Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Αλεξάνδρου Άρης

Ο Άρης Αλεξάνδρου
[πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου].
 

 

[…] ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης, γεννημένος το 1922 στο Λένινγκραντ, ήρθε με τους γονείς του το 1928 και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Θεσσαλονίκη, και λίγο αργότερα στην Αθήνα. Με μητρική, κυριολεκτικά και μεταφορικά, γλώσσα τα ρωσικά, δυσκολεύτηκε τον πρώτο καιρό να προσγειωθεί στην ελληνική γλωσσική πραγματικότητα, αλλά με την πραγματική ιδιοφυία που επέδειξε στην εκμάθηση των ξένων γλωσσών, γρήγορα προσαρμόστηκε και έφτασε σ’ εκείνη την αίσθηση της γλώσσας που διαπιστώνεται στο σύνολο του έργου του, προσωπικού και μεταφραστικού.

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Άρης Αλεξάνδρου. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως την δικτατορία του ’67, τ. Β΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, 136.

 

 

[…] το 1942 αρχίζει η δουλειά του μεταφραστή. Από τα γυμνασιακά χρόνια ο Αριστοτέλης μετάφραζε με πάθος τη μητρική του γλώσσα [ρωσικά] στην πατρική [ελληνικά]. […] Ο Γιάννης Ρίτσος, που τον είχε γνωρίσει το 1941, είχε διαβάσει τις μεταφράσεις του Πούσκιν και τις θεωρούσε άριστες. Τότε εργαζόταν ο ίδιος στις εκδόσεις Γκοβόστη ως διορθωτής και επιμελητής χειρογράφων. Το ’42 παρουσίασε λοιπόν τον νεαρό του φίλο στον Γκοβόστη με τα θερμότερα λόγια και η μακρά συνεργασία του Άρη Αλεξάνδρου με τον εκδότη αυτό πρόσφερε από τότε πολλά στη γνωριμία μας με την ξένη λογοτεχνία. […]

Στου Γκοβόστη συνεργαζόταν τότε ένας άλλος Βασιλειάδης, μεταφραστής· η συνωνυμία θα δημιουργούσε πρόβλημα. Έπρεπε να βρει ένα ψευδώνυμο. Ο Ρίτσος του το επέβαλε.

Ως μεταφραστής πρωτοϋπέγραψε: Άρης Αλεξάνδρου.

Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996, 100-101.

 

 

«Στην Πανεπιστημίου, σχεδόν γωνία με την Κοραή, βρισκόταν το Piccadilly, τόπος συνάντησης για όσους είχαν μετακομίσει απ’ το πατάρι του Λουμίδη. Περνώντας απ’ έξω ένα βραδάκι, ο Άρης πρότεινε να πάμε μέσα και αμέσως, όρθιος στον μπάγκο ζητά να του σερβίρουν ποτά, τα ονομάζει κιόλας το ένα μετά το άλλο, χωρίς να τ’ αγγίζει. Ποτηράκι ποτηράκι στη σειρά πιάνουν όλο το μάκρος του πάγκου. Για ένα από τα ποτά, παίρνει ο σερβιτόρος το μπουκάλι, κι ένα δεύτερο να το ανακατέψει με τζιν.» «Ε! Τι κάνεις;» του λέει ο Άρης. «Αυτό υπάρχει έτοιμο, συσκευασμένο σε ένα μόνο μπουκάλι μαζί με το τζιν». Χωρίς να δοκιμάσει κανένα, απλώς παρατώντας τα ποτηράκια στη σειρά, πλήρωσε και φύγαμε. Ο μπάρμαν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό — σίγουρα πρώτη φορά έβλεπε πελάτη ειδήμονα, αλλά όχι πότη. «Ήθελα να τα δω», είπε ο Άρης. «Χρόνια τώρα τα μεταφράζω απ’ τους Αμερικάνους συγγραφείς χωρίς να τα ξέρω. Ε ναι, λοιπόν, ήθελα να τα δω. Δεν τα ’χα δει ποτέ μου».

Κατερίνα Καμπάνη, Ο παππούς μου Άρης Αλεξάνδρου, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2006, 49.

