του κομουνισμού.

Mario Vitti, «Εισαγωγή. Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη και η ελληνική κριτική». Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Mario Vitti, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, 7-8.

 

 

Καιρός να κοιτάξουμε Το Άξιον Εστί και να επιχειρήσουμε μια πρώτη περιγραφή του. Ένα τρόπος […] είναι η συσχέτιση με συγγενικά έργα της ποίησής μας […]: με τους Ελεύθερους Πολιορκισμένους, με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου και με τον Πρόλογο στη Ζωή. Όπως ο Σολωμός, ο Ελύτης θέλησε να σαρκώσει «το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, την Πατρίδα και την Πίστη», σε επεισόδια από κορυφαίες στιγμές της σύγχρονής του ιστορίας του Ελληνισμού. Όπως ο Παλαμάς: θέλησε να στήσει τον Ποιητή, με τις ανθρώπινες αδυναμίες του και τις υπεράνθρωπες δυνάμεις του, στο κέντρο μιας διαλεκτικής σύνθεσης του Ελληνικού κόσμου. Κι όπως ο Σικελιανός: θέλησε να εκφράσει την συνείδηση της Γης του, της Φυλής του, της Γυναίκας, της Πίστης του και της Προσωπικής Δημιουργίας του. Κι ακόμα, όπως ο Σεφέρης σε όλα τα έργα της ωριμότητάς του, θέλησε να πει:

…τον καημό της Ρωμιοσύνης,
εκείνου του πέλαγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης.

[…]

[…] ολόκληρο το Άξιον Εστί διαιρείται σε τρία μέρη που τιτλοφορούνται: «Η Γένεσις», «Τα Πάθη», «Δοξαστικόν». Από αυτά, το πρώτο —που έχει για κύριο θέμα του την γένεση του Ποιητή και την παράλληλη γένεση του κόσμου μέσα στην συνείδησή του— διαιρείται σε επτά «ύμνους», αντίστοιχους στις επτά ημέρες της Δημιουργίας και γραμμένους σε στίχο φαινομενικά ελεύθερο, αλλά στην πραγματικότητα βαθιά ποτισμένο από την πειθαρχία της βυζαντινής προσωδίας.

Δεν είναι ίσως άστοχο να παρατηρήσω εδώ πως ο συμβολικός αριθμός επτά (που τριαδικά εκφράζεται ως 3+1+3) είναι ένα είδος μόνιμου διαιρέτη στην ποίηση του Ελύτη: […]

Γ.Π. Σαββίδης, «“Άξιον εστί” το ποίημα του Ελύτη». Πάνω νερά, Ερμής, Αθήνα 1973, 147 & 148-149.

 

Εξώφυλλο της συλλογής «Το Άξιον εστί».
 

 

Ο τίτλος του ποιήματος Το Άξιον Εστί παραπέμπει κατευθείαν στη χριστιανική παράδοση. […]

Οι χριστιανικές συνδηλώσεις του τίτλου Άξιον Εστί αρχίζουν να υπονομεύονται ή, ακριβέστερα, να αναδιατάσσονται, αν επιμείνουμε προσεχτικότερα στο εξώφυλλο του έργου (τα βιβλία, βέβαια, αρχίζουν από το εξώφυλλό-τους): εκεί, εκτός από τις εκδοτικές ενδείξεις, υπάρχει ένα κόσμημα, όπως το λεν οι τυπογράφοι, και η φράση «λιθογραφία Γιάννη Μόραλη». […]

Το κόσμημα, που βρίσκεται στο κέντρο και του εξωφύλλου και της σελίδας τίτλου, είναι μια όρθια τρίαινα, με πλεγμένο επάνω-της, σαν ένα λατινικό S, ένα δελφίνι όλο κίνηση. «Το κόσμημα του εξωφύλλου έγινε από το ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη», μας πληροφορεί η σχετική εκδοτική σημείωση στο τέλος του βιβλίου (αυτή που οι βιβλιογράφοι λένε «κολοφώνα»).

Το σύμπλεγμα τρίαινας-δελφινιού το βρίσκουμε ανάγλυφο σε αρκετές νεοκλασικές κρήνες στον τόπο-μας, καθώς και σε ένα γραμματόσημο του 1951.

