Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Σικελιανός Άγγελος

 

Όταν μιλάμε για ποίηση μεγαλόφωνη στην περιοχή του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, ο νους μας πηγαίνει αυτόματα σε τρεις ή τέσσερις χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Μα κι ανάμεσα σ’ αυτές, η ισχυρότερη σε ένταση φωνή είναι χωρίς αμφιβολία του Άγγελου Σικελιανού. Ο μόνιμα σχεδόν υψωμένος τούτος τόνος δεν οφείλεται μόνο στην καθολικότητα και το πλάτος των θεμάτων, ούτε στην προσπάθεια του ποιητή να μεγεθύνει και να διευρύνει με το λόγο την έκταση του ποιητικού του χώρου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση κάποιων άλλων ομότεχνών του. Είναι αποτέλεσμα και μιας βιολογικά πλατιάς ανάσας, ενός ισχυρού μέταλλου φωνής, της ισχυρότερης απ’ όσες ακούστηκαν ως τώρα στην ποίησή μας, που αναβρύζει έτσι αβίαστα από μια ιδιοσυγκρασία «φύσει» ρωμαλέα κι από μια εξ ίσου οργανική, θα λέγαμε, αυτοπεποίθηση, ενισχυμένη κι από κάποιες εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες ζωής.

Κώστας Στεργιόπουλος, «Μια ματιά στη ζωή και την ποίηση του Σικελιανού». Περιδιαβάζοντας, τ. Α΄. Από τον Κάλβο στον Παπατσώνη, Κέδρος, Αθήνα 1982, 65.

 

 

Ολότελα διαφορετική από του Καβάφη είναι η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού (1884-1951), του κορυφαίου ποιητή ύστερ’ από τον Παλαμά στον κυρίως ελληνικό χώρο. Δεν είναι χωρίς σημασία πως ο Σικελιανός είναι Εφτανησιώτης, αλλά και πως το πατρικό του νησί, η Λευκάδα, είναι το περισσότερο οργανικά δεμένο με την τραχύτητα της αντικρινής Στερεάς. Η παράδοση της Εφτανησιώτικης σχολής είναι ζωντανή μέσα του και σ’ αυτήν ασφαλώς οφείλεται η βαθύτατη αίσθηση και η γνώση που είχε ο Σικελιανός της λαϊκής γλώσσας στην απόλυτη καθαρότητά της, ακόμη και η οικείωσή του με τις ξένες λογοτεχνίες και προπάντων με την ιταλική.

[…] Το πρώτο του πραγματικό ποιητικό φανέρωμα είναι το μεγάλο συνθετικό ποίημα, ο Αλαφροΐσκιωτος· ο τίτλος είναι παρμένος από τον γνωστό στίχο του Σολωμού στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, και σημαίνει τον εμπνευσμένο, τον άνθρωπο που βλέπει οράματα. Το ποίημα γράφτηκε την άνοιξη του 1907 και ο Σικελιανός το τύπωσε, σε μια πολυτελή έκδοση σε μεγάλο σχήμα και εκτός εμπορίου, δυο χρόνια υστερότερα.

Ο Αλαφροΐσκιωτος είναι σαν μια λυρική αυτοβιογραφία του έφηβου ποιητή, ένα ποίημα γεμάτο νεανική αίσθηση και ευδαιμονία, ένα θαυμαστό ξεχείλισμα ενός λυρισμού που αναβρύζει αθόλωτος και πλουσιοπάροχα από τις πιο γνήσιες και μυστικές πηγές. Ο ποιητής έχει συσσωρεύσει μέσα του ένα πλήθος από άμεσες εμπειρίες που τις ένιωσε καθώς γύριζε απόλυτα ελεύθερος, σε μια ολοκληρωτική επαφή με τη φύση, στους γιαλούς και στους ελαιώνες του πατρικού του νησιού. […] Η φύση —το νιώθεις παντού— δεν είναι ένα ξένο αντικείμενο που ο ποιητής το θεάται με θαυμασμό ή το λατρεύει, αλλά υπάρχει ανάμεσά τους μια «λαγαρή επικοινωνία», που έχει το χαρακτήρα (για να μεταχειριστούμε μια έκφραση προσφιλή στο Σικελιανό) μιας «άσκησης βαθιάς και ευλαβικής».

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 235-236.

 

 

Η επόμενη περίοδος εγκαινιάζεται με τα μεγάλα ποιήματα Μήτηρ Θεού (1917), το Πάσχα των Ελλήνων (1918). Την περιμένουμε όμως, σαν φυσικό καρπό ύστερα από τα μυστικά βάθη του Προλόγου στη ζωή κι από την κλασική θέληση των λυρικών ποιημάτων. Η Μήτηρ Θεού, μέσα στην απλή μορφή του ζευγαρωτού δεκαπεντασύλλαβου, δίνει την λύτρωση από τον θάνατο […].

Η μεγάλη έκταση που έχει το ποίημα αυτό, ή και το άλλο που μνημονεύσαμε, το Πάσχα των Ελλήνων, ή ακόμη ο Δελφικός λόγος (1927), η οποία θα μπορούσε να ωθήσει στο τόσο φυσικό για τον Σικελιανό ξεχείλισμα του λόγου, δεν τον παρέσυρε: ο σφιχτοδεμένος στίχος, η λιτή μέσα στον πλούτο της φράση, ταιριάζουν με ακρίβεια στην υψηλή έμπνευση. Στο Πάσχα των Ελλήνων, η ατομική εμπειρία του ποιητή, κυρίαρχη ακόμη στη Μητέρα του Θεού, υποχωρεί εμπρός σε μια πιο αντικειμενική σύνθεση. Ο ενιαίος ελληνισμός παίρνει ένα νόημα μυστικό και σμίγει με τον μύθο του ανθρώπου. Οι μορφές της θρησκείας, της ιστορίας και της μυθολογίας γίνονται σύμβολα καθολικά. Κι όπως ενώνει τις θρησκευτικές παραδόσεις σε μία, κι όπως εξαίρει το νόημα του ανθρώπου, έτσι ισορροπούν εδώ το επικό και το λυρικό στοιχείο, το μουσικό και το πλαστικό […].

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 567-568.

 

 

«Ορφικά» ονομάζει ο ποιητής ορισμένα ποιήματα της δεύτερης σειράς των «Λυρικών», γραμμένα ανάμεσα στο 1927 και το 1942, και ο τίτλος αυτός είναι ένας σαφής υπομνηματισμός. Εδώ βρίσκονται η πολύ γνωστή «Ιερά Οδός» (1935) με τον πυκνό συμβολισμό της, και το λιγότερο γνωστό, εξίσου όμως υψηλό ποίημα, «το Αττικό» (1942). Δεν είναι βέβαια σύμπτωση που και τα δυο έχουν για πλαίσιο τον ιερό δρόμο που οδηγεί προς το πιο σεβάσμιο και μυστηριακό αρχαίο ιερό, την Ελευσίνα.

Οι «Επίνικοι Β΄» είναι ποιήματα εμπνευσμένα από τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940-41 και την εχθρική κατοχή. Τα περισσότερα κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη μυστικά και αποτελούσαν ένα είδος αντίστασης. Δε φτάνουν όλα στο ίδιο ύψος· ξεχωρίζουν ο ενθουσιαστικός «Σόλωνος απόλογος» και το «Άγραφον» (ενν. ευαγγέλιον), με το βαθύ στοχαστικό του μήνυμα, δημοσιευμένο κιόλας στην αρχή του φοβερότερου πολεμικού χειμώνα, τον Οκτώβριο του 1941.

 

Στην τελευταία δεκαετία της ζωής του ο Σικελιανός στράφηκε προς τη συγγραφή τραγωδιών. Ήταν βέβαια η στροφή αυτή φυσική για έναν άνθρωπο που έζησε τόσο εντατικά το πνεύμα της αρχαίας τραγωδίας και που ως πυρήνα της Δελφικής του Προσπάθειας έθεσε τη διδασκαλία έργων του Αισχύλου. Πραγματικά οι πρώτες προσπάθειες αρχίζουν από τα χρόνια των Δελφικών Εορτών ή λίγο πιο ύστερα. Αλλά η συγγραφή των περισσότερων από τις τραγωδίες πέφτει τα πολεμικά και τα μεταπολεμικά χρόνια, και η γραμμή τους συνεχίζει τη γραμμή των «Επινίκων». Τα χρόνια αυτά άλλωστε ο Σικελιανός δείχνει άμεσο και εντονότερο ενδιαφέρον για πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και θέλει να εκλαϊκεύσει και να φέρει προς τις μάζες τα (από τη φύση τους όμως περισσότερο αριστοκρατικά) μηνύματά του.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 242.

 

 

Δεν είναι ασφαλώς παράδοξο, πως η τελευταία δεκαετία της ζωής του Σικελιανού στάθηκε η πιο γόνιμη της ζωής τους — πιο γόνιμη ακόμα και από την θαυμαστή δεκαετία του 1909-1919. Τα μείζονα ποιήματα της περιόδου 1940-1950 και η σύνθεση των τεσσάρων τραγωδιών του, καθιερώνουν επιτέλους τότε τον Σικελιανό ως την κεντρική φυσιογνωμία της ελληνικής πνευματικής ζωής, ενώ παράλληλα η ακάματη εθνική του δράση στο πλευρό του Ε.Α.Μ. και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, του εξασφαλίζει πρωτοφανή λαϊκή αναγνώριση και πανελλήνιο ηθικό κύρος.

Η μόνη φορά που αξιώθηκα να τον ακούσω να διαβάζει ποιήματά του, ήταν τον Οκτώβριο του 1944, παραμονές της αποχώρησης των Γερμανών από την Αθήνα. Οι αντιστασιακοί που ήταν φυλακισμένοι στο Χαϊδάρι, είχαν αφεθεί ελεύθεροι, και για να βοηθηθούν οικονομικά είχαν οργανώσει ένα πανηγυρικό πρωινό στην μεγαλύτερη κλειστή αίθουσα της πρωτεύουσας, το Πάλας. Δεν θυμάμαι τώρα τίποτε άλλο από το έξαλλο εκείνο πρωινό — παρά μονάχα την ιερατική μορφή και φωνή του Σικελιανού, απαγγέλλοντας ποιήματα από τους Επίνικους, Β΄ που τα ξέραμε όλοι λίγο-πολύ απέξω, μα τώρα έπαιρναν πια την ολοκληρωμένη τους διάσταση και υπόσταση.

Γ.Π. Σαββίδης, «Για τα εκατόχρονα του Σικελιανού (1984)». Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό, εισαγ.-επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου, Ερμής, Αθήνα 2003, 194.

 

 

Ο Σικελιανός ανανεώνει την παράδοση, σπάζοντας απ’ τον Αλαφροΐσκιωτο κιόλας —και αποφασιστικότερα με τον Πρόλογο στη Ζωή— την ακαμψία του παραδοσιακού στίχου, ενώ ταυτόχρονα ξαναγυρίζει κάθε τόσο στα παλιά στροφικά, μετρικά και ανομοιοκατάληκτα συστήματα […] Μα η ουσιαστικότερη ανανέωση έρχεται απ’ την εσωτερική του πνοή και το περιεχόμενό του, από τη νέα όραση που αποκαλύπτει μαζί με τη νεότροπη, για την ώρα εκείνη, ρυθμική κίνηση του απελευθερωμένου στίχου του, καθώς συγχωνεύει μέσα του τον αρχαίο με το νέο Ελληνισμό και το φυσικό περιβάλλον του τόπου με την πνευματική μας παράδοση, βαθαίνοντας στις εθνικές ρίζες, ώσπου να συναντηθεί με το παγκόσμιο ανθρώπινο κύτταρο.

Κάτι ανάλογο, βέβαια, είχε κάνει νωρίτερα κι ο Παλαμάς, αλλά μέσα απ’ το εργαστήρι του και κατά τρόπο λογοκρατικό και αδιάρρηκτα συνυφασμένο με την ιστορική του στιγμή, έτσι ώστε ο διεθνισμός του να μένει μόνιμα κλεισμένος στα σύνορα του εθνισμού του. Στον Σικελιανό, αντίθετα, τα πάντα συντελούνται μέσα στον μυστικό οργασμό της ελληνικής φύσης και με μια λυρική και μυστική έξαρση, που χαλαρώνει τα δεσμά τής ως τότε λογοκρατικής αντίληψης για την ποίηση, δίχως να καταργεί τους λογικούς συνειρμούς, για ν’ ακουστεί, άλλοτε βαρύβροντος κι άλλοτε σπηλαιώδης, ο προφητικός λόγος ή για να πάρει φτερά η λυρική του διάθεση. Η ποίησή του εκφράζει μια πληρότητα ζωής, χωρίς ποτέ να γίνεται διανοητική κι εγκεφαλική. Οραματικός και λυρικός, ο ποιητής κινείται σε ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, πέρα από φυλετικές διαφορές, διευρύνοντας τον εθνισμό του ως την παγκοσμιότητα, μολονότι δεν παύει παράλληλα να παρακολουθεί τις τύχες του έθνους. Η σύλληψη της Δελφικής Ιδέας κι οι προσπάθειες για την πραγματοποίησή της μας δίνουν το μέτρο του ιδεαλισμού του, κι άλλο τόσο της ανεδαφικότητας του χαρακτήρα του.

[…] Με τη Δελφική Ιδέα θέλησε να εντάξει στην ίδια ενότητα και το κοινωνικό και το φυλετικό, για να γίνει ο κόσμος ένα αδιαίρετο όλο. Γι’ αυτό στην ποίησή του δεν υπάρχει ουσιαστικά προβληματισμός. Υπάρχει οραματισμός και μύηση, που εκφράζονται με μια σειρά από τελετουργικές χειρονομίες, σύμβολα και ρήσεις, δυσκολεύοντας την προσπέλαση στον φαινομενικά περίπλοκο χώρο των ιδεών του, καθώς ο ποιητής επιμένει να συμπεριφέρεται σαν ιερέας και μύστης των Ελευσίνιων μυστηρίων, του Απόλλωνα, του Διόνυσου, του Ορφέα και του Χριστού.

Κώστας Στεργιόπουλος, «Μια ματιά στη ζωή και την ποίηση του Σικελιανού». Περιδιαβάζοντας, τ. Α΄. Από τον Κάλβο στον Παπατσώνη, Κέδρος, Αθήνα 1982, 69-71.

 

 

Τί ήταν ακριβώς η Δελφική Ιδέα και Προσπάθεια, δεν είναι βολετό να συνοψιστεί εδώ — ιδίως που τα σχετικά κείμενα, τα οποία δείχνουν την εξέλιξη της σκέψης και της πράξης του Σικελιανού πάνω στο θέμα αυτό, ξεπερνούν τις 500 τυπωμένες σελίδες. Χοντρικά, όμως μπορώ να πω τούτο: πως, από αισθητικό και αριστοκρατικό υποκατάστατο της Μεγάλης Ιδέας, βλέπουμε την Δελφική Προσπάθεια να εξελίσσεται βαθμιαία σε πνευματική πρωτοβουλία οικουμενικής αλληλεγγύης. Βασικοί της θεσμοί θα ήταν αφ’ ενός η Δελφική Ένωση που φιλοδοξούσε να υπερκεράσει την αμήχανη «Κοινωνία των Εθνών», και αφ’ ετέρου το Δελφικό Πανεπιστήμιο που προοιώνιζε τολμηρά την ίδρυση της Ουνέσκο. Έδρα τους, βέβαια, θα ήταν οι Δελφοί και θεματοφύλακάς τους η νεαρή Ελληνική Δημοκρατία, με άμεσο παραστάτη μιαν ειλικρινή Βαλκανική Συνομοσπονδία.

Είναι εύκολο να χαμογελάσει κανείς για την θρυλούμενη ανεδαφική αφέλεια του Σικελιανού. Πιο δύσκολο είναι να παραδεχτούμε πως μισόν αιώνα τώρα κανένας δεν επρότεινε στον Ελληνισμό ένα θετικότερο ιδανικό από κείνο της τουριστικής μαστροπίας ή, πιο πρόσφατα, της αποκλειστικής εργολαβίας των Ολυμπιακών Αγώνων.

Γ.Π. Σαββίδης, «Για τα εκατόχρονα του Σικελιανού (1984)». Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό, εισαγ.-επιμ. Αθηνά Βογιατζόγλου, Ερμής, Αθήνα 2003, 191.

 

Πρόβα για τις Δελφικές Εορτές 1927
[πηγή: Ελληνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο]
 

 

Από την παράσταση του Προμηθέα Δεσμώτη (Δελφικές Εορτές 1930)
[πηγή: Ελληνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο]
 

 

 

Η εμπράγματη έκφραση τής λυρικής του σκέψης και τής φιλοσοφικής τοποθέτησής του υπήρξαν οι περίφημες Δελφικές Γιορτές, για την πραγμάτωση των οποίων ο ποιητής και η πρώτη του γυναίκα Εύα Πάλμερ-Σικελιανού εργάστηκαν σκληρά. Οι πρώτες Δελφικές Γιορτές πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο τού 1927 (9-10.5/1927) και οι δεύτερες τον Μάιο τού 1930 (1-3, 6-8, 11-13/5/1930). Προκάλεσαν παγκόσμιο ενδιαφέρον, καθώς άλλωστε υπήρξαν ένα φαινόμενο, σε παγκόσμιο επίπεδο, πρωτοφανές. Πέραν τού γεγονότος ότι οι θεατές υπήρξαν καλεσμένοι τού ζεύγους Σικελιανού —πράγμα που συνεπάγεται απίστευτη δαπάνη, καθώς ανάμεσα στα άλλα «ανακατασκευάστηκαν» οι Δελφοί προκειμένου να φιλοξενηθούν οι ξένοι—, το σημαντικό είναι ότι ξαναμίλησαν τα αρχαία θέατρα, ότι η άποψη τού Σικελιανού πως ο μέγας Παν δεν πέθανε αποδείχτηκε σωστή και ότι οι Δελφοί έγιναν πασίγνωστοι. […] Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στις πρώτες Δελφικές Γιορτές διδάχτηκε (9/5/1927) ο Προμηθεύς Δεσμώτης τού Αισχύλου, ούτε τυχαίο είναι το γεγονός ότι στις δεύτερες προστέθηκαν οι Ικέτιδες. Ο Αισχύλος ήταν ο αγαπημένος τού Σικελιανού, ήταν αυτός που μιλούσε με τους θεούς. Ήταν Ελευσίνιος μύστης και ορφικός μελετητής που εφάρμοζε τα «μυστικά» δόγματα στην ποίηση και στην πράξη.

Τέτοιος ήταν ο Σικελιανός. Και βασικό δόγμα τού ορφισμού υπήρξε η ενότητα, η αρμονία των πάντων, τού ανθρώπου με τον εαυτό του, με τη Φύση, με τον Θεό, με το Παν. Εκεί που εναγώνια απλωνόταν ο σικελιανικός στοχασμός. […] Γιατί [ο Σικελιανός] ονειρεύτηκε να κάνει αυτό που δεν μπόρεσε κανείς: τους «ανθρώπους – ανθρώπους». Το «ψωμί – ψωμί». Την «ποίηση – ποίηση». Ονειρεύτηκε να ξαναενώσει τα σπασμένα από τους Τιτάνες μέλη τού Διονύσου, ονειρεύτηκε την καρδιά τού ανθρώπου και την καρδιά τού Σύμπαντος ως Ένα. Ονειρεύτηκε έναν κόσμο ορφικό. Αν έκανε, λάθος, πιστεύω πως αυτό ήταν το ωραιότερο λάθος που έγινε ποτέ, για το οποίο —παρά την οικονομική του καταστροφή και παρά τη φθορά της υγείας του— ουδέποτε μετάνιωσε.

[…]

Αυτό ήταν ο Σικελιανός. Ένα λυρικό ποτάμι που κουβαλούσε μέσα του τους προϊστορικούς, τους τραγικούς, τον Πλάτωνα, τον Παυσανία, τον Πλούταρχο, τις Γραφές, τον Ορφέα, τον Χριστό. Κι άλλους πολλούς, που τον έκαναν να σκεφτεί πως ο άνθρωπος μπορεί να ξαναβρεί τον πρώτο του εαυτό, αρκεί να ασκήσει τις κεραίες του να συλλάβουν τα μηνύματα των καιρών. Γιατί αυτό υπήρξε ο ίδιος ο Σικελιανός: ασκητής, μύστης, αθλητής τού αγαθού. Αιώνιος ορφικός οραματιστής. «Στοχαστής».

Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια, Άγγελος Σικελιανός. Βαθμίδες μύησης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2002, 120-122.

 

 

Στην ιστορία των Γραμμάτων μας ο Σικελιανός έχει πάρει μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στους συγγραφείς της γενιάς του, της δεύτερης —σύμφωνα με τους γραμματολόγους— μεταπαλαμικής γενιάς, που εμφανίζεται λίγο πριν από το 1910 και φέρνει μια ουσιαστική ανανέωση σε πολλά επίπεδα, χωρίς ν’ αποσπάται ολότελα από τον κορμό της παράδοσης. Μαζί με άλλους επιφανείς εκπροσώπους της γενιάς του, τον Καζαντζάκη, το Βάρναλη, συνιστούν την προέκταση και ολοκλήρωση της αναγεννητικής εξόρμησης που άρχισε η γενιά του 1880, αναπτύσσοντας τη δυναμική της ελληνικής πνευματικής παράδοσης σε μια κατεύθυνση σύμμετρη προς τα επιτεύγματα και τα αιτήματα του καιρού τους. Έτσι, συνδέουν οργανικά την παράδοση με την ανανέωση και διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση στο μοντερνισμό. Χαρακτηριστική πάνω σ’ αυτό είναι η σχέση τους με τη γενιά του 1930, η οποία αναγνωρίζει, στο πρόσωπο του Σικελιανού ιδιαίτερα, έναν ποιητικό «πατέρα» και «συνοδοιπόρο στις νέες αναζητήσεις». Οι προτάσεις του Σικελιανού και του Καζαντζάκη για το βραβείο Νομπέλ κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο —με την υποστήριξη που είχαν από διεθνείς προσωπικότητες και ανεξάρτητα από την έκβασή τους (που κρίθηκε με βάση εξωλογοτεχνικά κριτήρια)— αποτελούν τεκμήριο ότι η ελληνική λογοτεχνία παίρνει πλέον μια θέση ισοτιμίας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές λογοτεχνίες. Κι αυτό οφείλεται στο ποιοτικό άλμα που πραγματοποίησαν οι ποιητές της γενιάς αυτής, ανυψώνοντας τη λογοτεχνία μας σε διεθνή περιωπή.

Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, «Εισαγωγή. Ο Σικελιανός και η κριτική». Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011, ιε΄-ιστ΄.

 

 

Μολονότι επιδίωξε περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα ομότεχνό του να καταστεί ταγός και να κερδίσει πλατιά απήχηση, ο Σικελιανός δεν διαβάστηκε ποτέ από το ευρύ κοινό τόσο όσο ο Παλαμάς ή ο Βαλαωρίτης (με την εξαίρεση ολιγάριθμων όψιμων αγωνιστικών ποιημάτων του όπως το «Παλαμάς» και το «Πνευματικό εμβατήριο»). Ο ιδιότυπος μεταφυσικός οραματισμός του, η ερμητικότητα και η μαιανδρική σύνταξη μεγάλου μέρους της ποίησής του την εμπόδισαν να φτάσει πράγματι στον λαό, στον οποίο ο ίδιος ο ποιητής, κατά την ωριμότητά του, πίστευε ότι ανήκε και προς τον οποίο απευθυνόταν […] Η ιδιαζόντως ευφωνική ποίησή του, εξάλλου, που μεταφράζεται δύσκολα και χάνει, στην ξένη γλώσσα, το μεγαλύτερο μέρος της γοητείας της, τού έκλεισε τον δρόμο προς το διεθνές κοινό, παρά τις επίμονες προσπάθειες της Εύας να κάνει γνωστό το έργο του στην Αμερική και παρά τη φιλοδοξία του ίδιου του Σικελιανού, ήδη από την περίοδο των Δελφικών Εορτών, να κερδίσει διεθνές κύρος και να «ρυθμίσει τη συναλλαγή της καρδιάς του με την Ελλάδα, με τον κόσμον όλο».

Επιπλέον, μια σειρά από δυσμενείς ιστορικές συγκυρίες δεν επέτρεψαν στον Σικελιανό να απολαύσει για πολύ τη δημοτικότητα που επιθυμούσε. Ο ποιητής του «Πνευματικού εμβατηρίου» είχε την ατυχία, θα λέγαμε, να πεθάνει σε μια εποχή που η εθνική ομοψυχία της Κατοχής είχε δώσει τη θέση της στο βαθιά διχαστικό κλίμα του Εμφυλίου και της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου. Η φιλοεαμική του δραστηριότητα του πρόσφερε για πρώτη φορά πλατιά αναγνώριση, αλλά και τον έφερε αντιμέτωπο, μετά την απελευθέρωση, με το κράτος της Δεξιάς, καθιστώντας τον «έναν ποιητή αποδιοπομπαίο από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα». […]

Η ιστορία έπαιξε άλλο ένα παιχνίδι στον Σικελιανό. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, οι ποιητές έπαψαν σταδιακά να διαδραματίζουν ένα βαρύνοντα δημόσιο ρόλο. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, είδε τους δημιουργούς να αποσύρονται από τα κοινά και την ποίηση να γίνεται μια υπόθεση όλο και πιο ιδιωτική. Ο ίδιος αντέδρασε στο κλίμα αυτό αποθέτοντας όλες τις ελπίδες του στην ποιητική τραγωδία. Σε αυτό το αρχαιοελληνικής καταγωγής λογοτεχνικό είδος, στο οποίο είχε αρχίσει να ασκείται από τα νεανικά του χρόνια, αφοσιώθηκε πλήρως την τελευταία δεκαετία της ζωής του.

Αθηνά Βογιατζόγλου, Η γένεση των πατέρων. Ο Σικελιανός ως διάδοχος των εθνικών πατέρων, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2005, 167-170.

 

 

[…] Ούτε η δική μας εποχή ούτε η εποχή του Σικελιανού υπακούουν συντεταγμένα σ’ έναν αδιαίρετο, συλλογικό μύθο, ώστε να δικαιούμαστε σήμερα, εκ του ασφαλούς, να θεωρούμε τη λυρική υψηγορία του Σικελιανού βιώσιμη σε κάποιο κατά φαντασίαν παρελθόν μας και αβίωτη σήμερα. Εάν αποφασίσουμε ότι η λυρική φωνή του Σικελιανού, ως ανάγνωσμα πρώτα και ως δυνατότητα, επομένως, της δικής μας εποχής, δεν μπορεί πια να ακουστεί, τότε φοβούμαι ότι έχουμε σιωπηρά κλείσει τους λογαριασμούς μας με τον ελληνικό λυρισμό συλλήβδην και, επιπλέον, με ό,τι ακόμη εκπορεύεται από την περίσσεια του έμμετρου λόγου, ανατρεπτικό είτε παρηγορητικό, και μας παραστέκει ακόμη ως ανθρώπινη αξία. Δυσπιστούμε, πράγματι, απέναντι σ’ έναν ποιητή που μπορεί απερίφραστα να διατρανώνει:

να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…

                                      (Λυρικός Βίος Β΄, σ. 149)