 

 

Ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών. Σαν ανύπαρκτο που είναι, δεν χορηγεί ούτε κομματικές, ούτε λογοτεχνικές ταυτότητες […]. Θεωρώ περιττό να προσθέσω, ότι στο δήθεν ελεύθερο κόσμο, οι δήθεν δημοκρατικές κυβερνήσεις χορηγούν έμμεσα παρόμοιες «ταυτότητες» (τι άλλο είναι τα βραβεία, οι αγορές βιβλίων και οι άλλες ηθικές και υλικές ενισχύσεις;). Εγώ δεν είμαι μέλος καμμιάς Εταιρείας Λογοτεχνών και δεν πρόκειται, λόγου χάρη, να ζητήσω σύνταξη. Αν έτυχε να γράψω κάτι, αυτό είναι μια προσωπική μου υπόθεση και κανείς δε μου χρωστάει απολύτως τίποτα. Τη λογοτεχνική μου ταυτότητα εμένα μου τη χορήγησε τον Αύγουστο του 1972 η Γενική Ασφάλεια, απαγορεύοντας το βιβλίο μου Ποιήματα 1941-1971.

«Παράλληλος λόγος για το Κιβώτιο. Δημήτρης Ραυτόπουλος – Άρης Αλεξάνδρου», περ. Ηριδανός, τχ. 1 (Αύγ.-Σεπτ. 1975) 70.

 

 

Το 1946, ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη εξορία του, εκδίδεται η πρώτη συλλογή ποιημάτων του Ακόμα τούτη η άνοιξη, από τον οίκο Γκοβόστη, […]. Ανάμεσα στη δεύτερη εξορία του και τη φυλάκισή του, το 1952, εκδίδει τη συλλογή ποιημάτων Άγονος γραμμή (που πολτοποιήθηκε· πούλησε μόνο 6 αντίτυπα) και μετά την αποφυλάκισή του την τρίτη, Ευθύτης οδών, το 1959. Ενώ όμως η πρώτη συλλογή του βρίσκεται μέσα στο αντιστασιακό πνεύμα της Κατοχής, οι επόμενες είναι επηρεασμένες από τις συγκεκριμένες εμπειρίες του στα στρατόπεδα και στις φυλακές, όταν εκών άκων γνώρισε την κομματική πειθαρχία και νοοτροπία κάποιων στελεχών, που μετά την Τριλογία του Στρατή Τσίρκα κεφαλοποιήθηκαν ως κομμένες κεφαλές. Ήδη όμως ο Αλεξάνδρου, από το 1959 στο άρθρο του «Η σοβιετική σκέψη μπροστά στο αδιέξοδο του νέου σχολαστικισμού», φαίνεται ότι έχει πάρει μια καθαρή απόσταση απέναντι στο φαινόμενο των καταναγκασμών της κάθε εξουσίας και την «ολοκληρωτική» αντίληψη που συνεπάγονται, χωρίς πάντως να έχει αποδεχθεί μια άλλη πρόταση. Στις αντιλήψεις του για τις συνέπειες του «νέου σχολαστικισμού» πρέπει να εντάξομε τις πρακτικές τους εφαρμογές, με ένα μυθιστορηματικό πια τρόπο καταγραμμένες, στο Κιβώτιο που αρχίζει να γράφει το 1966 στην Αθήνα και το περατώνει το 1972 στο Παρίσι.

Αλλά μάλλον πρέπει να πάμε πολύ πριν από αυτό το άρθρο, του 1959, στο διαλογικό του κείμενο Αντιγόνη που αρχικά έγραψε στο στρατόπεδο του Μούδρου στη Λήμνο (κάπου 1949), αργότερα το έσκισε, και το ξανάγραψε το 1951 στον Αι-Στράτη. Θα το δημοσιεύσει το 1960 […]. Στην Αντιγόνη θα συναντήσομε σαφείς αναλογίες με το Κιβώτιο. Όπως ήδη έχει προσέξει ο Σπύρος Τσακνιάς:

Μια αποστολή από τα πριν καταδικασμένη, ένα άγραφο χαρτί στο φάκελο, ένα άδειο κιβώτιο — σκανδαλιστικές αναλογίες! Ακόμη και τα ονόματα Ανδρόνικος, Νικόδημος, είναι ακριβώς εκείνα που θα ξανασυναντήσουμε στο Κιβώτιο.

