Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή

Δυο γενιές Φαναριωτών ποιητών, μεταφυτευμένες από την Κωνσταντινούπολη και τις παραδουνάβειες ηγεμονίες στο Ναύπλιο πρώτα, στην Αθήνα ύστερα, προσδιορίζουν τη μετεπαναστατική μας λογοτεχνία με τρόπο αποφασιστικό. Πρόκειται σχεδόν για υπόθεση οικογενειακή: ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός (1778-1850) είναι εξάδελφος του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή (1779-1855), ο γιος του τελευταίου αυτού Αλέξανδρος έχει την ίδια συγγένεια με τους αδελφούς Αλέξανδρο (1803-1863) και Παναγιώτη Σούτσο (1806-1868). […]

Γύρω σ’ αυτά τα χρόνια (είμαστε ακόμα στο Ναύπλιο του Καποδίστρια) αρχίζει, μαζί με τη λογοτεχνική και πολιτική δράση των Σούτσων και του Α.Ρ. Ραγκαβή, η ιστορία του αθηναϊκού ρομαντισμού. […]

[…] Σπουδασμένος στο Μόναχο, ο Α.Ρ. Ραγκαβής αρχίζει τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία με στίχους όπου το σμίξιμο του γερμανικού ιδανισμού και της δημοτικής παράδοσης (Δήμος κ’ Ελένη, 1831) θυμίζει κάπως τις προσπάθειες των Επτανησίων […].

Βρισκόμαστε σε μια καμπή· την ίδια χρονιά ο ρομαντισμός εισβάλλει βίαιος με τον «Οδοιπόρο» του Π. Σούτσου (Ποιήσεις, 1831). […] Μολονότι «ποίημα δραματικόν», ο «Οδοιπόρος» έχει με το θέατρο μόνο δευτερεύουσες, υστερογενείς σχέσεις. Η κύρια συμβολή του είναι λυρική: έχουμε να κάνουμε με μια βυρωνική ανταρσία του αισθήματος, με μια νέα ιστορική στιγμή όπου το άτομο αντιτίθεται κραυγαλέα σε ό,τι ως τώρα αποκαθιστούσε την ψυχική του γαλήνη και την αρμονική του επαφή με το περιβάλλον του. […]

Παν. Μουλλάς, «Λογοτεχνία 1830-1880». Ρήξεις και συνέχειες. Μελέτες για τον 19ο αιώνα, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1993, 46-49.

 

 

[…] μετά την εμφάνιση της γενιάς του 1880, της λεγόμενης παλαιότερα Νέα (ή Δεύτερη) Αθηναϊκή Σχολή ή Νέα Σχολή, στον αρχικό όρο Αθηναϊκή Σχολή προστέθηκε ο προσδιορισμός Παλαιά ή Πρώτη. Τα επίθετα Παλαιά και Νέα προσδιορίζουν τις δύο γραμματολογικές περιόδους πριν από και μετά το 1880, μέσα από μια σχέση συνέχειας – διαφοράς: η Νέα Σχολή αναπτύχθηκε στον ίδιο πνευματικό χώρο, στην Αθήνα, αφομοιώνοντας στοιχεία του παρελθόντος, αρνήθηκε όμως τη ρομαντική τεχνοτροπία και το κυρίαρχο γλωσσικό όργανο της Παλαιάς (την καθαρεύουσα). Επίσης, ο όρος Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή λειτουργεί κατ’ αντιδιαστολή προς τον όρο Επτανησιακή Σχολή, ο οποίος αναφέρεται στη λογοτεχνία των Επτανήσων τον 19ο αιώνα. Ανάμεσα στις αρκετές πολιτισμικές διαφορές μεταξύ του αθηναϊκού και του επτανησιακού χώρου στον 19ο αι., η βασικότερη εντοπίζεται στη γλώσσα: στα Επτάνησα κυριάρχησε η λαϊκή-δημοτική γλώσσα, ενώ στην Αθήνα επικράτησε η καθαρεύουσα. […]

Ορισμένοι μελετητές, όπως ο Κ.Θ. Δημαράς και ο Γ. Βελουδής, επισήμαναν ορθά ότι στην ουσία δεν πρόκειται για αθηναϊκό ρομαντισμό, αλλά για κλασικορομαντισμό. Γιατί στην Πρώτη Αθηναϊκή Σχολή ο κλασικισμός επέδρασε παράλληλα και εξίσου έντονα με τον ρομαντισμό. Μάλιστα, η επίδραση του κλασικιστικού πνεύματος διαπέρασε όχι μόνο τη λογοτεχνία, αλλά όλες τις καλλιτεχνικές μορφές (π.χ., τις εικαστικές τέχνες) και την παιδεία της εποχής. Στον ίδιο λοιπόν χρόνο, συχνά και στους ίδιους συγγραφείς, συνυπάρχουν ή και συνδυάζονται χαρακτηριστικά αφενός του ρομαντισμού, αφετέρου του κλασικισμού.

Ευριπίδης Γαραντούδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1661-1662.

 

 

Σχετικά με τη ρομαντική Αθηναϊκή Σχολή, η διάκριση σε τρεις γενιές που ακολουθεί η ελληνική γραμματολογία υπαγορεύεται και από την εξέλιξη που έλαβε στους κόλπους της Σχολής το πατριωτικό θέμα, το «βασικά γνήσιο στοιχείο της», «η μόνη πραγματική εμπειρία». Οι ποιητές που έρχονταν στην Ελλάδα στα χρόνια της Επανάστασης και αμέσως μετά είχαν όλες τις ευγενικές προθέσεις να συντρέξουν την υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης και τη θεμελίωση του εθνικού πολιτισμού. Ήταν νέοι με βασική λόγια ελληνική παιδεία και γεύσεις από το κλίμα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού στη Γαλλία και τη Γερμανία, βρίσκονταν στο στάδιο της εκκίνησής τους και οι χτυπητές αντιστοιχίες με τα δυτικοευρωπαϊκά υποδείγματα που παρουσίαζε το έργο τους καθιέρωσαν στην Ελλάδα την αντίληψη περί ρομαντισμού περιορισμένη στα δικά τους πλαίσια […].

Η ατμόσφαιρα στην Ελλάδα στα χρόνια του Όθωνα γρήγορα αποσόβησε τις ρομαντικές εξάρσεις, μέσα κιόλας στην πρώτη γενιά της Αθηναϊκής Σχολής. Φθίνει η ποιητική έμπνευση στον Π. Σούτσο, ο Α. Ραγκαβής οδηγείται σε κλασικιστικές αναθυμήσεις. Ζωντανή ρομαντική πνοή με τολμηρό φρόνημα είναι δυνατή αυτά τα χρόνια μόνο στη σάτιρα. Το έργο του Α. Σούτσου συγκίνησε τους συγχρόνους του και εξακολουθεί να ελκύει το ενδιαφέρον των ιστορικών της λογοτεχνίας όχι τόσο με τις καλλιτεχνικές του αρετές, όσο σαν ντοκουμέντο της εποχής, με τις φιλελεύθερες διαθέσεις που το διέπνεαν.

Η επόμενη γενιά (I. Καρασούτσας, Δ. Βαλαβάνης) δεν έχει πια κοινωνικά και πατριωτικά ενδιαφέροντα στο ύψος εκείνο που διέκρινε τους προγενέστερους. […] Δεν τους έχει εγκαταλείψει το πατριωτικό θέμα, παρατηρείται ωστόσο η επιφυλακτική μετάβαση σε έναν ποιητικό λόγο πιο ήπιο, χαμηλόφωνο, με απόπειρες προσέγγισης του καθημερινού. […]

Κατά τη δεκαετία του 1860 εμφανίστηκε η τρίτη και τελευταία γενιά, με πιο γνήσιο μάλλον ρομαντικό αυθορμητισμό. Το φρόνημα της εκκίνησης, η επίγνωση των άμεσων δεσμών με τα πλατύτερα εθνικά ζητήματα είχε πλέον εξατμιστεί. Την αναλυτική, ατομιστική συναίσθηση αυτής της γενιάς οξύτερα και πληρέστερα εξέφρασε ο Δ. Παπαρρηγόπουλος. […]

Σόνια Ιλίνσκαγια, Στην τροχιά του ρομαντισμού. Η ρομαντική ποίηση στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2008, 34-38.

 

 

[…] Πώς διαγράφεται η πορεία του πεζού λόγου στη μετεπαναστατική Ελλάδα; Ότι η δεκαετία του 1830 είναι αποφασιστική για την ποίησή μας (αρκεί να σκεφθούμε την ορμητική επέλαση του βυρωνισμού) δεν νομίζω πως χρειάζεται συζήτηση. Ισχύουν ωστόσο οι ίδιοι όροι και για την πρόζα;

Θα επαναλάβω κι εδώ την πεποίθησή μου: ότι ως το 1840 περίπου, η πεζογραφία μας, βασισμένη κυρίως σε μεταφράσεις, ελάχιστα πρωτότυπη, αλλά λόγια πάντως στις βασικές εκδηλώσεις της, κυριαρχείται από τον 18ο αιώνα, διατηρώντας ζωντανές ακόμα, σε μεγάλο βαθμό, τις αξίες του Διαφωτισμού: την αρχαιογνωσία και αρχαιολατρία, την κριτική διάθεση, τη διαλογικότητα, τον διδακτισμό, τον ρεαλισμό κλπ.

Τα πράγματα αλλάζουν μετά το 1840. Ένα έτος-σταθμός: το 1845. Είναι η στιγμή μιας εμπορικής εξόρμησης που σηματοδοτείται από τις πρώτες ελληνικές μεταφράσεις του Αλέξανδρου Δουμά και του Ευγένιου Σύη. Συνδεδεμένη με την ποσότητα, η καμπή αυτή έχει ωστόσο άμεσες ποιοτικές επιπτώσεις, αν αναλογισθούμε ότι:

α) από εδώ και πέρα το προβάδισμα ανήκει, όχι πια στα σκηνικά, αλλά στα αφηγηματικά έργα, κυρίως στα (γαλλικά) μυθιστορήματα·

β) ενώ στο σύνολο της μεταφρασμένης λογοτεχνίας κατά τον 16ο, 17ο και 18ο κυριαρχεί η ιταλική γλώσσα-πηγή με ποσοστό πλέον του 65% έναντι 25% της γαλλικής, η τελευταία αυτή κατά τον 19ο αιώνα καταλαμβάνει την πρώτη θέση στις αυτοτελείς εκδόσεις με ποσοστό 67% έναντι 13,2% της ιταλικής·

γ) στο εξής μπορούμε να μιλάμε καθαρά για μια μεταφρασμένη παραλογοτεχνία (Δουμάς, Σύη, Σουλιέ, Κωκ, Φεβάλ κλπ.) ιδιαίτερα διαδεδομένη στους αστικούς ελληνικούς πληθυσμούς, παραλογοτεχνία που ανθεί παράλληλα με τις παλαιότερες λαϊκές εκδόσεις της Βενετίας.

Έτσι διαγράφονται δύο χώροι. Ο πρώτος, ο χώρος της λογιοσύνης, επιφορτισμένος με ιδεολογικές και αισθητικές φροντίδες, αναζητά ολοένα και περισσότερο το ιδανικό του στην ποίηση, και μάλιστα σε μια ποίηση κλασικιστικών προδιαγραφών. Η αποδοκιμασία των ξένων μυθιστορημάτων, κυρίως μετά την εκδοτική έκρηξη του 1845, είναι φυσική. Όλων των μυθιστορημάτων; Όχι ασφαλώς. Γιατί προέχει να διακριθούν τα «καλά» από τα «κακά». […]

Ο δεύτερος χώρος κατακλύζεται από λαϊκά μυθιστορήματα «άτινα μετά των λοιπών βιομηχανικών προϊόντων της μας στέλλει αθρόα η εσπερία Ευρώπη, και τα οποία μεταφραζόμενα ακορέστως εις την καθ’ ημάς γλώσσαν αποτελούσι το εντρύφημα πολλών (ιδίως δε του ωραίου φύλου)». Είναι το φροϋδικό «όνειρο με ανοιχτά μάτια». Αν θέλετε: ο χώρος του λαϊκού ρομαντισμού. Λαϊκού, με την έννοια του ποσοτικού, του στερεότυπου, του ανεπίλεκτου. Και ρομαντικού, με την έννοια του φαντασματικού, του φαντασιακού, του μυθικού. Ένας χώρος προσφοράς και ζήτησης, όπου θριαμβεύουν τελικά οι καλοί (happy end) και μαζί τους οι νόμοι της αγοράς: στις ανθρώπινες στερήσεις και μιζέριες (οικονομικές, πνευματικές, συναισθηματικές, σεξουαλικές κλπ.) προσφέρονται, δηλαδή πουλιούνται με το αζημείωτο, κατευναστικά φάρμακα. Ο Δουμάς εξαφανίζει τον Μπαλζάκ […].

Παν. Μουλλάς, «Εισαγωγή». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Α΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1998, 115-117.

