Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Μακρυγιάννης

 

[…] Γεννημένος το 1797 σ’ ένα χωριό κοντά στο Λιδωρίκι, ο Μακρυγιάννης στάθηκε ένας από τους κύριους παράγοντες της Επανάστασης· γενναίος, αποφασιστικός, ανδραγάθησε σε διάφορες μάχες και έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού. Όπως όλοι σχεδόν οι ηγέτες της Επανάστασης, ήταν αναλφάβητος· αλλά στο τέλος του Αγώνα, διορισμένος από τον Καποδίστρια χιλίαρχος, αισθάνεται την ανάγκη να ιστορήσει ό,τι είδε και έπραξε, και τριάντα δύο χρονών κάθεται και μαθαίνει γράμματα, και αρχίζει να γράφει με το χέρι του, χωρίς ορθογραφία, χωρίς καν στίξη, τα Απομνημονεύματά του, που εξακολουθεί να τα συμπληρώνει ως τις παραμονές του θανάτου του. Ο λόγος του είναι ολότελα λαϊκός, δίχως ίχνος λόγιας επίδρασης, με τη ζωντάνια της προφορικής ομιλίας και με τη θέρμη ενός ανθρώπου που δεν είναι μονάχα αυτόπτης αλλά και πρωταγωνιστής των γεγονότων που ιστορεί. Το ζωηρά προσωπικό αυτό ύφος ταιριάζει απόλυτα με την έντονη και ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, που αγανακτεί και αντιτάσσεται σε κάθε πράξη αυθαιρεσίας ή συμβιβαστικού καιροσκοπισμού. Τα Απομνημονεύματα είναι η πιο έγκυρη αποτύπωση του ήθους των αγωνιστών του Εικοσιένα· είναι συνάμα και το μοναδικό ίσως κείμενο που δίνει, σε τόσο συνθετική μορφή, ανόθευτη τη λαϊκή γλώσσα. Το έργο έμεινε ανέκδοτο· αλλά και πάλι, όταν το 1907 το εκδίδει για πρώτη φορά ο Γιάννης Βλαχογιάννης, δεν κινεί την προσοχή των λογίων· μόνο τα τελευταία προπολεμικά χρόνια η νεώτερη λογοτεχνική γενιά γοητεύεται από τον ανόθευτο λόγο του στρατηγού και ζητεί να διδαχτεί από το ύφος του, από αυτόν τον «αγράμματο δάσκαλο» όπως τον ονόμασε ο Σεφέρης.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 169-170.

 

 

Βλέπουμε καθαρά σήμερα πως το στορικόν του Μακρυγιάννη δεν είναι ούτε το μοναδικό, ούτε το χρονολογικά πρώτο, ούτε το ιστορικά αρτιότερο, νηφαλιότερο ή αντικειμενικότερο από τα απομνημονεύματα, τις ενθυμήσεις και τις ιστορικές συγγραφές που γράφτηκαν ή υπαγορεύτηκαν από αγωνιστές της Επανάστασης. Αποτελεί όμως γενική παραδοχή πως είναι το πιο εντυπωσιακό αφηγηματικά.

Ξεκίνησε να γράφεται στις 26.2.1829 στο Άργος και επί Καποδίστρια, όταν είχε κοπάσει ο πολεμικός πυρετός, αλλά δεν είχε τελειώσει καλά-καλά ο Αγώνας (η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους επισημοποιείται έναν χρόνο αργότερα). Το πόνημα εμφανίζεται αρχικά ως προϊόν «αργίας» ενός μη επαγγελματία καλαμαρά, αλλά, με την ανέλιξη του εισαγωγικού τμήματος, φανερώνονται οι πολύ σοβαρότεροι και ουσιαστικότεροι στόχοι της συγγραφής, που είναι σαφέστατα διδακτικοί και παραδειγματικοί. […]

Το πιο ανεπτυγμένο, αφηγηματικά απολαυστικό, και ιστορικά γοητευτικό [μέρος] είναι, βέβαια, το πρώτο βιβλίο, που παίρνει τον πρωταγωνιστή-αφηγητή από τη γέννησή του και τον φέρνει ώς την ηλικία των 30 χρόνων, στο τέλος της ένοπλης αγωνιστικής σταδιοδρομίας του ως αγωνιστή της Επανάστασης και ένα περίπου χρόνο πριν από την έναρξη συγγραφής του έργου. Αλλά και από τα υπόλοιπα βιβλία δεν λείπουν τα εξαιρετικά τμήματα, και φυσικά, το καθαυτό ιστορικό ενδιαφέρον […].

