Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

▲▲ Μουτζάν-Μαρτινέγκου Ελισάβετ

Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (προσωπογραφία του Νικολάου Καντούνη, 1833)
[πηγή: Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων].
 

 

Λιγοστό το έργον της Ζακυνθηνής αυτής κόρης, έμεινε σχεδόν όλο ανέκδοτο· μόνο στα 1881 είδε το φως η αυτοβιογραφία της. Πλησιάζοντας τώρα να γνωρίσουμε τις Ζακυνθινές μητέρες του Κάλβου και του Σολωμού, που βαθιά και οι δύο σημάδεψαν την ψυχή των παιδιών τους, η ανάμνηση της Ελισάβετ Μαρτινέγκου θα μας βοηθήσει να μπούμε στο κατάλληλο κλίμα. Γεννήθηκε στα 1801 και πέθανε στα 1832. Η αυτοβιογραφία της, που την είχε γράψει λίγο πριν πεθάνει, εκτός από την μαρτυρία την οποία παρέχει, αποτελεί σπάνιας ποιότητας λογοτεχνικό κείμενο, ένα από τα πιο αγνά στολίσματα της νέας μας λογοτεχνίας.

Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 286.

 

 

Στα κατάλοιπά της διασώθηκαν 22 θεατρικά έργα, καθώς και άλλα πεζά και ποιητικά κείμενα, γραμμένα σε ελληνική ή ιταλική γλώσσα. Από την αξιοσημείωτη αυτή παραγωγή η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας συγκράτησε μόνο τις αυτοβιογραφικές της σελίδες, που τις τύπωσε ο γιος της στην οψίτυπη και αποσπασματική έκδοση: Η μήτηρ μου. Αυτοβιογραφία της κυρίας Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου μετά διαφόρων αυτού ποιήσεων (1881). […]

Παρ’ ότι η αυτοβιογραφική της αφήγηση υπέστη περικοπές και αλλοιώσεις, συνιστά ένα σημαντικό λογοτεχνικό κείμενο, η σπουδαιότητα του οποίου δεν εξαντλείται στα όρια της γλώσσας και της ποιητικής του, αλλά φτάνει μέχρι τη βαθύτερη προβληματική της σύγκρουσης με τη συντηρητική επτανησιακή κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα. Γραμμένη με διαπεραστική ευθύτητα, χάρη, ζωντάνια αλλά και ρομαντική διάθεση, η Αυτοβιογραφία αποδίδεται με την καθομιλουμένη της επτανησιακής άρχουσας τάξης, με παραφθαρμένες ιταλογενείς λέξεις και με λέξεις αντλημένες από τα εκκλησιαστικά κείμενα. Το κράμα αυτό απηχεί όχι μόνο τις γλωσσικές επιδράσεις που διαμόρφωσαν τη γραφή της Μουτζάν-Μαρτινέγκου, αλλά και το κυρίαρχο ύφος των λογίων της εποχής. Οι συνεχείς αναφορές στη δύναμη της λογικής, στην αξία της ενάρετης αγωγής, της παιδείας και της ατομικής ελευθερίας συγκροτούν μια φιλελεύθερη συνείδηση, μέσα στα συμφραζόμενα του γαλλικού Διαφωτισμού.

Η εξομολογητική πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση τοποθετείται από την κριτική στις απαρχές του ρομαντισμού και της γυναικείας γραφής. Το ενδιαφέρον για το κείμενο ανανεώθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, μέσα στο πλαίσιο του γυναικείου κινήματος στην Ελλάδα (1970-1980), καθώς και των γυναικείων σπουδών.

Αλέξης Ζήρας & Στέση Αθήνη, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 1481.

 

 

Το κείμενο της Μουτζάν αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά την απεικόνιση ορισμένων απόψεων της κοινωνικής οργάνωσης της εποχής που γράφτηκε, επειδή η συγγραφέας του βρίσκεται σε μια θέση προνομιακή, δεδομένου ότι από το ένα μέρος ανήκει στην καθεστηκυία τάξη, αλλά από το άλλο μέρος —λόγω του φύλου της— βρίσκεται στο περιθώριο αυτής της τάξης […]