 

 

Σε ό,τι αφορά τη γλώσσα, σήμερα είμαστε σε καλύτερη θέση να αμφισβητήσουμε τη βεβαιότητα ότι η γλώσσα της πεζογραφίας αυτής της περιόδου ήταν καθ’ ολοκληρίαν τεχνητή, εντελώς διαφορετική από την ομιλουμένη της εποχής της, και να διαπιστώσουμε ότι ήταν σε σημαντικό βαθμό ζωντανή και ποικιλόμορφη. Η προσεκτικότερη εξέταση των έργων δείχνει ότι η γλώσσα αυτή αντικατοπτρίζει ένα φάσμα μορφικών τύπων, ο συνολικός χαρακτηρισμός των οποίων με τον όρο καθαρεύουσα είναι περιοριστικός. Για την ακρίβεια, ο όρος (με τη σημερινή έννοια) φαίνεται να καλύπτει ένα μόνο μέρος της παλαιάς πεζογραφικής μας γλώσσας, αυτό που απομακρύνεται από την ομιλουμένη της εποχής τόσο, όσο απομακρύνεται από τη σημερινή καθομιλουμένη εκείνο που σήμερα ονομάζουμε καθαρεύουσα. Το μέρος αυτό είναι τα κείμενα τα γραμμένα σε αρχαΐζουσα. Για ν’ αναφέρω ένα ενδεικτικό στοιχείο: το 1842 ο Γρηγόριος Παλαιολόγος, απαντώντας στις επικρίσεις των αρχαϊστών ότι η γλώσσα του μυθιστορήματός του Ο Πολυπαθής (την οποία σήμερα θα χαρακτηρίζαμε καθαρεύουσα) είναι «κοινή» και αγοραία, γράφει: «Είναι, νομίζω, η καθομιλουμένη σήμερον». Και διευκρινίζει ότι χρησιμοποιεί αυτή τη γλώσσα επειδή είναι φυσική.

 Ο βαθμός και η έκταση της προφορικότητας της καθαρεύουσας αυτή την περίοδο είναι ένα θέμα που πρέπει να διερευνηθεί συστηματικότερα, αν θέλουμε να καταλάβουμε καλύτερα τη λογοτεχνία της εποχής. Τα σημερινά στοιχεία μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι η καθομιλουμένη στην Αθήνα και τα αστικά κέντρα δεν ήταν ενιαία, και ότι ανάμεσα στις διάφορες μορφές της ομιλουμένης του εγγράμματου αστικού πληθυσμού η «δημοτική» δεν είναι βέβαιο ότι ήταν η επικρατέστερη. Με άλλα λόγια, η καθομιλουμένη του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, λόγω των ισχυρών προσμίξεών της με την αρχαΐζουσα γλώσσα της εκπαίδευσης, ήταν πολύ λιγότερο ομοιογενής απ’ ό,τι η σημερινή καθομιλουμένη και απλωνόταν σε μιαν ευρεία τυπολογική κλίμακα. Τα δύο άκρα αυτής της κλίμακας καταλάμβαναν οι δύο ανόθευτες μορφές της, δηλαδή η γλώσσα του τοπικού ιδιώματος και η αρχαΐζουσα, ενώ ενδιάμεσες διαμορφώσεις θα πρέπει να ήταν η γλώσσα των εγγραμμάτων κατοίκων της υπαίθρου, η γλώσσα των εγγραμμάτων των αστικών περιοχών και η γλώσσα των μορφωμένων και των λογίων, η οποία τρεφόταν από τον γραπτό λόγο, που ήταν τεχνικότερος, γιατί επεδίωκε μια μορφή ομοιογενέστερη από εκείνη της προφορικής ομιλίας. Την πολυμορφία αυτή, καθώς και τους μικτότερους λεκτικούς και φραστικούς τύπους που κατ’ ανάγκην παράγονταν από τη διασταύρωση των παραπάνω γλωσσικών επιπέδων, δηλαδή κατά τη συνομιλία μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής γλωσσικής τάξεως, προσπαθούσε, σε ορατό βαθμό, να αποδώσει η από τη φύση της περισσότερο ρεαλιστική (απ’ ό,τι η ποιητική) γλώσσα της πεζογραφίας.

Ο γλωσσικός αγώνας τουλάχιστον ώς το 1860 ήταν αγώνας λιγότερο μεταξύ «δημοτικής» και «καθαρεύουσας» και περισσότερο μεταξύ «καθαρεύουσας» και «αρχαΐζουσας». […]

Νάσος Βαγενάς, «Εισαγωγικά». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Γ΄. 1830-1880, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996, 10-11.

 

Δείτε επίσης και:


Επτανησιακή Σχολή, Ρομαντισμός