Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Χριστόπουλος Αθανάσιος

Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος
[πηγή: Πανδέκτης. Ψηφιακός Θησαυρός Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού].
 

 

Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος γεννήθηκε το Μάιο 1772 στην Καστοριά. Ο πατέρας του, φτωχός ιερέας, όχι πολύ μετά τη γέννηση του Αθανάσιου μετανάστευσε στο Βουκουρέστι, ακολουθώντας το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής εκείνης από τη Μακεδονία και την Ήπειρο στις Παραδουνάβειες Ηγεμονίες και την Κεντρική Ευρώπη. Στα χρόνια αυτά οι ημιανεξάρτητες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας γνωρίζουν μεγάλη ακμή. Μακριά από τον καταθλιπτικό ζυγό των Τούρκων και με τη φωτισμένη τις πιο πολλές φορές προστασία των Φαναριωτών Ηγεμόνων, ο πλούτος των Ελλήνων εμπόρων έχει οδηγήσει σε μια αναπάντεχη πνευματική άνθηση. Οι προοδευτικές ιδέες που κυριαρχούν στην Ευρώπη εμβολιάζονται στην ελληνική παιδεία και καρπός τους είναι το σπουδαιότατο για την τελική αναγέννηση του γένους κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ανατρέφεται και εκπαιδεύεται ο Χριστόπουλος. […] Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στο Βουκουρέστι, έφυγε για τη Δύση, όπου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βούδας λατινική φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Συνέχισε τη μελέτη της ιατρικής και σπούδασε νομικά στο περίφημο τότε πανεπιστήμιο της Πάντοβας.

Όταν επέστρεψε στο Βουκουρέστι ήταν οπλισμένος με μια γενική περισσότερο μόρφωση παρά ειδικά καταρτισμένος σε κάποιον επιστημονικό κλάδο. Δεν ήταν ίσως μόνο τα πλατιά ενδιαφέροντα του νεαρού Χριστόπουλου που τον οδήγησαν σ’ έναν τέτοιο κατατεμαχισμό των σπουδών του. Το παιδευτικό ιδανικό της εποχής δεν ήταν ο άρτιος επιστήμονας, αλλά ο φωτισμένος λόγιος. Και αυτός ο τύπος του μορφωμένου έβρισκε το πιο πρόσφορο κλίμα για την ανάπτυξή του μέσα στο αυλικό περιβάλλον. […]

Ελένη Τσαντσάνογλου, «Ο Χριστόπουλος και το έργο του». Αθανάσιος Χριστόπουλος, Λυρικά, επιμ. Ελένη Τσαντσάνογλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1970, 7.

 

 

[…] ο Χριστόπουλος, που βγαίνει από τον κύκλο του Καταρτζή, αρχίζει την λογοτεχνική του σταδιοδρομία με μια Γραμματική της Αιολοδωρικής και ένα δράμα, τον Αχιλλέα, στα 1805.

[…]

Στα 1811 εκδίδονται τα Λυρικά του Χριστόπουλου, στα οποία προτάσσεται μια πεζή γλωσσική σάτιρα, τιτλοφορημένη «Όνειρο»· […]

[…] Ο Χριστόπουλος παρουσιάζεται στα λυρικά του με την πρόθεση της ελαφράδας και της χάρης. Ανακρεόντειος, όσο μπορεί, στην φόρμα, συνεχίζει ουσιαστικά την ελαφρή γαλλική ποίηση του περασμένου αιώνα, την οποία του τυχαίνει να παραφράζει ασχολίαστα. Τα θέματά του είναι ο έρωτας, το κρασί, οι χαρές μιας ξένοιαστης ζωής. Ποίηση του γραφείου, ας μην το ξεχνούμε, αλλά με την φροντίδα, ακριβώς, την οποία παρέχει η ηρεμία του γραφείου. Στην γλώσσα, θέλει να δώσει μια στρωτή δημοτική, κι από την άποψη αυτήν η θέση του είναι σημαντική στα γράμματά μας […].