Το ίδιο σύμπλεγμα αναφέρεται μέσα στο ποίημα δύο φορές. Την πρώτη, σε μια παράκληση, σαν προσευχή χριστιανική ας πούμε, που όμως απευθύνεται στους ανέμους, και τελικά ζητά να υποκαταστήσει το βασικό χριστιανικό σύμβολο, το σταυρό (ΙΒ΄ 5,9-16,28-29):

Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι
(…)
στα μάτια ένα δελφίνι σύρετέ-μου
να ’ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να ’ναι η ώρα έντεκα!
Να περνά και να σβύνει την πλάκα του βωμού
και ν’ αλλάζει το νόημα του μαρτυρίου
Οι αφροί-του λευκοί ν’ αναπηδούν επάνω
τον Ιέρακα και τον Ιερέα να πνίξουν!
Να περνά και να λύνει το σχήμα του Σταυρού
και στα δέντρα το ξύλο να επιστρέφει
(…)
στην καρδιά την Τρίαινα χτυπήσετέ μου
και σταυρώσετέ μου την με το δελφίνι.

Τη δεύτερη φορά η παράκληση έχει ικανοποιηθεί. Η υποκατάσταση του σταυρού έχει γίνει (ΙΖ΄ 9,11):

Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα:
(…)
Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού.

Αυτό που δεν πρέπει να μας διαφύγει είναι ότι το νέο σύμβολο, τρίαινα με δελφίνι, δεν ταυτίζεται με τον αρχαιοελληνικό κόσμο· είναι «διμέτωπο»: όπως αποκρούει το σχήμα του Σταυρού, έτσι —αν βλέπω σωστά— εξουδετερώνει και το βωμό και τον Ιέρακα/Ιερέα.

Ξ.Α. Κοκόλης, Για το Άξιον Εστί του Ελύτη. Μια οριστικά μισοτελειωμένη ανάγνωση, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1984, 19 & 20-22.

 

 

Ο Ελύτης «ξαναφαντάστηκε» την Ελλάδα με τον θαυματουργό τρόπο της μυθικής φαντασίας. Επεξεργάσθηκε τον μύθο της, με στόχο να αποκαλύψει το «αληθινό πρόσωπό» της, αντιδρώντας στη λογοκρατία της δυτικής Ευρώπης. […] κατέφυγε στο τελετουργικό ύφος για να πλησιάσει το πραγματικό και χρησιμοποίησε αυστηρά ελεγχόμενη μορφή για να αιχμαλωτίσει το υπερπραγματικό, το όραμα. Στα ποιήματα της φάσης της κρυστάλλωσης το ποιητικό υποκείμενο κινείται ελεύθερα στο ποιητικό σύμπαν που καθιστά εφικτή τη μετατόπιση από το φυσικό τοπίο, τον πολιτισμό και την ιστορία στον μυθικό κόσμο της χώρας του, γράφοντας την αδύνατη περιγραφή της (décriture): ο «κόσμος ο μικρός, ο μέγας» […] υπαινίσσεται «μία απουσία που υπάρχει σαν ένδειξη μιας […] παρουσίας», την Ελλάδα τη «δεύτερη του επάνω κόσμου» ή της υπερπραγματικότητας.

Έλενα Κουτριανού, Με άξονα το φως. Η διαμόρφωση και η κρυστάλλωση της ποιητικής του Οδυσσέα Ελύτη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2002, 227.

 

 

Το θεωρητικό του έργο, που χαρακτηρίζει η έρευνα της ποιητικής λειτουργίας και η συστηματοποίηση ενός ιδιαίτερου κόσμου αξιών, συγκεντρώθηκε σε δύο τόμους (Ανοιχτά Χαρτιά, Εν Λευκώ), ενώ οι μεταφράσεις του από τα αρχαία ελληνικά και από σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες ολοκληρώνουν τη δραστηριότητά του, ενισχύοντας από διαφορετικές απόψεις την πίστη του στον ουσιαστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματήσει η ποίηση στη ζωή, επενεργώντας στη συνείδησή μας, αντιπροτείνοντας μια διαφορετική κλίμακα αξιών, αισθητοποιώντας το άγνωστο, επιδιώκοντας την «ιδανική επικοινωνία», «αυτή που νιώθεται ολοκληρωτικά όπως η ζεστασιά ή το κρύο, συγκλονιστικά όπως ό έρωτας ή ο τρόμος, μυστηριακά όπως η βουή του δάσους, ή της θάλασσας…».