Γιώργος Κεχαγιόγλου, «(Γιάννης) Μακρυγιάννης». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Β΄,1. 15ος αιώνας – 1830, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1999, 259-260.

 

Απόσπασμα από το χειρόγραφο του Μακρυγιάννη.
 

 

 

Το περιεχόμενο της γραφής του Μακρυγιάννη είναι ο ατέλειωτος και ο τραγικός αγώνας ενός ανθρώπου, που με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά.

[…]

Πολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε —όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο— πάντα ορθός ως το τέλος: άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι. Αλήθεια, μια από τις χάρες του Μακρυγιάννη, που γεμίζει αγαλλίαση την ψυχή, είναι αυτό το συναίσθημα, που δεν παύει ποτέ να μας δίνει· το συναίσθημα πως έχουμε στο πλάι μας έναν οδηγό —τόσο ανθρώπινο—, που είναι μέτρο των πραγμάτων και των όντων. Αυτό το ίδιο συναίσθημα που είναι ζυμωμένο με κάθε ελληνική ιδιοσυγκρασία, από τους παμπάλαιους καιρούς που ο Οιδίποδας κατάργησε τη Σφίγγα και τον εφιαλτικό κόσμο της, λέγοντας μόνο μια λέξη: ο άνθρωπος.

[…]

Ο δεύτερος λόγος που πιστεύω πως ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος μας, είναι γιατί τον νομίζω σαν ένα μεγάλο διδάσκαλο της γλώσσας μας. Αν εξαιρέσω την ερειπωμένη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, δεν ξέρω άλλο κείμενο στα νέα μας γράμματα που να διδάσκει τόσα πολλά όσο το κείμενο του Μακρυγιάννη.

[…] Ύφος είναι οι δυσκολίες που βρίσκει ένας άνθρωπος για να εκφράσει κάτι, ύφος είναι η ανθρώπινη προσπάθεια, «ύφος είναι ο άνθρωπος», όπως διδάσκει ένα σοφό ρητό. Γι’ αυτό το ύφος του Μακρυγιάννη είναι τόσο πραγματικό. Και μοναδικό, γιατί ήταν μοναδικές οι δυσκολίες του. Μιλώντας σας για την υλική όψη του χειρογράφου του Μακρυγιάννη, σας έλεγα πως μοιάζει με μια οικοδομή όπου συλλαβίζει κανείς το πέρασμα μιας ανθρώπινης προσπάθειας. Το γράψιμό του είναι το ίδιο: μια χειροποίητη οικοδομή. Σε κάθε της λεπτομέρεια, στην ένταση, στην ευκολία, στο παραστράτημα, βλέπει κανείς το πέρασμα ενός ολοζώντανου ανθρώπου. «Ο καλύτερος τρόπος να κρίνουμε ένα κείμενο, είναι να κοιτάξουμε να βρούμε ποιες λέξεις του δε λειτουργούν», είπε κάποιος. Το ποσοστό των λέξεων που δε λειτουργούν στον Μακρυγιάννη είναι μικρότερο παρά στα έργα των πεζογράφων μας που ξέρω. […]

Γιώργος Σεφέρης, «Ένας Έλληνας – ο Μακρυγιάννης». Δοκιμές. Πρώτος τόμος (1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 1984 (5η έκδ.), 255-256 & 258-260.

 

 

Η τύχη των Απομνημονευμάτων στον 20ό αι. αποτελεί ένα κομμάτι πολιτισμικής ιστορίας. Ο Γ. Σεφέρης αποκάλεσε τον Μακρυγιάννη καλύτερο πεζογράφο της νεότερης Ελλάδας, ενώ νωρίτερα (1911) ο Κ. Παλαμάς είχε επισημάνει τη λογοτεχνική αξία του έργου. Η ομιλία του Παλαμά το 1911 έμενε για χρόνια χωρίς ανταπόκριση, αλλά από το 1926 και εξής η γενιά του 1930 συζητούσε τον Μακρυγιάννη […]. Κατά τον Μεσοπόλεμο, ο Μακρυγιάννης με τον Παν. Ζωγράφο και τις κατά παραγγελία ζωγραφιές του θεωρήθηκαν εκπρόσωποι μιας αρχαϊκής λαϊκής τέχνης. Ο Άγγ. Σικελιανός επίσης αφιέρωσε στον Μακρυγιάννη ένα ποίημα.

Στην εποχή της γερμανικής κατοχής, το έργο ξαναήρθε στην επικαιρότητα· εξαιρόταν για τις πολεμικές του αρετές και τον ηθικό του πατριωτισμό (Γ. Θεοτοκάς, A. Perilla, Κ.Μ. Μιχαηλίδης, Δημ. Φωτιάδης). Το 1943 ο Σεφέρης πραγματοποίησε στην Αλεξάνδρεια τη γνωστή ομιλία «Ένας Έλληνας: ο Μακρυγιάννης» δίνοντας το στίγμα της λογοτεχνικής αναγνώρισης των Απομνημονευμάτων. Το 1957 ακολούθησε νέα έκδοση των Απομνημονευμάτων από τον Σπ. Ασδραχά (21963) και η βιβλιογραφία του Γ. Κατσίμπαλη. Η αναγνώριση του αυτοβιογραφικού κειμένου του Μακρυγιάννη έφτασε στο αποκορύφωμα, με μεταφράσεις στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το αφηγηματικό ύφος των Απομνημονευμάτων άσκησε, τέλος, επίδραση και σε νεότερους πεζογράφους και έργα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας.

Βίκυ Πάτσιου, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 151-152.

 

 

[…] μερικά έργα ψυχαγωγίας ακολουθούν τα ίχνη των απομνημονευμάτων ή της αυτοβιογραφίας. Το είδος αυτό καλλιεργήθηκε ιδίως από πολιτικές προσωπικότητες, και με το δίκιο τους, αφού πρόκειται ως επί το πλείστον για πρόσωπα που, μετά τη συμμετοχή τους στον Αγώνα, αφιερώθηκαν στην πολιτική και ένιωσαν την ανάγκη να δώσουν την κατάθεσή τους, τη δική τους ερμηνεία των γεγονότων για να δικαιολογήσουν τις μάχες έως ότου εδραιωθεί το νέο κράτος. Με αυτές τις προϋποθέσεις, είναι αυτονόητο ότι παρόμοια αυτοβιογραφικά έργα ολίσθαιναν κάποτε προς την απολογία, κάποτε προς την καταγγελία και τις διεκδικήσεις αναγνώρισης των κόπων τους. Τα περισσότερα από αυτά τα έργα παρουσιάζουν σήμερα ενδιαφέρον ντοκουμέντου για τον ιστορικό.

Οι εγγράμματοι που ασχολήθηκαν επαγγελματικά με την πολιτική δεν συναντούσαν καμία δυσκολία να γράψουν απομνημονεύματα, πολλές φορές μάλιστα ανέθεταν και να τα μεταφράσουν. Όσοι από τους στρατιωτικούς ηγέτες, πρώην οπλαρχηγούς, που ανάλογα με τους κλυδωνισμούς της ιστορίας επέπλεαν ή περνούσαν στο περιθώριο, δεν ήξεραν γράμματα, προσέτρεχαν συνήθως σε ένα γραμματικό. […]

Περισσότερο γοητευτικές είναι οι αναμνήσεις πολεμιστών που δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη γραφή, όπως το Χρονικό της σκλαβωμένης Αθήνας (1841) του Παναγή Σκουζέ, που το ανακάλυψε ο Γεώργιος Τερτσέτης το 1859. Ο Τερτσέτης έπεισε και τον Θ. Κολοκοτρώνη, στην αθώωση του οποίου είχε συντελέσει, να του υπαγορεύσει τις αναμνήσεις του (τυπώθηκαν το 1851). Άλλος σημαντικός στρατιωτικός που δεν είχε πάει σχολείο και έμαθε επί τούτου να γράφει, όταν ήταν πια ώριμος άντρας, είναι ο Γιάννης Μακρυγιάννης. […] Η γοητεία οφείλεται στην προφορικότητα του λόγου, που δεν υποτάσσεται σε μια συστηματική χρήση της δημοτικής αφού χρησιμοποιεί τύπους και εκφράσεις της γραφειοκρατίας και της δημοσιογραφίας. Το χειρόγραφο βρέθηκε το 1900 και δημοσιεύθηκε το 1907. […]

Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 288-290.