Έτσι μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το Κιβώτιο σπερματικά είχε γεννηθεί το 1948-1949 μέσα στις συνθήκες της εξορίας και βιωθεί και επαληθευθεί μια ολόκληρη ζωή.

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Άρης Αλεξάνδρου. Παρουσίαση-Ανθολόγηση». Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ως την δικτατορία του ’67, τ. Β΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, 138-139.

 

Η θεατρική παράσταση της Αντιγόνης στο ΚΘΒΕ.

 

Με το Κιβώτιο βρισκόμαστε στο κλίμα του ελληνικού εμφυλίου πολέμου — ακριβέστερα, στο τέλος του (καλοκαίρι του ’49). Μια 40μελής ομάδα «εθελοντών» και επίλεκτων κομμουνιστών μαχητών αναλαμβάνει την ύψιστη αποστολή να μεταφέρει ένα κιβώτιο από την πόλη Ν στην πόλη Κ. Κανείς δεν έχει ιδέα για το περιεχόμενο του κιβωτίου ούτε για τον τελικό στόχο των κινήσεών τους: το αρχηγείο αρκείται να τους υποδεικνύει κάθε μέρα το δρομολόγιο της επομένης. Ωστόσο έχει γνωστοποιηθεί σε όλους ότι η «επιχείρηση-κιβώτιο» είναι τόσο σημαντική ώστε ενδεχομένως να κρίνεται από αυτήν η έκβαση του πολέμου. Εξ ου και οι αυστηρές προδιαγραφές της πορείας: καμιά καθυστέρηση δεν θα γίνεται ανεκτή και κάθε τραυματίας ή απλώς βραδυπορών θα «κυανίζεται». Αυτή η επιχείρηση-εκατόμβη θα διαρκέσει δυο μήνες (μέσα Ιουλίου - μέσα Σεπτεμβρίου του 1949)· ο μοναδικός επιζών —και αφηγητής— ολοκληρώνει την πορεία, παραδίδει το κιβώτιο στους αρμοδίους, εκείνοι το ανοίγουν και διαπιστώνεται πως είναι άδειο! Ο αφηγητής συλλαμβάνεται και φυλακίζεται· επιχειρεί με συνεχείς καταθέσεις του προς τις ανακριτικές αρχές να εξηγήσει —και να ερμηνεύσει— το νόημα της παράδοξης αποστολής τους.

[…]

Έχει λεχθεί πως Το Κιβώτιο είναι πολιτική αλληγορία του εμφυλίου πολέμου· […] Πρόκειται για ένα απρόσωπο αντι-έπος της ελληνικής αριστεράς, το οποίο αποστασιοποιείται από τα ανδραγαθήματα, τα εύτολμα συνθήματα και τους λαμπρούς αγωνιστές με τα λάβαρα και τα φυσεκλίκια· επιλέγεται ένας καθ’ όλα «αρνητικός» ήρωας, αμοραλιστής, άφιλος, ιδιοτελής, κυνικός και δικολάβος για να διεκπεραιώσει και να ακυρώσει ένα μύθο: το μύθο της αλάθητης κομματικής ορθοδοξίας, το μύθο μιας ορισμένης αριστερής ιδεολογίας. […].

[…] κατά κάποιον τρόπο, άκαπνη και μελλοθάνατη λογοτεχνία μπορεί να χαρακτηριστεί σύμπασα η «στρατευμένη» λογοτεχνία, που με το Κιβώτιο στρίβει το τελευταίο της θανάσιμο τσιγάρο.

Λίζυ Τσιριμώκου, «Το τελευταίο τσιγάρο». Εσωτερική ταχύτητα, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2000, 149-150 & 155-156.

 

 

Δούλεψα σ’ όλη μου τη ζωή σαν μεταφραστής και ξέρω ότι το κείμενό μου είναι δυσκολομετάφραστο. Έχει μεγάλες φράσεις (μισή, μια ή και περισσότερες σελίδες η κάθε μια τους) και το τελευταίο «κεφάλαιο», τριάντα δακτυλογραφημένες σελίδες, είναι μια και μόνη «φράση».