Ιουλίτα Ηλιοπούλου, «Οδυσσέας Ελύτης». M.Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003, 321.

 

 

Στη φάση κρυστάλλωσης αναδεικνύονται οι εικαστικές τέχνες, με αναφορές στο ύφος, το θέμα ή σε μοτίβα έργων τέχνης η με τον σχολιασμό των αισθητικών θέσεων ζωγράφων ή άλλων καλλιτεχνών. Έτσι, η τέχνη συχνά θεματοποιείται, στο διαλογικό πεδίο που αναπτύσσεται ανάμεσα στην ποίησή του και τη ζωγραφική ή τον κινηματογράφο και (έμμεσα) τη φωτογραφία.

Ζωγράφοι όπως ο Picasso, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας ή ο Θεόφιλος, για τους οποίους συχνά κάνει λόγο στα δοκίμια, αναφέρονται και στα ποιήματά του. Οι αναφορές γίνονται είτε άμεσα (με μνεία των ονομάτων, λόγου χάρη του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου) είτε έμμεσα (με παραπομπές σε συγκεκριμένα έργα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Magritte) ή και με τους δύο τρόπους (όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους Dalí, de Chirico και Balthus). Υπάρχουν, άλλωστε, άμεσες αναφορές στην εικαστική εικόνα, σε επιτεύγματα συγκεκριμένων καλλιτεχνών (Picasso, Matisse, κ.ά.), όπως και στην τέχνη περιόδων (στην ελληνική, την αιγυπτιακή, την ετρουσκική ή την αναγεννησιακή), σε τεχνικές, κ.λπ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κατάλογοι έργων τέχνης και καλλιτεχνών, που εμφανίζονται τόσο στα δοκίμια όσο και στην ποίησή του και παραπέμπουν […] στην αντίστοιχη πρακτική των Γάλλων υπερρεαλιστών. Θα πρέπει ακόμη να επισημανθεί η ανάδειξη της ζωγραφικής (σπανιότερα και της φωτογραφίας) στα εξώφυλλα, τις προμετωπίδες και τα κοσμήματα που συνοδεύουν, όχι μόνον τις ποιητικές συλλογές, αλλά και τους τόμους των δοκιμίων και των μεταφράσεών του.

Τα πρώτα ποιήματα στα οποία υπάρχουν πρόδηλες αναφορές σε ζωγράφους είναι τα «Ωδή στον Πικασσό» (1948) και «Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο Γκίκα» (1958). Και τα δύο τοποθετούνται στην αρχή της φάσης της κρυστάλλωσης, αφού γράφτηκαν μετά το 1944 και δημοσιεύθηκαν το 1960 και το 1962, αντιστοίχως, για να συμπεριληφθούν τελικά στη συλλογή Τα ετεροθαλή του 1974. Στο Άξιον Εστί (1959) καθοριστική είναι η αξιοποίηση της αισθητικής του κυβισμού […], ενώ εγκαινιάζονται οι άμεσες αναφορές σε συγκεκριμένα έργα (όπως στον «Πρίγκιπ[α] των κρίνων», […]. Στις Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό (1960), τέτοιες παραπομπές είναι έμμεσες και δυσδιάκριτες. Παράδειγμα αποτελεί το ακόλουθο απόσπασμα από το ποίημα «Ο ύπνος των γενναίων», όπου η περιγραφή της καταστροφής μετά τον βομβαρδισμό θυμίζει την Γκερνίκα (Guernica, 1937) του Picasso:

(Τό ’να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το μέλλον, τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι,
 
Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Οι αναφορές στις εικαστικές τέχνες πολλαπλασιάζονται στη μεταγενέστερη ποίηση. […]

Έλενα Κουτριανού, Με άξονα το φως. Η διαμόρφωση και η κρυστάλλωση της ποιητικής του Οδυσσέα Ελύτη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2002, 318-320.

 

Δείτε επίσης και:


Γενιά του 1930, Μοντερνισμός, Υπερρεαλισμός