Με τον τρόπο αυτόν το κείμενό της αποτελώντας μια περιγραφή της κοινωνικής καταπίεσης των γυναικών, που είναι πολύτιμη για την ιστορία αυτού του προβλήματος που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην πολιτισμική και πολιτική ιστορία του ανθρώπου, ανήκει στην ιστορία της ελληνικής φεμινιστικής σκέψης, εκπροσωπώντας μάλιστα μια φιλελεύθερη εκδοχή της. Αυτός ο φιλελεύθερος φεμινισμός προήλθε από εκείνη τη σχολή της πολιτικής σκέψης που ονομάζουμε «φιλελευθερισμό», ο οποίος διατηρεί μιαν αντίληψη για την ανθρώπινη φύση που τοποθετεί τη μοναδικότητά μας ως προσώπων στη λογική ικανότητά μας.

Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Εισαγωγή». Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία, εισαγ.-φιλολ. επιμ.  Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Ωκεανίδα, Αθήνα 1997, 49-50.

 

 

Η ανέκδοτη, στον καιρό της, αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου αποτελεί δείγμα γραφής τόσο του γυναικείου όσο και του αυτοβιογραφικού λόγου στις αρχές του 19ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο. Αποτελεί δηλαδή δείγμα μιας δημιουργίας ισχνής αφού τόσο η συγγραφική δραστηριότητα των γυναικών όσο και ο αυτοβιογραφικός λόγος δεν έχουν ακόμα βρει διεξόδους ανάπτυξης μέσα από το κοινωνικό πλαίσιο και τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες της εποχής. […]

Για τον ελλαδικό χώρο του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, τα πράγματα είναι λίγο πολύ γνωστά. Οι Ελληνίδες στερούνται της κοινωνικής αναγνώρισης και δημόσιας ζωής των συγχρόνων τους Γαλλίδων και Αγγλίδων. Η παραδοσιακή ελληνική κοινωνία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υποχρεώνει τις γυναίκες στην άγνοια, την υποταγή και τον εγκλεισμό, στο περιθώριο δηλαδή μιας αυστηρά πατριαρχικής και ανδροκρατούμενης κοινωνίας με πολύ υψηλούς δείκτες αναλφαβητισμού, τόσο στον γυναικείο όσο και στον ανδρικό πληθυσμό. […] Σε άμεση συνάρτηση με το νεοτεριστικό κλίμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και με τη νέα αντίληψη που διαμόρφωσε για τη φύση και το ρόλο των γυναικών στη νεότερη κοινωνία, βρίσκεται η εμφάνιση ενός περιορισμένου αριθμού Ελληνίδων λογίων οι οποίες υπηρέτησαν με τον τρόπο τους τον στόχο της εθνικής αναγέννησης και της ηθικής-πολιτισμικής διάπλασης των γυναικών δημοσιεύοντας λογοτεχνικά κείμενα, δοκίμια και μεταφράσεις κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Πρόκειται για έναν μικρό αριθμό γυναικών που δεν αποτελεί κανόνα, ούτε προκαλεί την ανατροπή του, αλλά που ωστόσο απηχεί μια εξέλιξη στη γυναικεία αυτοσυνειδησία και μια νέα αντίληψη για τον ρόλο της γυναίκας στη νεότερη ελληνική κοινωνία.

Έχει υποστηριχθεί ότι τα λογοτεχνικά είδη που καλλιέργησαν οι γυναίκες τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη, είναι εκείνα που θεωρήθηκαν κατώτερα, τα είδη του «εγώ», δηλαδή τα είδη του προσωπικού λόγου: λυρική ποίηση, επιστολή, ημερολόγιο, αισθηματικό μυθιστόρημα με άφθονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, όπου κατά τον 19ο αιώνα τόσο η ποίηση όσο και το πεζό είναι κατά κανόνα βασισμένα σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η προτίμηση αυτή είναι δυνατόν να απηχεί από τη μια τις περιορισμένες εμπειρίες των γυναικών και τις περιορισμένες γνώσεις τους που δεν τους επέτρεπαν να δημιουργήσουν το υλικό ενός σύνθετου λογοτεχνικού και μυθοπλαστικού έργου, από την άλλη όμως και μια ανάγκη βαθύτερη για συγκρότηση ανεξάρτητης ταυτότητας μέσα από την προβολή της εμπειρίας τους, την ενδοσκόπηση και τη μνήμη. Το έργο ωστόσο των διαφωτισμένων γυναικών του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου αποτελείται κατά κανόνα από μεταφράσεις ηθικοπλαστικού και διδακτικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις αρχές του Διαφωτισμού.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο του Διαφωτισμού τοποθετείται και η συγγραφική δραστηριότητα της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Αποτελεί ωστόσο μια περίπτωση ξεχωριστή. Ξεχωριστή για το εύρος και την ειδολογική ποικιλία του έργου της, ξεχωριστή για τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε το έργο αυτό, ξεχωριστή κυρίως για την αυτοβιογραφία της που αποτελεί το πρώτο γνήσιο δείγμα του είδους στη νεοελληνική γραμματεία.