Σ’ αυτές τις μεγάλες φράσεις, τα μόνα σημεία στίξεως είναι τα κόμματα, οι παρενθέσεις και οι παύλες. Αρκετοί Γάλλοι, μου είπανε ότι οι μεγάλες φράσεις — ça fait lourd.

Ο αφηγητής μου χρησιμοποιεί συχνά λέξεις και εκφράσεις όπως: «δηλαδή», «θέλω να πω», «μ’ άλλα λόγια», «συνεπώς», «άρα». Μου λένε ότι μια τέτοια επανάληψη ça ne se dit pas en français. Φυσικά, δε λέγεται ούτε στα ελληνικά. Τα λογοτεχνικά κείμενα δε «λέγονται» σε καμιά γλώσσα.

Άρης Αλεξάνδρου, «Τα λογοτεχνικά κείμενα δε “λέγονται” σε καμιά γλώσσα (ένα γράμμα στην Colette Lust)», περ. Η λέξη, τχ. 77 (Σεπτ. 1988) 619.

 

 

Η ενηλικίωση της πεζογραφίας μας συντελείται με πολλούς τρόπους, καθώς το άδειο Κιβώτιο προχωρεί στον προορισμό του. Θα αναφέρω μία μόνο ένδειξη για παράδειγμα. Με ευφρόσυνη κατάπληξη διαπιστώνεις ότι ο Άρης Αλεξάνδρου, δίχως να εκβιάζει τη δομή του δημοτικού λόγου, διαστέλλει και συστέλλει απεριόριστα τα παραδοσιακά του όρια. Στα χέρια του ο περιοδικός λόγος και η τυπογραφική παράγραφος γίνονται όργανα εξαιρετικά ευαίσθητα και προπαντός σύνθετα και πολυεδρικά: κύκλοι μικρής και μεγάλης ακτίνας γυρίζουν άνετα στον ίδιο άξονα, αλλά σε διαφορετικά επίπεδα· τόξα προτάσεων τεντώνονται ως την έσχατη αντοχή της ελαστικότητάς τους· πολύτιμες κουκίδες προφυλάσσονται μέσα σε χαραγμένες παρενθέσεις. Ύστερα από το Κιβώτιο ο πολυδαίδαλος λόγος του Προυστ δε μοιάζει πια αμετάφραστος.

Δημήτρης Μαρωνίτης, «Τα όρια της κριτικής: η άσκηση της ανάγνωσης», εφ. Το Βήμα, 28 Ιουν. 1975.

 

 

[…] Το κιβώτιο (1974) του Άρη Αλεξάνδρου έχει μια θέση μεταιχμιακή αλλά και εμβληματική. Αποτυπώνει το πέρασμα από τον μοντερνισμό και τα μεταπολεμικά ενδιαφέροντα, όπου το ατομικό αλληγορεί το συλλογικό σε ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό-πολιτικό πλαίσιο, προς τον μεταμοντερνισμό, όπου η αλήθεια παραμένει άπιαστη πίσω από τα αλλεπάλληλα πλαίσια που χρησιμοποιεί ο αφηγητής για να την προσεγγίσει, καταγγέλλοντας εντέλει ουσιαστικά την κατασκευή της από τον εξουσιαστικό λόγο του Κομμουνιστικού Κόμματος και την αναντίστρεπτη υποκατάσταση του «είναι» από το «φαίνεσθαι». Ο περίφημος χαμαιλεοντισμός του αφηγητή, τα αλλεπάλληλα προσωπεία του, φαίνονται έτσι να είναι σύμπτωμα αυτής της συνθήκης αλλά και μέρος της. Τα αποτελέσματα είναι μοιραία καθώς καταλήγει αδύνατο ο ίδιος να νοηματοδοτήσει τη δράση του και να υπερασπιστεί την αθωότητα και τη ζωή του. […]

Αναστασία Νάτσινα, «Για τα όρια του μεταμοντερνισμού στην ελληνική πεζογραφία κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, 394-395.

 

Δείτε επίσης και:


Μεταπολεμική πεζογραφία, Μεταπολεμική ποίηση