 

 

Το είδος [απομνημονεύματα] είναι γνωστό από την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα (Ξενοφώντας, Ιούλιος Καίσαρας) και τη μεσαιωνική γραμματεία. Χρησιμοποιείται συχνά και ως ιστορική πηγή· κινείται ανάμεσα στην αντικειμενικότητα της χρονογραφίας και του χρονικού και την υποκειμενικότητα της αυτοβιογραφίας και της βιογραφίας ή του ημερολογίου. Η εξιστόρηση και η παράταξη των γεγονότων δεν γίνεται με επιστημονική συστηματικότητα, αλλά με γνώμονα την προσωπική μνήμη του συγγραφέα, και τα απομνημονεύματα συνήθως συντάσσονται σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο των εξιστορούμενων γεγονότων. Η οπτική γωνία του συγγραφέα καθορίζει την επιλογή και την ιεράρχηση των γεγονότων. Με βάση αυτές τις προδιαγραφές, τα απομνημονεύματα γράφονται συνήθως από προσωπικότητες που έχουν ζήσει ή συμμετείχαν ενεργά σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα και δεν ανήκουν πάντα στη σφαίρα της λογοτεχνίας.

Βίκυ Πάτσιου, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 152.

 

 

Θα ήθελα να ξεκινήσω διευκρινίζοντας δύο από τους όρους του τίτλου μου: «αυτοβιογραφία», «απομνημόνευμα». Εντελώς πρόχειρα, αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι στην πρώτη περίπτωση επιχειρείται μια αυθιστόρηση, η αφήγηση μιας ζωής από τον άνθρωπο που την έζησε, η απεικόνιση ενός ατομικού και διακριτού μικρόκοσμου, ενώ στη δεύτερη εξαλείφεται αρκετά το αυστηρά προσωπικό και ιδιωτικό στοιχείο ή τουλάχιστον ενδιαφέρει στο μέτρο που συμφύρεται με τον δημόσιο βίο· εδώ, επιχειρείται η εξιστόρηση ενός μακρόκοσμου, μιας μικρής ή μεγάλης συλλογικότητας, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται, όπως την έζησε κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του αντιπροσωπευτική (ή και σημαίνουσα) μονάδα αυτού του συνόλου. […]

Απομνημονεύματα, λοιπόν (ενίοτε και «αντιαπομνημονεύματα»), και υπομνήματα ή μνημόνια, αλλά και ενθυμήσεις, και χρονογραφίες, και ημερολόγια, υπηρεσιακά και προσωπικά (οι «εφημερίδες» των παλαιοτέρων: ας θυμηθούμε τις Εφημερίδες του Κοδρικά ή τις Δακικές εφημερίδες του Δαπόντε), και αυτοσχόλια ή εξομολογήσεις, και αλληλογραφία ή ένορκες καταθέσεις. Ποικίλες γραφές του εγώ, μια ολόκληρη «εγωτική», «εγωκεντρική λογοτεχνία», εγωγραφία στην κυριολεξία, λόγος προσωπικός και πρωτοπρόσωπος, ο λόγος εν τέλει της προσωπικής μαρτυρίας. Ανεπαισθήτως, το εγώ διαλέγεται με το εσύ, το εγώ διχάζεται, γίνεται και «άλλος», το εγώ είναι και «εμείς» και «οι άλλοι», ο μονόλογος προϋποθέτει το διάλογο, η αντιπαράθεση των μονολόγων δημιουργεί το βουητό, την πολυφωνία της Ιστορίας, η οποία επικαλείται, πάντως, την «ουδετερότητα» του «απρόσωπου» ύφους, του άχρωμου, τριτοπρόσωπου λόγου.

Λίζυ Τσιριμώκου, «Το μέλλον της μνήμης: αυτοβιογραφία, απομνημόνευμα». Εσωτερική ταχύτητα, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2000, 413-414.

 

Δείτε επίσης και:


Σκουζές Παναγής