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 236 & 238.

 

 

Ας περιοριστούμε λοιπόν στα Λυρικά· δεν είναι λίγη άλλωστε η τιμή που χαρίζουν στο συγγραφέα τους. Πρόδρομοί τους στάθηκαν ασφαλώς τα ανώνυμα ή επώνυμα φαναριώτικα στιχουργήματα, σαν αυτά που είδαμε στο Σχολείον [των ντελικάτων εραστών] του Ρήγα ή στο Έρωτος αποτελέσματα. Αλλά ο Χριστόπουλος ξέρει και την ιταλική και τη γαλλική λογοτεχνία του καιρού του και επηρεάζεται αναμφίβολα από αυτές. Με το πρώτο διάβασμα αναγνωρίζουμε πως τα «ερωτικά» και τα «βακχικά» του τραγούδια (το χωρισμό τον έχει κάμει ο ίδιος) βρίσκονται στο ίδιο εντελώς κλίμα του σύγχρονου ευρωπαϊκού κλασικισμού. Μας παρουσιάζεται ο ίδιος κόσμος των κλασικιστικών μυθολογικών αλληγοριών και προσωποποιήσεων, ο Έρως, πάντοτε γιος της Αφροδίτης, οι Χάριτες, η Αυγή, ο Τιθωνός κτλ. Τα «βακχικά» του πάλι […] είναι μιμήσεις των μεταγενέστερων «ανακρεόντειων», από αυτές που αφθονούσαν στην εποχή. […] Ψάλλει τον έρωτα και το κρασί, μας παρασταίνει τον εαυτό του διαρκώς πληγωμένον από τον έρωτα· […] Μπορεί ο Χριστόπουλος να κηρύττει στα τραγούδια του: Να μη φθάσω, να μη ζήσω / αν μια μέρα δεν φιλήσω / κι αν πεθάνω, να πεθάνω / στα φιλάκια μου απάνω —ή: Έξω έξω τα βιβλία / στη φωτιά η φλυαρία / … / να γενεί βαρελοθήκη / η χρυσή βιβλιοθήκη— τα κηρύγματα αυτά βρίσκονται μέσα στο ποιητικό κλίμα της εποχής, είναι συμβάσεις λογοτεχνικές· ο ίδιος έζησε μια ζωή νηφάλια, τελείως αντίθετη από τα ερωτικά και τα βακχικά του αιτήματα. […]

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 133-134.

 

 

Εύκολοι και παιγνιώδεις στίχοι, στιχουργικά προσεγμένοι και ευχάριστοι στην ακοή, υμνούν τις χαρές του Έρωτα και του Βάκχου μάλλον επιφανειακά. […]

Αυτός ο χαρακτήρας των ποιημάτων του Χριστόπουλου ώθησε αρκετούς μελετητές του έργου του να τον συσχετίσουν, από τα χρόνια του ακόμη, με τον Ανακρέοντα. Το κίνημα του Ανακρεοντισμού γνωρίζει μεγάλη διάδοση κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. […]

Πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι η λογοτεχνική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί στον ευρωπαϊκό κόσμο, με τις αλλεπάλληλες μιμήσεις, μεταφράσεις και επιβιώσεις ανακρεοντικών μοτίβων, δεν άφησε ανεπηρέαστο και τον Χριστόπουλο. […] Η έρευνα […] έχει συνδέσει τις επιδράσεις που δέχεται ο Χριστόπουλος κυρίως με τα βυζαντινά ανακρεόντεια […]. Επιδράσεις, ακόμη, αλλά μικρότερης έκτασης, έχουν ανιχνευθεί σε κείμενα του Χριστόπουλου από άλλους κλασικούς συγγραφείς, την Αγία Γραφή και τη δημοτική ποίηση.