Δυσπιστούμε, ναι, μολονότι η λυρική ποίηση συναρτάται προς τη δυνατότητά μας, σήμερα, να ανανεώσουμε αυτή την εξωφρενική αναφώνηση, να την αφομοιώσουμε δηλαδή μαζί με το θρηνητικό, το αναφομοίωτο σκοτεινό της υπόλοιπο. Διότι το μείζον κατόρθωμα του Σικελιανού είναι ότι έπλασε ποιητικό κόσμο και μια καινούργια ποιητική γλώσσα, την πιο ευρύχωρη ποιητική γλώσσα που διαθέτουμε στη νεοελληνική γραμματεία, μέσα στην οποία η υπερβολή αυτή ακούγεται φυσιολογικά, αβίαστα και —στις μεγάλες στιγμές του— σαν την τρυφερή, κουβεντιαστή σχεδόν, εκμυστήρευση ενός πρόωρα χαμένου φίλου· υπερβολή, το επαναλαμβάνω, που δεν είναι άλλη από τη συστατική υπερβολή του ίδιου του λυρισμού. Ο Σικελιανός έχει αυτό το μοναδικό χάρισμα στον τόνο του: να απαγγέλλει μεγαλόφωνα, δημόσια, σαν να συνομιλεί τρυφερά και κατ’ ιδίαν, σαν να μας εμπιστεύεται τα μυστικά του πάνω κόσμου. Μπορεί λοιπόν ο ‘καιρός’ του Σικελιανού να ήταν ‘τότε’ — όποτε αποφανθεί η γραμματολογία μας· αλλά το επίτευγμά του δεν είναι, κατά κανένα τρόπο, «της εποχής του» αλλά του Σικελιανού. […]

Διονύσης Καψάλης, «Ο μείζων λυρισμός του Άγγελου Σικελιανού». Τα μέτρα και τα σταθμά. Δοκίμια για τη λυρική ποίηση, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1998, 98-99.

 

 

[…] οι όροι της νεωτερικής εποχής, που προσωπικά πιστεύω ότι δεν έχουν παύσει να ισχύουν, μειώνουν τη χρηστική αξία του ποιητικού του λόγου. Ο άκρατος λυρισμός του [Σικελιανού] απαιτεί την καταβολή ενός υπερβολικού ποσού ευπιστίας, που κανείς σύγχρονος, νοήμων και άξιος του ονόματος αναγνώστης δεν είναι διατεθειμένος να καταβάλει.

Ο Καβάφης, ο ποιητής της «ποικίλης δράσης των στοχαστικών προσαρμογών» (να άλλος ένας ορισμός της ειρωνείας), ανταποκρίθηκε σε βαθύτατες ηθικές, ψυχολογικές και εκφραστικές ανάγκες μας, γι’ αυτό και παραμένει στην πρώτη θέση του λογοτεχνικού κανόνα. Καλλιέργησε την ευαισθησία μας και δίδαξε την ειρωνεία —μια ειρωνεία όχι άγονη […], όχι διαλυτική του ενστίκτου, της αφοσίωσης και της δράσης, αλλά παραγωγική· ειρωνεία που είναι το πιο πολύτιμο μέσο που διαθέτουμε για να διατηρούμε την ψυχραιμία και την ευθυκρισία μας σε έναν κόσμο απρόβλεπτο, βίαιο ή αλλοπρόσαλλο, δύσκολο.

Αν ποτέ οι υπερβολές του μείζονος λυρισμού μπορέσουν να αναστείλουν, όχι στιγμιαία, αλλά εξακολουθητικά, την ειρωνική δυσπιστία μας, αν η φυγή προς τα πάνω αποτελέσει σοβαρή δυνατότητα, συμβατή με τις ανάγκες μας, τότε η ποίηση του Σικελιανού θα μας χειραγωγήσει αβίαστα. Μέχρι τότε, η όποια χρήση της θα είναι αμιγώς αισθητική ή, για να το πω αλλιώς, θα θαυμάζουμε τον Ποιητή και θα ξεχνάμε την ποίησή του.

Άρης Μπερλής, «Σικελιανός και Καβάφης: Επικαιρότητα και χρήση της ποίησής τους», περ. Νέα Εστία, τχ. 1781 (Σεπτ. 2005) 365-366.