Ράνια Πολυκανδριώτη, «Η αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου», περ. Περίπλους, τχ. 51 (2002) 59-60.

 

 

[…] Την εποχή που ο Σολωμός γράφει στη Ζάκυνθο το Διάλογο και τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν και συντάσσει ο Κάλβος στο fior di Levante τις ανεπανάληπτες Ωδές του, η νεαρή Ελισάβετ γράφει κυρίως θεατρικά έργα.

Κατά δική της μαρτυρία στο χρονικό διάστημα 1820-25 έχει γράψει 22 τραγωδίες, κωμωδίες και δράματα στα ιταλικά και ελληνικά· και μόνο ο αριθμός βάζει τη Μουτζάν-Μαρτινέγκου πάνω από τον πολυγραφότερο δραματουργό της εποχής, τον Ιωάννη Ζαμπέλιο, που οι τραγωδίες του, όταν εκδίδονται το 1860 μεταθανάτια στη Ζάκυνθο σε μια δίτομη έκδοση, ανέρχονται σε 12. Η ελληνική δραματουργία των χρόνων του Αγώνα θα ήταν αφάνταστα πιο πλούσια, αν είχαν σωθεί έστω τα μισά από τα έργα αυτά· […]

Όταν γράψει κανείς μέσα σε πέντε χρόνια 22 […] «θεατρικά συγγράμματα», σημαίνει πως γράφει μανιωδώς, και για να ικανοποιήσει μια ζωτική ανάγκη· για την «έγκλειστη της Ζακύνθου» ήταν η επικοινωνία. Η προτίμηση του διαλογικού λόγου δεν έχει να κάνει μόνο με το γεγονός πως ο πεζογραφικός λόγος τότε ήταν ακόμα στην προεπαναστατική Ελλάδα στα σπάργανα, ενώ το θέατρο και η ποίηση αποτελούν αρκετά διαδεδομένα και καλλιεργημένα είδη, αλλά και με το ότι το δράμα αναπαριστάνει το κατεξοχήν ζητούμενο για την Ελισάβετ: την επικοινωνία, το διάλογο […]

Η επικοινωνιακή σκοπιμότητα (με τον πιθανό και εικαζόμενο αναγνώστη) ικανοποιεί, δηλαδή, πολλαπλώς, τα κενά της ζωής της «έγκλειστης» και της δίνει την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας με τον κόσμο: διασκεδάζει τον εαυτό της και τους άλλους, διατυπώνει ιδέες και οράματα, διδάσκει τους άλλους, διαμαρτύρεται, καταγγέλλει, μάχεται υπέρ των γυναικών, κάνει έκκληση για αντίσταση στην ανδρική αυθεντία, σατιρίζει, απομυθοποιεί. Έχει παρατηρηθεί ότι ακόμα και τα δύο αποσπάσματα από αρχαίες τραγωδίες, που σώζονται μεταφρασμένα, Ικέτιδες (1-175), το χορικό των Δαναΐδων που παρακαλούν τον Δία να τις σώσει από τον ανεπιθύμητο γάμο τους με τους γιους του Αιγύπτιου, και Προμηθεύς Δεσμώτης (88-126, 244-256), έχουν σχέση με το μόνιμο θεματολόγιό της.

Βάλτερ Πούχνερ, «Προεισαγωγικά». Γυναίκες θεατρικοί συγγραφείς στα χρόνια της Επανάστασης και το έργο τους, φιλολ. επιμ. Βάλτερ Πούχνερ, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2003, 73 & 82-83 [σειρά: Θεατρική Βιβλιοθήκη].

 

Δείτε επίσης και:


Επτανησιακή Σχολή