Γιώργος Ανδρειωμένος, «Εισαγωγή». Αθανάσιος Χριστόπουλος, Ποιήματα, φιλ. επιμ. Γιώργος Ανδρειωμένος, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2001, 72-75 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].

 

 

 

[…] Κανένας Έλληνας ποιητής δεν θα μπορούσε να καυχηθεί για έντεκα εκδόσεις του έργου του όσο ζούσε. Μετά την πρώτη έκδοση το 1811 στη Βιέννη, ακολούθησε άλλη το 1814 στην Κέρκυρα, το 1817 και το 1818 στη Βιέννη, το 1821 πάλι στη Βιέννη, το 1825 στην Αθήνα, το 1826 στο Παρίσι, το 1831 στο Στρασβούργο, το 1833 στο Παρίσι, το 1835 στη Σμύρνη, το 1841 στο Παρίσι. Και απ’ όλες αυτές τις αλλεπάλληλες εκδόσεις, μόνο στις εκδόσεις του 1833 και του 1841 είχε ο ίδιος κάποια ανάμιξη. Χαρακτηριστικό είναι ότι καμιά έκδοση των Λυρικών δεν έχουμε στην Κωνσταντινούπολη, όπου το συντηρητικό κλίμα του Πατριαρχείου δεν ευνοούσε την καλλιέργεια και την ανάπτυξη τέτοιων αμαρτωλών προϊόντων.

Και όχι μόνο διαβάστηκαν με απληστία τα ποιήματα του Χριστόπουλου, αλλά και τραγουδήθηκαν πολύ. Ο Χριστόπουλος ήταν […] καλός μουσικός, έπαιζε ταμπούρι και αυλό και μελοποιούσε ο ίδιος τα ποιήματά του. […]

Ελένη Τσαντσάνογλου, «Ο Χριστόπουλος και το έργο του». Αθανάσιος Χριστόπουλος, Λυρικά, επιμ. Ελένη Τσαντσάνογλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1970, 28-29.

 

 

Τα ποιήματα του Χριστόπουλου, ανάλαφρα, πρόσχαρα τα περισσότερα —αδιάφορο πώς τα κρίνουμε εμείς σήμερα— έφερναν στον καιρό τους μια καινούρια δροσιά, κάποιο διαφορετικό μήνυμα. Και αυτό η εποχή του το κατάλαβε πέρα ως πέρα, ετίμησε τον ποιητή, και τα Λυρικά κυκλοφορούσαν σε απανωτές εκδόσεις. Ας προσθέσουμε πως και ο Σολωμός με τα Λυρικά στο χέρι θ’ αρχίσει να γράφει τα πρώτα του ελληνικά ποιήματα. Η νεώτερη ελληνική ποίηση είχε αρχίσει το δρόμο της.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 134-135.

 

 

Όταν μπορέσουμε να ξαναζήσουμε εκείνα τα χρόνια, όταν ξεφυλλίσουμε τις χειρόγραφες κι έντυπες ανθολογίες, καταλαβαίνουμε πόσο έπρεπε να γοητεύει τους συγχρόνους του ο νέος Ανακρέων, ο δοξασμένος ποιητής, με τον πολιτισμό του, την επιμέλειά του, την εκζήτηση της απλότητας, που είναι κι αυτά όλα μια προσφορά στο νόημα της τέχνης. Ο Χριστόπουλος ίσως εγεννήθηκε ποιητής, ίσως ένιωσε μέσα του την λαχτάρα του λόγου, τον πόθο της φυσικής ζωής που την εστερήθηκε μικρός. Έκανε ό,τι δεν είχαν κάνει οι προγενέστεροί του, έδειξε ποιες θα έπρεπε να είναι οι προϋποθέσεις για τον λυρισμό· άλλοι τις πραγματοποίησαν. […]

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 240.

 

Δείτε επίσης και:


Βηλαράς Ιωάννης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός